Οι στιγµές στη Συρία µοιάζουν κατακλυσµιαίες: το καθεστώς του Μπασάρ αλΑσαντ από τις 8 ∆εκεµβρίου αποτελεί παρελθόν έπειτα από δεκαετίες και, αν κάτι µπορεί να περιγράψει τις πρώτες ηµέρες στον απόηχο της εξέλιξης αυτής, είναι δεδοµένα η αναµονή. Αυτήν άλλωστε τη στάση υιοθέτησε, επί παραδείγµατι, το Συµβούλιο Ασφαλείας κατά την έκτακτη συνεδρίασή του εντός της εβδοµάδας, στέλνοντας βέβαια µήνυµα υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.

Συρία: Οι αντάρτες της HTS επιχειρούν να στείλουν συγκεκριµένα µηνύµατα

Οι αντάρτες, µε κυρίαρχη δύναµη τη «Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαµ» (HTS, «Οργάνωση για την Απελευθέρωση του Λεβάντε» στα ελληνικά) και επικεφαλής τον Αµπού Μοχάµεντ αλΤζολάνι (ή Γκολάνι), κατά κόσµον Αχµέντ αλΣάρα, από την πρώτη στιγµή επιχειρούν να στείλουν συγκεκριµένα µηνύµατα: µιλώντας στο Sky News και το CNN, τόνισε πως «οι φόβοι της ∆ύσης θα αποδειχθούν περιττοί», λέγοντας πως «η χώρα θα ανοικοδοµηθεί» και πως οι θρησκευτικές µειονότητες (Αλεβίτες, ∆ρούζοι, Χριστιανοί κ.ά. συνθέτουν ένα πολύπλοκο µωσαϊκό, όπως φαίνεται στο γράφηµα) ουσιαστικά δεν έχουν κάτι να φοβούνται, εν είδει αντιποίνων. Οµως, η κατάσταση παραµένει ρευστή: υπό το φως του όχι απόλυτου ελέγχου της συριακής επικράτειας από µία δύναµη (κάτι που συµβαίνει αδιάλειπτα εδώ και 13 χρόνια), µπορεί να γίνει µια πρώτη αποτίµηση ως προς το ποιοι είναι οι κερδισµένοι και ποιοι οι ζηµιωµένοι.

Οι ωφεληµένοι µοιάζουν να είναι δύο: η Τουρκία και το Ισραήλ. Ως προς την Αγκυρα, η εξάλειψη ενός περιφερειακού αντιπάλου στην απόπειρά της να διευρύνει τον ρόλο της στη Μέση Ανατολή είναι σίγουρα κέρδος. Εξάλλου, µολονότι η HTS δεν µοιάζει να είναι –απόλυτα– ελεγχόµενη από την Τουρκία, που τη θεωρεί τροµοκρατική οργάνωση (σε αντίθεση µε τον επονοµαζόµενο «Συριακό Εθνικό Στρατό» ή SNA, που συνέδραµε στις τουρκικές επιχειρήσεις κατά τα προηγούµενα χρόνια στη συριακή επικράτεια), είναι δεδοµένο πως η κεραυνοβόλα επιχείρηση που ανέτρεψε τον Μπασάρ αλ-Ασαντ έγινε σε συνεννόηση µε την Τουρκία. Σύµφωνα µε το Reuters, άλλωστε, οι αντάρτες είχαν ενηµερώσει την Αγκυρα έξι µήνες πριν, παρατηρώντας µια αλλαγή στάσης από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όταν είδε τον Μπασάρ αλ-Ασαντ να µην επιθυµεί να καθίσει στο τραπέζι των συνοµιλιών για την πολιτική µετάβαση στη Συρία. Ετσι, τα δεδοµένα άλλαξαν και η συµφωνία Αγκυρας - Μόσχας το 2020 για αποκλιµάκωση των συγκρούσεων στα βορειοδυτικά της χώρας καθίστατο δευτερευούσης σηµασίας.

Ικανοποίηση από Ερντογάν για την πτώση του καθεθώστος Άσαντ

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει κρύψει την ικανοποίησή του για τις εξελίξεις, κάνοντας λόγο για µια νέα, «φωτεινή περίοδο», ενώ παραφράζοντας τον ποιητή Ναζίµ Χικµέτ είπε µετά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συµβουλίου: «Αν η µισή µου καρδιά είναι στο Γκαζιάντεπ, η άλλη µισή είναι στο Χαλέπι και τη ∆αµασκό». Σε αυτό το µήκος κύµατος, άλλωστε, το Bloomberg σηµείωσε πως ο Τούρκος πρόεδρος είναι «πιο κοντά από ποτέ στο οθωµανικό όραµα για τη Συρία», την ώρα που κατά κανόνα προβάλλει το (σουνιτικό, ταυτόσηµο µε τους αντάρτες) Ισλάµ ως παράγοντα άσκησης επιρροής, ακόµα και σε παγκόσµια κλίµακα.


