Αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς/µία ότι ένας ριζοσπαστικοποιηµένος, ακραίος ισλαµιστής φύλαρχος, µε παρελθόν τροµοκράτη, µπορεί να εξελιχθεί ή, καλύτερα, να µεταµορφωθεί σε µετριοπαθή ηγέτη µιας χώρας που ακόµη είναι πεδίο σύγκρουσης σουνιτών-σιιτών και αρένα ανταγωνισµών τρίτων χωρών και που µόλις απαλλάχτηκε από ένα από τα πιο αιµοσταγή καθεστώτα της σύγχρονης ιστορικής περιόδου, ας επιτρέψουµε, όσο τα πράγµατα είναι ακόµη θολά, την προσδοκία µιας αισιόδοξης εξέλιξης για τη Συρία και τον λαό της. Σε αυτό το σενάριο, οι νικητές έχουν να αντιµετωπίσουν µια σειρά από τεράστιες προκλήσεις.

Η προοπτική διακυβέρνησης και ειρηνικής µετάβασης στο µετα-ασαντικό µέλλον στη Συρία περνάει µέσα από αυτές τις προκλήσεις. Υποθέτοντας, λοιπόν, ότι η ισλαµική ηγεσία των συνασπισµένων της αντιπολίτευσης είναι ειλικρινής ως προς την πρόθεσή της να οικοδοµήσει ένα µέλλον συµπεριληπτικό και πολυσυλλεκτικό, θα πρέπει να επιτύχει σε τουλάχιστον πέντε αποστολές. Πρώτον, θα πρέπει το συντοµότερο δυνατόν να ελέγξει αποτελεσµατικά µια σειρά από παράγοντες µε εγγενώς διαφορετικές αντιλήψεις για το µέλλον της Συρίας και τη θέση τους στο νέο σύστηµα εξουσίας. Πρόκειται για παράγοντες που αναδείχθηκαν µέσα από έναν µακροχρόνιο εµφύλιο εναντίον του Ασαντ και των υποστηρικτών του στα πεδία της µάχης. Ολοι αυτοί οι παράγοντες είναι οπλισµένοι και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να δεχθούν τον αφοπλισµό τους πριν κατοχυρώσουν τις απαιτήσεις τους στον νέο πολιτικό χάρτη της Συρίας. ∆εύτερον, ο Αλ Τζολάνι θα πρέπει να εξισορροπήσει αυτές τις διαφορετικές, σε πολλές περιπτώσεις, προσδοκίες και προτιµήσεις. Το κοινό µέτωπο στον ένοπλο αγώνα δεν µεταφράζεται αυτόµατα σε µοίρασµα της εξουσίας και κυβερνητική συνεργασία. Τρίτον, και τα δύο προηγούµενα είναι σε άµεση συνάρτηση µε τη διαδικασία της µετάβασης.

Παρά το γεγονός ότι γίνεται λόγος για εκλογές, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι αυτές νοηµατοδοτούνται µε τον ίδιο τρόπο από όλους, εντός και εκτός Συρίας. Επιπλέον, υπό ποιες συνθήκες µπορούν να διεξαχθούν εκλογές και µε ποιο πολιτικό σύστηµα ως στόχο. Τέταρτον, υπάρχει το ζήτηµα της εσωτερικής τάξης και ασφάλειας, αν υποθέσουµε ότι ο αφοπλισµός των ενόπλων οµάδων και οργανώσεων λαµβάνει χώρα. Αυτή τη στιγµή δεν υπάρχουν δυνάµεις ασφαλείας. Αυτό δείχνει ότι η µεγαλύτερη δυσκολία δεν είναι η ανοικοδόµηση των κατεστραµµένων υποδοµών, αλλά η οικοδόµηση νέων θεσµών, που να εγγυώνται τη σταθεροποίηση των προσδοκιών όλων των Σύρων πολιτών. Η εµπειρία του Ιράκ µετά την καταστροφή που προκάλεσε η αµερικανική επέµβαση το 2003 είναι απογοητευτική ως προς την εσωτερική ικανότητα οικοδόµησης κρατικών θεσµών (state-building).

Τέλος, κρίσιµη θα είναι η σχέση µε τους τρίτους παίκτες στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η Συρία υπήρξε και είναι εχθρός του Ισραήλ, βασικός παράγοντας της χρόνιας αποσταθεροποίησης του Λιβάνου, κρίσιµος αγωγός της ιρανικής παρέµβασης στην περιοχή, πλατφόρµα προβολής ρωσικής επιρροής και ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, εξοστρακισµένη από τα άλλα αραβικά σουνιτικά καθεστώτα, µε τουρκική στρατιωτική παρουσία και µε ένα κουρδικό στοιχείο που, πέρα από τη µάχη για την επιβίωσή του απέναντι σε τζιχαντιστές, ήταν (και είναι) πολύ συχνά και µήτρα αποσχιστικών, τροµοκρατικών οργανώσεων. Και, βεβαίως, να µην ξεχνάµε τη µικρή µεν, αλλά σηµαντική αµερικανική στρατιωτική παρουσία.

Mission impossible…

Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής ∆ιεθνών Σχέσεων, πρόεδρος του Ι∆ΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήµιο