Η ολοκληρωτική πτώση του Ασαντ αναδιαµορφώνει τις γεωπολιτικές ισορροπίες σε µια Μέση Ανατολή όπου η σχετική αποδυνάµωση του αµερικανικού αποτυπώµατος έχει αφήσει ένα µεγάλο κενό ισχύος, που προσπαθούν να καλύψουν ένας συνδυασµός µεγάλων διεθνών (Ρωσία, Κίνα), αλλά και µεγάλων περιφερειακών δυνάµεων. Η µερική απόσυρση του αµερικανικού ενδιαφέροντος, αφενός λόγω της υπερεπέκτασης της περιόδου Bush Jr και αφετέρου εξαιτίας της δραµατικής µείωσης των αµερικανικών εισαγωγών πετρελαίου γενικότερα (και ειδικότερα από τον Περσικό Κόλπο), έχει δηµιουργήσει µια εξαιρετικά εύθραυστη και εύφλεκτη ισορροπία µεταξύ τριών αντίπαλων γεωπολιτικών, αλλά και ιδεολογικών συνασπισµών, µε επικεφαλής το Ιράν (σιιτικός άξονας), την Τουρκία (άξονας της «Μουσουλµανικής Αδελφότητας») και τη Σαουδική Αραβία (σαλαφιστικός υπερσυντηρητικός άξονας).

Ο ιρανο-σιιτικός άξονας, που οικοδοµήθηκε στο πλαίσιο εξισορρόπησης του Σαντάµ Χουσεΐν κατά τον Ιρανο-Ιρακινό Πόλεµο (1980-1988), επέτρεψε στο Ιράν να δηµιουργήσει, να εκπαιδεύσει και να εργαλειοποιήσει τη «Χεζµπολάχ», αλλά αυτό αρχικά προϋπέθετε τη στήριξη του καθεστώτος Άσαντ. Μετά τον πόλεµο Ισραήλ-«Χεζµπολάχ» το 2006, ο οποίος διεξήχθη έπειτα από την πλήρη απόσυρση (το 2005) των 35.000 Σύρων στρατιωτών που είχαν εγκατασταθεί στον Λίβανο από τo 1976, η «Χεζµπολάχ» απεξαρτήθηκε πλήρως από τον Άσαντ.

Μετά το 2012, ο Άσαντ έφτασε πλέον να οφείλει την επιβίωσή του εν µέρει στα στρατεύµατα της σιιτικής πολιτοφυλακής του Λιβάνου, µε τη διαφορά ότι µετά το 2015 απώλεσε ή εκχώρησε τον έλεγχο µεγάλων τµηµάτων της επικράτειάς του στο Ιράν, προκειµένου αυτό να δηµιουργήσει έναν στρατηγικό άξονα ανεφοδιασµού όπλων, πολεµοφοδίων, πυραυλικών εγκαταστάσεων και δικτύων πληροφοριών από την Τεχεράνη έως τη Βηρυτό. Ο άξονας αυτός πλέον δεν υπάρχει και θα είναι πολύ δύσκολο να ανοικοδοµηθεί.

Το πλήγµα για τη «Χεζµπολάχ» και το Ιράν είναι εξαιρετικά σοβαρό, χωρίς ωστόσο αυτό να σηµαίνει ότι ο αυτοαποκαλούµενος άξονας της «αντίστασης» έχει διαλυθεί, µε δεδοµένη την επιρροή του Ιράν στο Ιράκ, στη Βόρεια Υεµένη και σε µεγάλο µέρος του Λιβάνου. Το κρίσιµο για το Ιράν ερώτηµα είναι το πώς θα µπορέσει να ανεφοδιάσει τη «Χεζµπολάχ» έπειτα από 1-2 έτη, ενώ ένα ακόµα πιο σηµαντικό ερώτηµα έχει σχέση µε την επιτάχυνση του ιρανικού προγράµµατος εµπλουτισµού ουρανίου, µε στόχο τον τετραπλασιασµό του παραγόµενου σχάσιµου υλικού στα 40 kg/µήνα εµπλουτισµένου (60%) ουρανίου. Σηµειωτέον ότι χρειάζονται 5-10 κιλά εµπλουτισµένου ουρανίου σε επίπεδο 90% για µια πυρηνική βόµβα. Το Ιράν πλέον µπορεί να καλύψει την απόσταση από το 60% στο 90% του εµπλουτισµού ουρανίου µέσα σε διάστηµα ολίγων εβδοµάδων, οπλίζοντας έξι πυρηνικές κεφαλές µέσα σε µόλις έναν µήνα, µολονότι για την κατασκευή ενός πλήρως λειτουργικού πυρηνικού όπλου το Ιράν εκτιµάται ότι χρειάζεται έξι έως δεκαοκτώ µήνες. Η πτώση του Άσαντ έχει λειτουργήσει ήδη ως επιταχυντής της ιρανικής πυρηνικοποίησης...

*Καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστηµίου Λευκωσίας