Η κατάρρευση του γαλλογερµανικού άξονα και οι συνέπειες: Οι νέες ισορροπίες στην Ευρώπη, οι ανίσχυροι (πλέον) Μακρόν - Σολτς και ο ρόλος της Μελόνι
Ποτέ ξανά ο γαλλογερµανικός άξονας δεν ήταν τόσο αδύναµος
Μακρόν και Σολτς είναι δύο "κουτσοί" ηγέτες υπό κατάρρευση, βυθισµένοι ο καθένας στο δικό του εσωτερικό πολιτικό χάος
Είναι κοινή παραδοχή στους πολιτικούς κύκλους των Βρυξελλών πως όταν το Βερολίνο και το Παρίσι συνεργάζονται τα πράγµατα προχωρούν στην Ευρώπη. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς Μακρόν και Σολτς είναι δύο «κουτσοί» ηγέτες υπό κατάρρευση, βυθισµένοι ο καθένας στο δικό του εσωτερικό πολιτικό χάος.
*Διαβάστε ακόμα: Μακελειό στο Μαγδεμβούργο: Στη φυλακή ο οδηγός που σκόρπισε τον θάνατο - Ερευνούν αν ο Σαουδάραβας γιατρός ήταν "κρυφοϊσλαμιστής"
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της Ε.Ε. ο γαλλογερµανικός άξονας δεν ήταν τόσο αδύναµος. Οι δύο πιο ισχυρές χώρες της Ενωσης, που αντιπροσωπεύουν το 41% του συνολικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης, βρίσκονται αντιµέτωπες µε πρωτόγνωρες πολιτικές και οικονοµικές κρίσεις, οι οποίες σύµφωνα µε έγκριτους οικονοµικούς αναλυτές αναµένεται να επιδεινωθούν περαιτέρω µέσα στο 2025.
Στη Γαλλία µόλις την περασµένη Παρασκευή ο Εµανουέλ Μακρόν διόρισε τον τέταρτο κατά σειρά πρωθυπουργό µέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, τον κεντρώο σύµµαχό του Φρανσουά Μπαϊρού. Είχε προηγηθεί η κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαρνιέ, που θα µείνει στην ιστορία ως η πιο βραχύβια κυβέρνηση της χώρας από το 1958.
Με το δηµόσιο έλλειµµα να ξεπερνά το 6,1% του ΑΕΠ, υπερδιπλάσιο από το όριο της Ευρωζώνης, το δηµόσιο χρέος στο 110% του ΑΕΠ και µε τις αγορές οµολόγων να αξιολογούν τη Γαλλία ως τη λιγότερο φερέγγυα χώρα της Ευρωζώνης, ο Μακρόν επείγεται να περάσει τον νέο προϋπολογισµό από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Αλλά και στη Γερµανία τα πράγµατα δεν είναι καλύτερα. Η κεντροαριστερή κυβέρνηση συνασπισµού του Όλαφ Σολτς κατέρρευσε και τυπικά, µετά την αδυναµία της να λάβει ψήφο εµπιστοσύνης από το γερµανικό Κοινοβούλιο την εβδοµάδα που µας πέρασε, βάζοντας τη χώρα σε προεκλογική περίοδο, µε τις εκλογές να έχουν προκηρυχθεί για τον επόµενο Φεβρουάριο.
Σύµφωνα µε το Bloomberg economy, η µεγαλύτερη οικονοµία της Ευρώπης βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε τροχιά παρακµής, που απειλεί να γίνει µη αναστρέψιµη. Αυτό οφείλεται σε µεγάλο βαθµό στα δοµικά προβλήµατα της γερµανικής οικονοµίας, όπως η απώλεια της φθηνής ρωσικής ενέργειας, η δυσκολία της αυτοκινητοβιοµηχανίας της να ανταγωνιστεί τις αντίστοιχες της Κίνας, η γραφειοκρατία, οι καταρρέουσες υποδοµές και η επιταχυνόµενη ψηφιακή ανάπτυξη.
Σύµφωνα µε τις τελευταίες δηµοσκοπήσεις, κανένα κόµµα δεν συγκεντρώνει ισχυρή κυβερνητική πλειοψηφία και οι Χριστιανοδηµοκράτες (CDU), που έχουν το προβάδισµα, θα κληθούν να αναζητήσουν συµµάχους για τον σχηµατισµό κυβέρνησης µετά τις εκλογές.
