Τον κίνδυνο να περιπέσει σε βαθιά εσωστρέφεια, επηρεάζοντας την ελληνική Οµογένεια και τον αγώνα για τη διατήρηση της πολιτιστικής, πνευµατικής κληρονοµιάς και για την εκκλησιαστική περιουσία, διατρέχει η Αρχιεπισκοπή Αλβανίας, καθώς οι διαδικασίες διαδοχής του σεπτού ιεράρχη Αναστασίου δεν έχουν ξεκινήσει καν, παρότι ο Αρχιεπίσκοπος διανύει το 96ο έτος της ηλικίας του.

Την ίδια στιγµή, εκµεταλλευόµενος την ολιγωρία αυτή, ο πρωθυπουργός της γείτονος Εντι Ράµα επιχειρεί να ελέγξει τις διαδικασίες διαδοχής, ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στη χρηµατοδότηση της βορειοηπειρώτικης δραστηριότητας και στα παράκτια κτήµατα µεταξύ Χειµάρρας, Αγίων Σαράντα και Αυλώνας. Παράγοντες της ελληνικής διπλωµατίας στα Τίρανα σηµειώνουν ότι η ΜΚΟ «Πορευθείτε» της Αρχιεπισκοπής, µέσω της οποίας έχουν χρηµατοδοτηθεί ελληνικά σχολεία και ιεροί ναοί, έχει τεθεί στο µικροσκόπιο της αλβανικής κυβέρνησης. Εως τώρα η πλευρά Ράµα συναντούσε µεγάλη αντίσταση λόγω της εξαίρετης προσωπικότητας του Ελληνα ποιµενάρχη, που επί δεκαετίες διακονούσε το Ευαγγέλιο στην αλβανική επικράτεια, αποτελώντας φανό ελπίδας και σωτηρίας για χιλιάδες Ορθόδοξους.

Υποψήφιοι

Πλέον σχεδόν όλοι εκ των υποψήφιων διαδόχων κατάγονται από την Αλβανία «και λογικό είναι στο τέλος της ηµέρας να δίνουν αναφορά στις υπηρεσίες τους». Συγκεκριµένα, στη Μητρόπολη Μπερατίου-Αυλώνας υπηρετεί ο Μητροπολίτης Αστιος (Μπακαλµπάση), ηλικίας 50 ετών, από το ∆υρράχιο. Στην Κορυτσά (Πρέσπα, Πόγραδετς) ο 68χρονος Μητροπολίτης Ιωάννης, κατά κόσµο Φατµίρ Πελούσι από τα Τίρανα. Στο Ελµπασάν ο 56χρονος Μητροπολίτης Αντώνιος κατάγεται επίσης από την αλβανική πρωτεύουσα και στη Μητρόπολη Απολλωνίας-Φίερι, ο 52χρονος ποιµενάρχης Νικόλαος (Νίκο Χίκα) από το Ζουπάν του Φίερι βαπτίστηκε χριστιανός το 1995. Μόνοι Ελληνες στην καταγωγή είναι ο ηλικίας 85 ετών Μητροπολίτης Αργυροκάστρου-Χειµάρρας ∆ηµήτριος (∆ηµήτριος Ντιγκµπασάνης) από τις Σέρρες και ο Αµαντείας Ναθαναήλ (68 ετών) από τους Ταξιάρχες Τρικάλων, κατά κόσµον Κωνσταντίνος Στεργίου.

