Στα δύο η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη συµφωνία µε Mercosur: Η ύστατη προσπάθεια επανεκκίνησης της ευρωπαϊκής οικονοµίας ως απάντηση σε ΗΠΑ και Κίνα
Τι θα περιλαµβάνει, ποια τα οφέλη και τα "αγκάθια"
Το µέτωπο που θα συγκροτήσει η Γαλλία, η ωφεληµένη Γερµανία και ο κοµβικός ρόλος της Ιταλίας
Έπειτα από 25 χρόνια διαπραγµατεύσεων, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπέγραψε την περασµένη εβδοµάδα µια συµφωνία ελεύθερων συναλλαγών της Ε.Ε. µε τις χώρες Mercosur (Αργεντινή, Βραζιλία, Παραγουάη και Ουρουγουάη).
Στόχος της είναι η δηµιουργία µίας από τις µεγαλύτερες ζώνες ελεύθερου εµπορίου στον κόσµο, µε ένα σύνολο 800 εκατοµµυρίων πολιτών, που θα αντιστοιχεί στο 20% του παγκόσµιου ΑΕΠ.
Η συµφωνία προβλέπει την κατάργηση των δασµών σε ποσοστό πάνω από το 90% του διµερούς εµπορίου, εξοικονοµώντας για τους Ευρωπαίους εξαγωγείς ετησίως 4 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα παρέχει προνοµιακή πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές στα προϊόντα της Νότιας Αµερικής, ιδίως στα γεωργικά, όπου η Mercosur κατέχει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτηµα.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα αποκτήσουν καλύτερη πρόσβαση στις αγορές δηµόσιων προµηθειών της Mercosur, σε τοµείς υπηρεσιών υψηλής αξίας και σε κρίσιµες πρώτες ύλες, όπως το λίθιο.
Σε αντάλλαγµα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα µειώσει τους δασµούς σε γεωργικά προϊόντα και άλλα αγαθά και θα συνεισφέρει 1,8 δισ. ευρώ µέσω της πρωτοβουλίας «Global Gateway» για τη στήριξη της πράσινης και της ψηφιακής µετάβασης της Mercosur.
Πέρα από τις οικονοµικές πτυχές, η συµφωνία περιλαµβάνει δεσµεύσεις για υψηλά πρότυπα εργασίας και ενισχύει την τήρηση της Συµφωνίας του Παρισιού για το κλίµα. Περιλαµβάνει, επίσης, µέτρα για την πρόληψη της αποψίλωσης των δασών, που αποτελεί βασικό αίτηµα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Αυτή η συµφωνία θα λειτουργήσει για τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις. Περισσότερες δουλειές. Περισσότερες επιλογές. Κοινή ευηµερία», έγραψε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο «Χ» λίγο µετά την υπογραφή της συµφωνίας.
Πρώτη η Γαλλία, η οποία για χρόνια πολέµησε µε κάθε µέσο την υπογραφή της συµφωνίας, αντιδρά, φοβούµενη τον ανταγωνισµό που θα προκύψει για τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα της από τις αθρόες εισαγωγές φθηνού βοδινού κρέατος και πουλερικών από τις χώρες της Mercosur. Το Παρίσι αναµένεται να συγκροτήσει ένα ισχυρό µέτωπο µαζί µε την Πολωνία, την Αυστρία και την Ιρλανδία, που επίσης είναι αντίθετες µε τη συµφωνία, καθώς πιστεύουν ότι λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τις εθνικές τους οικονοµίες.
Η Γαλλίδα υπουργός Εµπορίου, Sophie Primas, δίνοντας ένα πρώτο στίγµα της πολιτικής που θα ακολουθήσει η χώρα της, ανέφερε: «Η φωνή της Γαλλίας παραµένει ισχυρή στην Ευρώπη».
«Όχι, δεν είµαστε οι µόνοι που αντιδρούµε στη Mercosur και µπορούµε να πετύχουµε µια ανασταλτική µειοψηφία», πρόσθεσε.
Στον αντίποδα, η Γερµανία, που υποφέρει από την αργή οικονοµική ανάπτυξη, βλέπει τη συµφωνία ως µια µεγάλη ευκαιρία για να ανακάµψει οικονοµικά, δηµιουργώντας νέες αγορές για τη γερµανική αυτοκινητοβιοµηχανία και τα χηµικά προϊόντα της. Ο επικεφαλής της Οµοσπονδιακής Γερµανικής Βιοµηχανίας (BDI), Siegfried Russwurm, χαιρέτισε τη συµφωνία λέγοντας: «Αυτή η συµφωνία θα προσφέρει µια επειγόντως αναγκαία αναπτυξιακή ώθηση για τη γερµανική και την ευρωπαϊκή οικονοµία». Υπέρ της συµφωνίας είναι επίσης η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες θεωρούν τη Λατινική Αµερική, και ιδιαίτερα τη Βραζιλία, στρατηγικό εταίρο και ελπίζουν πως η κοινή γλώσσα καθώς και οι ισχυροί πολιτιστικοί και ιστορικοί δεσµοί µε τις χώρες της Νότιας Αµερικής θα λειτουργήσουν υπέρ τους. Η Ιταλία δεν έχει πάρει ακόµη ξεκάθαρη θέση για τη συµφωνία, όµως η Τζόρτζια Μελόνι θα κληθεί άµεσα να επιλέξει στρατόπεδο. Σύµφωνα µε κορυφαίο Ιταλό αξιωµατούχο, «η υπογραφή της συµφωνίας από την Ιταλία θα γίνει µόνο µε την επιφύλαξη επαρκών διασφαλίσεων και αποζηµίωσης σε περίπτωση ανισορροπίας στον αγροτικό τοµέα».
Με την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. να βρίσκονται σε φθίνουσα τροχιά σε σχέση µε την Κίνα και τις ΗΠΑ, η συγκεκριµένη συµφωνία θα µπορούσε να εκληφθεί ως µια προσπάθεια για επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονοµίας.
Η συµφωνία, που παρέχει ενεργειακή και εµπορική διαφοροποίηση για τις χώρες της Ε.Ε., αποτελεί διέξοδο για τα ευρωπαϊκά προϊόντα και τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από τον πόλεµο στην Ουκρανία και την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία.
Με τη συγκεκριµένη συµφωνία η Ε.Ε. ενισχύει την εφοδιαστική της αλυσίδα µε αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες, όπως το λίθιο, το οποίο είναι αναγκαίο για την πράσινη µετάβαση, καθώς χρησιµοποιείται στα ηλεκτρικά οχήµατα, στα κινητά τηλέφωνα και στις επαναφορτιζόµενες µπαταρίες των φορητών υπολογιστών.
Η απειλή για την επιβολή δασµών στα ευρωπαϊκά προϊόντα µετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραµπ ήταν ακόµα ένας παράγοντας που επέσπευσε την υπογραφή της συµφωνίας. Η διαδικασία επικύρωσης της συµφωνίας θέτει σηµαντικές προκλήσεις για τα κράτη-µέλη της Ε.Ε., δεδοµένου ότι θα πρέπει να εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια, αλλά, ακόµα κι αν ορισµένες χώρες δεν την επικυρώσουν, η συµφωνία θα εξακολουθεί να ισχύει για όσες το κάνουν.
Η Γαλλία, η Αυστρία και η Πολωνία, που έχουν δηλώσει αντίθετες, χρειάζονται άλλη µία µεγάλη χώρα για να απορρίψουν τη συµφωνία στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο. Η Ιταλία θα µπορούσε να ενταχθεί σε αυτές, αλλά είναι επίσης πιθανό τους επόµενους µήνες οι εγγυήσεις που θα προσφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στους Ευρωπαίους αγρότες να είναι επαρκείς για να την πείσουν. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριµένη συµφωνία θα αποτελέσει ακόµα ένα πεδίο αντιπαράθεσης, κλονίζοντας περαιτέρω τη συνοχή στο εύθραυστο οικοδόµηµα της Ε.Ε.