Με τη Γαλλία να µην µπορεί να διεξαγάγει νέες βουλευτικές εκλογές µέχρι τον Ιούλιο και τη Γερµανία πιθανότατα χωρίς νέα κυβέρνηση µέχρι τον Ιούνιο, δηµιουργείται ένα παρατεταµένο πολιτικό κενό εντός της Ε.Ε. που απειλεί τη συνοχή της, αλλά και την πολιτική της επιβίωση, εάν δεν βρεθεί σύντοµα λύση. Η συγκυρία δεν θα µπορούσε να είναι χειρότερη για την Ε.Ε., καθώς από τις αρχές του νέου έτους ο Ντόναλντ Τραµπ επιστρέφει στον Λευκό Οίκο. Ο νέος πρόεδρος έχει δηλώσει επανειληµµένως την πρόθεσή του να κηρύξει εµπορικό πόλεµο στην Ευρώπη µε την επιβολή δασµών, ενώ την ίδια στιγµή απειλεί να διακόψει κάθε βοήθεια οικονοµική και στρατιωτική προς την Ουκρανία, αφήνοντας την Ευρώπη να τα βγάλει πέρα µόνη της στο µέτωπο της Ουκρανίας. Ο Τραµπ έχει επίσης επανειληµµένως ζητήσει από τις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν τις αµυντικές τους δαπάνες, ως προϋπόθεση για να συνεχιστούν οι εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ κατά της ρωσικής επιθετικότητας.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόµα περισσότερο, καθώς η Ουκρανία, η οποία είναι υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε., ετοιµάζεται να ξεκινήσει ειρηνευτικές συνοµιλίες µε τη Ρωσία στις οποίες η Ε.Ε. κινδυνεύει να βρεθεί εκτός, εάν δεν βρίσκεται ήδη.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία της στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την 1η ∆εκεµβρίου, παρά τις προεκλογικές αµφισβητήσεις στο πρόσωπό της είναι µία από τις πιο ισχυρές προέδρους της Κοµισιόν, όµως αυτό δεν αρκεί. Η ίδια δεν έχει την αποδοχή και την πολιτική επιρροή που απαιτείται για να φέρει σε συµφωνία τους ηγέτες των κρατών-µελών του µπλοκ στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, ρόλο που παραδοσιακά αναλαµβάνουν, ιδιαίτερα σε κρίσιµες περιόδους, η Γερµανία και η Γαλλία.
Καθώς η συγκρότηση ενός νέου γαλλογερµανικού άξονα δεν είναι ορατή στο προσεχές µέλλον, η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, παρά τον αρχικό ευρωσκεπτικισµό της και το σκληρό δεξιό παρελθόν της, γίνεται όλο και περισσότερο χρήσιµη στις Βρυξέλλες. Σύµφωνα µε διπλωµατικούς κύκλους, φέρεται ως η πιθανή συνοµιλήτρια του Τραµπ για λογαριασµό της Ε.Ε., καθώς οι δύο πολιτικοί µιλάνε την ίδια γλώσσα και έχουν σε πολλά ζητήµατα κοινές πολιτικές θέσεις.
Η 47χρονη πολιτικός βλέπει την πολιτική της επιρροή να µεγαλώνει, σε µια εποχή που η Ε.Ε. δεν διαθέτει ισχυρούς ηγέτες για να αναλάβουν την τύχη της. Οι θέσεις της σε µια σειρά ζητηµάτων, µε κορυφαίο το Μεταναστευτικό, η διαφοροποίησή της από τους λαϊκιστές ηγέτες, όπως ο Ορµπαν και η Λεπέν, καθώς και οι αµοιβαίες σχέσεις εµπιστοσύνης και εκτίµησης µε την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ενισχύουν αυτή την προοπτική.