Οσον δε για το περιουσιακό, οι θρησκευτικοί-πολιτιστικοί θησαυροί παραµένουν δηµευµένοι από το αλβανικό ∆ηµόσιο µε το διάταγµα του 1949, το οποίο, ένεκα της κήρυξης του αθεϊσµού, περιόριζε τις θρησκευτικές ελευθερίες. Κι όµως, επί των ηµερών του Αναστασίου εξασφαλίστηκαν άνω των 11 εκατ. ευρώ από δωρητές και αναστηλώθηκαν 60 ιερές µονές και εκκλησίες. Μεταξύ αυτών, οι µονές Αγίου Γεωργίου Τσούκας, Αγίου ∆ηµητρίου Κυπαρού, Γενέθλιο της Θεοτόκου Αρδενίτσας, Κοίµησης της Θεοτόκου στο Σβερνέτς, Αγίου Νικολάου Τσέπου, Κοιµήσεως της Θεοτόκου Κακοµιάς, Τίµιου Πρόδροµου Μοσχοπόλεως, Αγ. Ιωάννου Βλαδιµήρου Ελµπασάν. Επίσης οι ναοί Ελεούσα Πρεµετής, Αγ. Ταξιαρχών Αργυροκάστρου, ο Αγ. Νικόλαος Γκράµποβο, η Αγ. Παρασκευή Καβάγια, ο Αγ. Σπυρίδωνας Βερατίου, ο Αγ. Γεώργιος Λιµπόφσα κ.ά.

Πλούσια δράση

Επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος ίδρυσε Ιερατική Σχολή, από την οποία αποφοιτούν ιερείς, συγκάλεσε κληρικολαϊκές Συνελεύσεις για διοικητικά θέµατα, ανήγειρε νέους ναούς, οργάνωσε εκκλησιαστικό τυπογραφείο, µετέφρασε στην αλβανική γλώσσα λειτουργικά βιβλία και ανέπτυξε πλούσια κοινωνική δράση. Σήµερα υπάρχει έντονη αναγεννητική προσπάθεια στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, η οποία οφείλεται στις προσπάθειες του Αναστασίου, ο οποίος έχει αγκαλιάσει όλους τους Ορθόδοξους: Ελληνες, βλαχόφωνους, Σλάβους και Αλβανούς, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισµούς. Πολλές φορές όµως αναγκάστηκε να καταγγείλει δηµοσίως το καθεστώς Ράµα ότι µεθοδεύει την αρπαγή των εκκλησιαστικών εκτάσεων στη Χειµάρρα και τους Αγ. Σαράντα, όπου εκεί ένα παραθαλάσσιο «φιλέτο» 1.200 στρεµµάτων έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών.

Το 2021 αποκαλύφθηκε ότι «εκλεκτοί του Ράµα» ορέγονται ιδιοκτησίες ορθόδοξων µοναστηριών, όπως του Αγίου Γεωργίου στη χερσόνησο των Εξαµιλίων (απέναντι από την Κέρκυρα), της Κοιµήσεως Θεοτόκου στην Κακοµιά και των Αγίων Θεοδώρων στους ∆ρυµάδες. Αντίστοιχα προβλήµατα διαδοχής αντιµετώπισε το 2012 το Πατριαρχείο Αντιοχείας όταν εκοιµήθη ξαφνικά, συνεπεία εγκεφαλικού επεισοδίου, ο Πατριάρχης Ιγνάτιος ∆', δεσπόζουσα µορφή της Ορθοδοξίας, δεινός διάκονος του Ιερού Λόγου και ισορροπιστής που κρατούσε «ζωντανές» όλες τις ορθόδοξες κοινότητες στη Μέση Ανατολή. Η απώλειά του, έπειτα από 33 χρόνια θητείας, προκάλεσε συναγερµό στην ίδια τη Συρία, η οποία ήθελε να έχει λόγο στην εκλογή του διαδόχου του, στον γειτονικό Λίβανο, στο Ισραήλ και τη Ρωσία. Τελικώς εξελέγη Πατριάρχης ο Ιωάννης Ι', χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι δεν είχε συµπληρώσει 5 χρόνια ως µέλος της Ιεράς Συνόδου, όπως προβλέπει σχετικός κανόνας του Πατριαρχείου.

Τόσο ο µακαριστός Ιγνάτιος ∆' όσο και ο Ιωάννης Ι' ήταν Σύροι υπέρ του Ασαντ, ο οποίος πλέον έχει διαφύγει στο εξωτερικό, µε αποτέλεσµα οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και οι περιουσίες τους να τίθενται εν αµφιβόλω.

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή