Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία έρχονται στο φως νέα στοιχεία για τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του. Μεταξύ αυτών και η  πρώην Πρώτη Κυρία της Συρίας Άσμα αλ Άσαντ, που αποκαλούνταν και ως  «Ρόδο της Ερήμου», καθώς για χρόνια ήταν το πρόσωπο της γυναικείας απελευθέρωσης στη Μέση Ανατολή.

Η Βρετανική ανατροφή και οι σπουδές στο King’s College

 Η 49χρονη Άσμα γεννήθηκε το 1975 στο Ακτον του Δυτικού Λονδίνου, από γονείς σουνίτες μουσουλμάνους, οι οποίοι κυριαρχούσαν στη Συρία έως το 1963, όταν η περιθωριοποιημένη μειονότητα των Αλαουιτών κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία.

Ο Χαφέζ αλ Ασαντ, πατέρας του Μπασάρ, συμμετείχε στη συνωμοσία και έπειτα από ακόμη δύο πραξικοπήματα αυτοανακηρύχθηκε τελικά το 1971 πρόεδρος της Συρίας.

Λίγα χρόνια μετά οι γονείς της Ασμα αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στο Λονδίνο για να ζήσουν  μια καλύτερη ζωή.

Ο πατέρας της ήταν καρδιολόγος και η μητέρα της διπλωμάτης. Παρότι συντηρητικών πεποιθήσεων και θρησκευόμενοι ήθελαν τα παιδιά τους, η Ασμα και τα δύο αδέλφια της, να ενταχθούν πλήρως στη βρετανική κοινωνία. Στο δημοτικό η Ασμα ήταν γνωστή ως Εμα ενώ στη συνέχεια φοίτησε σε ένα από τα παλαιότερα ιδιωτικά σχολεία θηλέων της Βρετανίας, το περίφημο Queen’s College.

Σπούδασε την Επιστήμη των Υπολογιστών και Γαλλική Λογοτεχνία στο King’s College του Λονδίνου και κανένας από τους συμφοιτητές της δεν τη θυμάται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη Μέση Ανατολή.

Κάποια στιγμή άρχισε να εργάζεται στην J.P. Morgan και, σύμφωνα με τον προϊστάμενό της, ήταν «συνεσταλμένη, ευγενική και υποτακτική». Έβγαινε με συναδέλφους της και δεχόταν, μάλιστα, αρκετές προτάσεις για γάμο ενώ συνέχισε να μένει με τους γονείς της παρά τον υψηλό της μισθό. 

Διαβάστε επίσης: Αξιωµατούχοι του Άσαντ στην Αθήνα - Φέρεται να έχουν βρει καταφύγιο στην Ελλάδα

Οι μεγάλες προσδοκίες της μαμάς

Όμως η μητέρα της, Σαχάρ, είχε μεγάλες βλέψεις για την κόρη της.

Ένας θείος της είχε συνδράμει τον Χαφέζ αλ-Ασαντ να καταλάβει την εξουσία και εκείνη εκμεταλλεύτηκε αυτή τη σχέση όχι μόνον για να εργαστεί η ίδια στην πρεσβεία της Συρίας στο Λονδίνο αλλά και για να συναντηθεί η κόρη της με τον Μπασάρ, τον δεύτερο γιο του Χαφέζ αλ-Ασαντ, ο οποίος τη δεκαετία του 1990 σπούδαζε στο Λονδίνο Ιατρική, έχοντας επιλέξει να ειδικευτεί στην οφθαλμολογία.

Σε αντίθεση με τον Μπασίλ, τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος είχε υπηρετήσει στον συριακό στρατό,ο οποίος οδηγούσε γρήγορα αυτοκίνητα και είχε τη φήμη του γυναικά, ο Μπασάρ αλ-Ασαντ ήταν εργατικός, συνεπής και διακριτικός.

Το 1994, όταν ο Μπασίλ σκοτώθηκε σε τροχαίο η μοίρα της δυναστείας των Ασαντ έπεσε ξαφνικά στις πλάτες του Μπασάρ.

 Έξι χρόνια μετά πέθανε και ο Χαφέζ αλ-Ασαντ κι έπειτα από δύο μήνες και μία παρωδία εκλογών την προεδρία της Συρίας ανέλαβε ο Μπασάρ. Δεν είχε, όμως, ακόμα παντρευτεί ενώ η μετέπειτα σύζυγός του δεσμευόταν με συμβόλαιο να συνεχίσει να εργάζεται για ακόμη δύο χρόνια στην J.P. Morgan.