*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή» στις 15/12/2024
Στόχος της είναι η δηµιουργία µίας από τις µεγαλύτερες ζώνες ελεύθερου εµπορίου στον κόσµο, µε ένα σύνολο 800 εκατοµµυρίων πολιτών, που θα αντιστοιχεί στο 20% του παγκόσµιου ΑΕΠ.
Η συµφωνία προβλέπει την κατάργηση των δασµών σε ποσοστό πάνω από το 90% του διµερούς εµπορίου, εξοικονοµώντας για τους Ευρωπαίους εξαγωγείς ετησίως 4 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα παρέχει προνοµιακή πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές στα προϊόντα της Νότιας Αµερικής, ιδίως στα γεωργικά, όπου η Mercosur κατέχει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτηµα.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα αποκτήσουν καλύτερη πρόσβαση στις αγορές δηµόσιων προµηθειών της Mercosur, σε τοµείς υπηρεσιών υψηλής αξίας και σε κρίσιµες πρώτες ύλες, όπως το λίθιο.
Σε αντάλλαγµα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα µειώσει τους δασµούς σε γεωργικά προϊόντα και άλλα αγαθά και θα συνεισφέρει 1,8 δισ. ευρώ µέσω της πρωτοβουλίας «Global Gateway» για τη στήριξη της πράσινης και της ψηφιακής µετάβασης της Mercosur.
Πέρα από τις οικονοµικές πτυχές, η συµφωνία περιλαµβάνει δεσµεύσεις για υψηλά πρότυπα εργασίας και ενισχύει την τήρηση της Συµφωνίας του Παρισιού για το κλίµα. Περιλαµβάνει, επίσης, µέτρα για την πρόληψη της αποψίλωσης των δασών, που αποτελεί βασικό αίτηµα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Αυτή η συµφωνία θα λειτουργήσει για τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις. Περισσότερες δουλειές. Περισσότερες επιλογές. Κοινή ευηµερία», έγραψε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο «Χ» λίγο µετά την υπογραφή της συµφωνίας.
Αντιδρά η Γαλλία φοβούµενη τον ανταγωνισµό που θα προκύψει για τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα της
Πρώτη η Γαλλία, η οποία για χρόνια πολέµησε µε κάθε µέσο την υπογραφή της συµφωνίας, αντιδρά, φοβούµενη τον ανταγωνισµό που θα προκύψει για τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα της από τις αθρόες εισαγωγές φθηνού βοδινού κρέατος και πουλερικών από τις χώρες της Mercosur. Το Παρίσι αναµένεται να συγκροτήσει ένα ισχυρό µέτωπο µαζί µε την Πολωνία, την Αυστρία και την Ιρλανδία, που επίσης είναι αντίθετες µε τη συµφωνία, καθώς πιστεύουν ότι λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τις εθνικές τους οικονοµίες. Η Γαλλίδα υπουργός Εµπορίου, Sophie Primas, δίνοντας ένα πρώτο στίγµα της πολιτικής που θα ακολουθήσει η χώρα της, ανέφερε: «Η φωνή της Γαλλίας παραµένει ισχυρή στην Ευρώπη».
«Όχι, δεν είµαστε οι µόνοι που αντιδρούµε στη Mercosur και µπορούµε να πετύχουµε µια ανασταλτική µειοψηφία», πρόσθεσε.
Στον αντίποδα η Γερμανία
Στον αντίποδα, η Γερµανία, που υποφέρει από την αργή οικονοµική ανάπτυξη, βλέπει τη συµφωνία ως µια µεγάλη ευκαιρία για να ανακάµψει οικονοµικά, δηµιουργώντας νέες αγορές για τη γερµανική αυτοκινητοβιοµηχανία και τα χηµικά προϊόντα της. Ο επικεφαλής της Οµοσπονδιακής Γερµανικής Βιοµηχανίας (BDI), Siegfried Russwurm, χαιρέτισε τη συµφωνία λέγοντας: «Αυτή η συµφωνία θα προσφέρει µια επειγόντως αναγκαία αναπτυξιακή ώθηση για τη γερµανική και την ευρωπαϊκή οικονοµία». Υπέρ της συµφωνίας είναι επίσης η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες θεωρούν τη Λατινική Αµερική, και ιδιαίτερα τη Βραζιλία, στρατηγικό εταίρο και ελπίζουν πως η κοινή γλώσσα καθώς και οι ισχυροί πολιτιστικοί και ιστορικοί δεσµοί µε τις χώρες της Νότιας Αµερικής θα λειτουργήσουν υπέρ τους. Η Ιταλία δεν έχει πάρει ακόµη ξεκάθαρη θέση για τη συµφωνία, όµως η Τζόρτζια Μελόνι θα κληθεί άµεσα να επιλέξει στρατόπεδο. Σύµφωνα µε κορυφαίο Ιταλό αξιωµατούχο, «η υπογραφή της συµφωνίας από την Ιταλία θα γίνει µόνο µε την επιφύλαξη επαρκών διασφαλίσεων και αποζηµίωσης σε περίπτωση ανισορροπίας στον αγροτικό τοµέα». Με την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. να βρίσκονται σε φθίνουσα τροχιά σε σχέση µε την Κίνα και τις ΗΠΑ, η συγκεκριµένη συµφωνία θα µπορούσε να εκληφθεί ως µια προσπάθεια για επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονοµίας.
Η συµφωνία, που παρέχει ενεργειακή και εµπορική διαφοροποίηση για τις χώρες της Ε.Ε., αποτελεί διέξοδο για τα ευρωπαϊκά προϊόντα και τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από τον πόλεµο στην Ουκρανία και την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία.
∆ασµοί
Με τη συγκεκριµένη συµφωνία η Ε.Ε. ενισχύει την εφοδιαστική της αλυσίδα µε αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες, όπως το λίθιο, το οποίο είναι αναγκαίο για την πράσινη µετάβαση, καθώς χρησιµοποιείται στα ηλεκτρικά οχήµατα, στα κινητά τηλέφωνα και στις επαναφορτιζόµενες µπαταρίες των φορητών υπολογιστών. Η απειλή για την επιβολή δασµών στα ευρωπαϊκά προϊόντα µετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραµπ ήταν ακόµα ένας παράγοντας που επέσπευσε την υπογραφή της συµφωνίας. Η διαδικασία επικύρωσης της συµφωνίας θέτει σηµαντικές προκλήσεις για τα κράτη-µέλη της Ε.Ε., δεδοµένου ότι θα πρέπει να εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια, αλλά, ακόµα κι αν ορισµένες χώρες δεν την επικυρώσουν, η συµφωνία θα εξακολουθεί να ισχύει για όσες το κάνουν.
Η Γαλλία, η Αυστρία και η Πολωνία, που έχουν δηλώσει αντίθετες, χρειάζονται άλλη µία µεγάλη χώρα για να απορρίψουν τη συµφωνία στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο. Η Ιταλία θα µπορούσε να ενταχθεί σε αυτές, αλλά είναι επίσης πιθανό τους επόµενους µήνες οι εγγυήσεις που θα προσφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στους Ευρωπαίους αγρότες να είναι επαρκείς για να την πείσουν. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριµένη συµφωνία θα αποτελέσει ακόµα ένα πεδίο αντιπαράθεσης, κλονίζοντας περαιτέρω τη συνοχή στο εύθραυστο οικοδόµηµα της Ε.Ε.
*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή» στις 15/12/2024