Μεγάλος κερδισμένος το Ισραήλ

∆εύτερος µεγάλος κερδισµένος είναι το Ισραήλ. Το Τελ Αβίβ δεν έχασε χρόνο και ήδη αποκόµισε εδαφικά οφέλη, µε τον στρατό του να εισβάλει στην άλλοτε ουδέτερη ζώνη στα Υψίπεδα του Γκολάν, για πρώτη φορά έπειτα από πενήντα χρόνια και τη συµφωνία του 1974, µε τον Μπενιαµίν Νετανιάχου να δηλώνει πως θα παραµείνει πλέον υπό τον έλεγχο του Ισραήλ «στην αιωνιότητα». Παράλληλα, ξεκίνησε άµεσα µπαράζ αεροπορικών πληγµάτων σε αποθήκες όπλων και πυροµαχικών των συριακών ενόπλων δυνάµεων, µε τον Ισραηλινό υπουργό Εξωτερικών, Γκίντεον Σάαρ, να δηλώνει πως «στοχοθετούµε στρατηγικά οπλικά συστήµατα, όπως, για παράδειγµα, τα εναποµείναντα χηµικά όπλα ή πυραύλους και ρουκέτες µεγάλου βεληνεκούς, ώστε να µην πέσουν στα χέρια εξτρεµιστών». Την ίδια ώρα, βύθισε τουλάχιστον έξι πλοία του Πολεµικού Ναυτικού της Συρίας, δείχνοντας πως δεν πρόκειται να διακινδυνεύσει την «ασφάλειά» του, όπως το Τελ Αβίβ την ορίζει.

Οι ζημιωμένοι 

Περνώντας στους ζηµιωµένους, ο κυριότερος είναι το Ιράν: «Χάνοντας» και τον όµορο θρησκευτικά εταίρο του, Μπασάρ αλΑσαντ, η Τεχεράνη βλέπει τον αντι-δυτικό και αντι-ισραηλινό «άξονα της αντίστασης» να «καταρρέει», έχοντας πάντοτε κατά νου και τα καίρια πλήγµατα του Ισραήλ απέναντι σε «Χαµάς» και «Χεζµπολάχ». Την ίδια ώρα, χάνει έναν σηµαντικό δίαυλο να ενισχύσει τη «Χεζµπολάχ» µέσω του εδάφους της Συρίας: αυτό γινόταν για χρόνια τουλάχιστον µε τη σιωπηρή αποδοχή του καθεστώτος Ασαντ και ήταν ένας από τους όρους της πρόσφατης εκεχειρίας, κατάπαυσης του πυρός, στον Λίβανο. Η Ρωσία µοιάζει επίσης να έχει αποδυναµωθεί: η συµβολή της Μόσχας το 2015 ήταν καθοριστική στο να στηρίξει τότε το καθεστώς στη Συρία, µε την επέµβασή της αυτή τη φορά, πιθανότατα και λόγω του εν εξελίξει πολέµου στην Ουκρανία, να µην έχει την ίδια σηµασία. Το µόνο που µπόρεσε να προσφέρει στον σύµµαχό της ήταν άσυλο. Σε κάθε περίπτωση, το µείζον διακύβευµα για τη Μόσχα είναι η διατήρηση της ναυτικής και της αεροπορικής βάσης που διατηρεί στη Συρία, κάτι το οποίο θα αποτελέσει πλέον αντικείµενο συζητήσεων µε τη νέα τάξη πραγµάτων στη χώρα, όπως δήλωσε το Κρεµλίνο στις αρχές της εβδοµάδας.

Σε ενδεχοµένως δυσχερή θέση, όπως αναφέρει το Politico, θα βρεθούν και οι Κούρδοι, ιδίως αν η επιρροή του Ερντογάν την επαύριο στη Συρία είναι καταλυτική. Ωστόσο, διατηρούν ένα «καλό χαρτί» και αυτό είναι η παραµονή 900 Αµερικανών στρατιωτών στη χώρα, µε τους δεσµούς µε την Ουάσινγκτον µέχρι σήµερα να διατηρούνται ακέραιοι. Αυτό, πάντως, ενδεχοµένως αλλάζει µε τον Ντόναλντ Τραµπ, που έχει δηλώσει ότι η Συρία «δεν είναι δικός µας αγώνας».

Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»