Ο έρωτας με τον Μπασάρ

Ξαφνικά μία μέρα η Ασμα Ασαντ εξαφανίστηκε απροειδοποίητα για τρεις εβδομάδες από τη δουλειά της και όταν επέστρεψε είπε στον προϊστάμενό της πως είχε ερωτευθεί έναν γοητευτικό Σύρο ο οποίος την «απήγαγε» και της ζήτησε να τον παντρευτεί.

Η Ασμα υπέβαλε την παραίτηση της αμέσως ενώ αρνήθηκε και μία θέση που μόλις είχε κερδίσει στο Harvard Business School. Μετά από χρόνια, όταν ρωτήθηκε εάν το είχε μετανιώσει, εκείνη απάντησε «Ποιος θα διάλεγε το Χάρβαρντ αντί για την αγάπη;».

Η Ασμα  που μετακόμισε μόνιμα στη Δαμασκό στο τέλος του 2000 έδειχνε να είναι η ιδανική σύζυγος για τον νέο ηγέτη της Συρίας ο οποίος  υποσχόταν να πατάξει τη διαφθορά και να επιτρέψει τη διεξαγωγή αδιάβλητων πολυκομματικών εκλογών.

Αρκετοί Σύροι, ειδικά του εξωτερικού, πίστεψαν τότε πως η Ασμα θα μπορούσε να καταστεί μία δύναμη αλλαγής, όπως η βασίλισσα Ράνια της Ιορδανίας ή η Σεΐχα Μόζα του Κατάρ, ακόμα και η πριγκίπισσα Νταϊάνα.

Πράγματι, η Ασμα Ασαντ ήταν επί χρόνια το λαμπερό πρόσωπο ενός καθεστώτος το οποίο υποστήριζε, ότι κύρια επιδίωξη του ήταν ο εκσυγχρονισμός της Συρίας έπειτα από δεκαετίες καταπιεστικής διακυβέρνησης.

 Όταν, όμως, ξέσπασαν οι ταραχές στη Δαμασκό, τον Μάρτιο του 2011, και ο συριακός στρατός άρχισε να βάλλει κατά των διαδηλωτών, η γυναίκα που είχε εμφανιστεί σε εξώφυλλο της Vogue με την προσωνυμία «Desert Rose», «Ρόδο της Ερήμου», όχι μόνον απέρριψε πολλές προσφορές να εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με τα παιδιά της, αλλά υποστήριξε σθεναρά την βίαιη καταστολή των εξεγερμένων.

 Οι πολιτικές φιλοδοξίες

Σύμφωνα με τις καταγγελίες, μετά τον θάνατο της μητέρας του Μπασάρ αλ Ασαντ, το 2016, η Ασμα ενίσχυσε σημαντικά τη θέση της, αυξάνοντας την πολιτική επιρροή της στην χειμαζόμενη και αιματοβαμμένη από τον εμφύλιο Συρία.

Η άνοδός της στα ανώτατα κλιμάκια της αυλής των Ασαντ, δεν ήταν πλέον απλά τροφή για κουτσομπολιό μεταξύ των παρατηρητών της Συρίας, καθώς η αμερικανική κυβέρνηση την συμπεριέλαβε μεταξύ των «πιο διαβόητων πολεμοκάπηλων» της Συρίας.

Την περίοδο του εμφυλίου ακούγονταν επίσης ότι θα μπορούσε ακόμη και να διαδεχθεί τον σύζυγό της στην προεδρία της χώρας, ως μία επαναστατική λύση για να σωθεί το καθεστώς.

Ο καρκίνος

Το 2018, η Άσμα Άσαντ νόσησε με καρκίνο του μαστού. Η μάχη για την υγεία της την έφερε ξανά στο προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας κερδίζοντας τη συμπάθεια αλλά και την κατακραυγή μερίδας των πολιτών, που δεν είχαν πρόσβαση στις υπό κατάρρευση λόγω του εμφυλίου πολέμου υποδομές υγείας της χώρας.

Η Άσμα αλ Άσαντ γιόρτασε τη νίκη του επί του καρκίνου με μια ειδική εκπομπή στη συριακή κρατική τηλεόραση. «Το ταξίδι μου τελείωσε», είχε πει σε συνέντευξή της η 43χρονη τότε Άσμα. «Έχω νικήσει εντελώς τον καρκίνο». Στη συνέντευξη της η σύζυγος του προέδρου αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στη «σωματική εξάντληση» που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ενώ ευχαριστούσε τα τρία της παιδιά, τους γονείς της και τον σύζυγό της για την υποστήριξή τους.

Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν καθώς μόλις το περασμένο Σάββατο κατέρρευσε το καθεστώς Άσαντ, μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια και το ζευγάρι κατέφυγε στη Ρωσία μαζί με τα τρία παιδιά τους, για να γλυτώσουν από τους επαναστάτες του ISIS που κατέλαβαν τη χώρα.