Το 2022, όταν η Μελόνι κέρδισε τις εκλογές και έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην Ιταλία, ελάχιστοι πίστευαν πως θα κατάφερνε να κρατηθεί στην εξουσία και ότι θα γινόταν αποδεκτή στις Βρυξέλλες. Σήµερα, έχοντας εδραιώσει την κυβέρνησή της ως µια από τις πιο σταθερές στη µεταπολεµική Ιταλία και παρά το γεγονός ότι η χώρα της έχει ένα εθνικό χρέος που φθάνει στο 137% του ΑΕΠ, οι ξένοι επενδυτές συνεχίζουν να προσελκύονται από το ασυνήθιστα ήρεµο πολιτικό περιβάλλον.
*Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή
*Διαβάστε ακόμα: Μακελειό στο Μαγδεμβούργο: Στη φυλακή ο οδηγός που σκόρπισε τον θάνατο - Ερευνούν αν ο Σαουδάραβας γιατρός ήταν "κρυφοϊσλαμιστής"
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της Ε.Ε. ο γαλλογερµανικός άξονας δεν ήταν τόσο αδύναµος. Οι δύο πιο ισχυρές χώρες της Ενωσης, που αντιπροσωπεύουν το 41% του συνολικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης, βρίσκονται αντιµέτωπες µε πρωτόγνωρες πολιτικές και οικονοµικές κρίσεις, οι οποίες σύµφωνα µε έγκριτους οικονοµικούς αναλυτές αναµένεται να επιδεινωθούν περαιτέρω µέσα στο 2025.
Στο Παρίσι
Στη Γαλλία µόλις την περασµένη Παρασκευή ο Εµανουέλ Μακρόν διόρισε τον τέταρτο κατά σειρά πρωθυπουργό µέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, τον κεντρώο σύµµαχό του Φρανσουά Μπαϊρού. Είχε προηγηθεί η κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαρνιέ, που θα µείνει στην ιστορία ως η πιο βραχύβια κυβέρνηση της χώρας από το 1958.Με το δηµόσιο έλλειµµα να ξεπερνά το 6,1% του ΑΕΠ, υπερδιπλάσιο από το όριο της Ευρωζώνης, το δηµόσιο χρέος στο 110% του ΑΕΠ και µε τις αγορές οµολόγων να αξιολογούν τη Γαλλία ως τη λιγότερο φερέγγυα χώρα της Ευρωζώνης, ο Μακρόν επείγεται να περάσει τον νέο προϋπολογισµό από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Στο Βερολίνο
Αλλά και στη Γερµανία τα πράγµατα δεν είναι καλύτερα. Η κεντροαριστερή κυβέρνηση συνασπισµού του Όλαφ Σολτς κατέρρευσε και τυπικά, µετά την αδυναµία της να λάβει ψήφο εµπιστοσύνης από το γερµανικό Κοινοβούλιο την εβδοµάδα που µας πέρασε, βάζοντας τη χώρα σε προεκλογική περίοδο, µε τις εκλογές να έχουν προκηρυχθεί για τον επόµενο Φεβρουάριο.Σύµφωνα µε το Bloomberg economy, η µεγαλύτερη οικονοµία της Ευρώπης βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε τροχιά παρακµής, που απειλεί να γίνει µη αναστρέψιµη. Αυτό οφείλεται σε µεγάλο βαθµό στα δοµικά προβλήµατα της γερµανικής οικονοµίας, όπως η απώλεια της φθηνής ρωσικής ενέργειας, η δυσκολία της αυτοκινητοβιοµηχανίας της να ανταγωνιστεί τις αντίστοιχες της Κίνας, η γραφειοκρατία, οι καταρρέουσες υποδοµές και η επιταχυνόµενη ψηφιακή ανάπτυξη.
Σύµφωνα µε τις τελευταίες δηµοσκοπήσεις, κανένα κόµµα δεν συγκεντρώνει ισχυρή κυβερνητική πλειοψηφία και οι Χριστιανοδηµοκράτες (CDU), που έχουν το προβάδισµα, θα κληθούν να αναζητήσουν συµµάχους για τον σχηµατισµό κυβέρνησης µετά τις εκλογές.
Συνοχή και επιβίωση
Με τη Γαλλία να µην µπορεί να διεξαγάγει νέες βουλευτικές εκλογές µέχρι τον Ιούλιο και τη Γερµανία πιθανότατα χωρίς νέα κυβέρνηση µέχρι τον Ιούνιο, δηµιουργείται ένα παρατεταµένο πολιτικό κενό εντός της Ε.Ε. που απειλεί τη συνοχή της, αλλά και την πολιτική της επιβίωση, εάν δεν βρεθεί σύντοµα λύση. Η συγκυρία δεν θα µπορούσε να είναι χειρότερη για την Ε.Ε., καθώς από τις αρχές του νέου έτους ο Ντόναλντ Τραµπ επιστρέφει στον Λευκό Οίκο. Ο νέος πρόεδρος έχει δηλώσει επανειληµµένως την πρόθεσή του να κηρύξει εµπορικό πόλεµο στην Ευρώπη µε την επιβολή δασµών, ενώ την ίδια στιγµή απειλεί να διακόψει κάθε βοήθεια οικονοµική και στρατιωτική προς την Ουκρανία, αφήνοντας την Ευρώπη να τα βγάλει πέρα µόνη της στο µέτωπο της Ουκρανίας. Ο Τραµπ έχει επίσης επανειληµµένως ζητήσει από τις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν τις αµυντικές τους δαπάνες, ως προϋπόθεση για να συνεχιστούν οι εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ κατά της ρωσικής επιθετικότητας.Η κατάσταση περιπλέκεται ακόµα περισσότερο, καθώς η Ουκρανία, η οποία είναι υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε., ετοιµάζεται να ξεκινήσει ειρηνευτικές συνοµιλίες µε τη Ρωσία στις οποίες η Ε.Ε. κινδυνεύει να βρεθεί εκτός, εάν δεν βρίσκεται ήδη.
∆εν αρκεί η Ούρσουλα…
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία της στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την 1η ∆εκεµβρίου, παρά τις προεκλογικές αµφισβητήσεις στο πρόσωπό της είναι µία από τις πιο ισχυρές προέδρους της Κοµισιόν, όµως αυτό δεν αρκεί. Η ίδια δεν έχει την αποδοχή και την πολιτική επιρροή που απαιτείται για να φέρει σε συµφωνία τους ηγέτες των κρατών-µελών του µπλοκ στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, ρόλο που παραδοσιακά αναλαµβάνουν, ιδιαίτερα σε κρίσιµες περιόδους, η Γερµανία και η Γαλλία.
«Επιστράτευση»
Καθώς η συγκρότηση ενός νέου γαλλογερµανικού άξονα δεν είναι ορατή στο προσεχές µέλλον, η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, παρά τον αρχικό ευρωσκεπτικισµό της και το σκληρό δεξιό παρελθόν της, γίνεται όλο και περισσότερο χρήσιµη στις Βρυξέλλες. Σύµφωνα µε διπλωµατικούς κύκλους, φέρεται ως η πιθανή συνοµιλήτρια του Τραµπ για λογαριασµό της Ε.Ε., καθώς οι δύο πολιτικοί µιλάνε την ίδια γλώσσα και έχουν σε πολλά ζητήµατα κοινές πολιτικές θέσεις.Η 47χρονη πολιτικός βλέπει την πολιτική της επιρροή να µεγαλώνει, σε µια εποχή που η Ε.Ε. δεν διαθέτει ισχυρούς ηγέτες για να αναλάβουν την τύχη της. Οι θέσεις της σε µια σειρά ζητηµάτων, µε κορυφαίο το Μεταναστευτικό, η διαφοροποίησή της από τους λαϊκιστές ηγέτες, όπως ο Ορµπαν και η Λεπέν, καθώς και οι αµοιβαίες σχέσεις εµπιστοσύνης και εκτίµησης µε την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ενισχύουν αυτή την προοπτική.
Το 2022, όταν η Μελόνι κέρδισε τις εκλογές και έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην Ιταλία, ελάχιστοι πίστευαν πως θα κατάφερνε να κρατηθεί στην εξουσία και ότι θα γινόταν αποδεκτή στις Βρυξέλλες. Σήµερα, έχοντας εδραιώσει την κυβέρνησή της ως µια από τις πιο σταθερές στη µεταπολεµική Ιταλία και παρά το γεγονός ότι η χώρα της έχει ένα εθνικό χρέος που φθάνει στο 137% του ΑΕΠ, οι ξένοι επενδυτές συνεχίζουν να προσελκύονται από το ασυνήθιστα ήρεµο πολιτικό περιβάλλον.
*Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή