Η πληθωρική παρουσία του Ντόναλντ Τραµπ στον Λευκό Οίκο φέρνει νέα δεδοµένα και ξαναµοιράζει την τράπουλα στον πλανήτη. Ως άριστος στο επιχειρείν, ο µεγιστάνας «χτυπά» παντού και ταυτόχρονα, µε τις συχνά πολεµικές πολιτικές του, που συνοψίζονται στο δόγµα «America First», να δίνουν ένα άλλο νόηµα στην αµερικανική ηγεσία, που πρώτιστα για τον πρόεδρο των ΗΠΑ έχει οικονοµικό περιεχόµενο.

Έτσι, µετά τα πρωτόφαντα γεγονότα της προηγούµενης εβδοµάδας και αυτό που εν πολλοίς θεωρήθηκε ως bullying στον Βολοντίµιρ Ζελένσκι, βγαλµένο από τη σχολή του ρεαλισµού στις διεθνείς σχέσεις και ερειδόµενου στις πολιτικές της ισχύος, το Κίεβο έστειλε µήνυµα πως είναι έτοιµο για ειρήνη και ο Ουκρανός πρόεδρος απέστειλε επιστολή µεταµέλειας στον Ντόναλντ Τραµπ ενόψει της πρώτης του οµιλίας στο Κογκρέσο. Επίδικο το deal για τις σπάνιες γαίες και τα ορυκτά, µε τις ΗΠΑ να επιχειρούν να «µατσάρουν» την κινεζική πρωτοκαθεδρία και να χρησιµοποιούν ως µοχλό πίεσης το «πάγωµα» της στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία.

Την ίδια ώρα, από την Ουάσινγκτον ο Τραµπ εξήγγειλε ενώπιον του νοµοθετικού σώµατος την επιθυµία Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας να συνεργαστούν και να επενδύσουν «τρισεκατοµµύρια» για τον αγωγό υγροποιηµένου φυσικού αερίου µήκους 800 µιλίων στην Αλάσκα, ένα γιγαντιαίο project, µε έµφαση στην Ασία και στόχο την κάλυψη από τις ΗΠΑ της τεράστιας ζήτησης που υφίσταται. Αλλωστε, Κίνα, Ιαπωνία και Νότια Κορέα αποτελούν τους τρεις µεγαλύτερους εισαγωγείς LNG στον πλανήτη, ενώ δεν είναι τυχαίο πως ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Σιγκέρου Ισίµπα, ήταν ο δεύτερος ηγέτης που επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο µετά την ορκωµοσία Τραµπ, στις 7 Φεβρουαρίου (λίγες ηµέρες µετά τον Μπενιαµίν Νετανιάχου).

Παράλληλα, σε άλλη µια λογική περιορισµού της κινεζικής επιρροής από τις ΗΠΑ, αυτήν τη φορά στη γεωπολιτική αυλή τους, η αµερικανική Blackrock ηγήθηκε consortium και αγόρασε δύο λιµάνια στη ∆ιώρυγα του Παναµά από τη C.K. Hutchison, µια εταιρεία µε έδρα το Hong Kong, σε ένα deal αξίας 22,8 δισ. δολαρίων, που έκλεισε την Τρίτη. 

Τα deals Τραµπ-Πούτιν

Ακόµα, πάντως, και αν ο Παναµάς πόρρω απέχει από την Ευρασία, πρόκειται για το κυρίαρχο «θέατρο οικονοµικών επιχειρήσεων» και σε αυτό καταλήγει κάθε κίνηση από τον Λευκό Οίκο. Τα deals Τραµπ-Πούτιν, δε, και ο πιθανός τερµατισµός του πολέµου στην Ουκρανία επαναφέρουν µε κάθε επισηµότητα τη Μόσχα στο ενεργειακό παιχνίδι, µε τις ΗΠΑ σε ρόλο είτε απευθείας ωφελουµένου είτε µεσολαβητή. Οι αµερικανικές επιχειρήσεις φαίνεται πως ήδη κινούνται µε γοργά βήµατα, προκειµένου να συµµετέχουν σε συµπράξεις µε ρωσικές εταιρείες, για την αξιοποίηση των σπάνιων γαιών εντός Ρωσίας, σε συνδυασµό µε τις ανεξερεύνητες ευκαιρίες στην Αρκτική.

Το ίδιο, όµως, συµβαίνει και µε τον Nord Stream 2: ∆ηµοσιεύµατα της «Bild» και των «Financial Times» ανέφεραν πως εδώ και εβδοµάδες υπάρχουν συνοµιλίες ΗΠΑ και Ρωσίας στην Ελβετία, έδρα της -υπό πτώχευση, λόγω των εξελίξεων στο Ουκρανικό- εταιρείας που διαχειρίζεται τον αγωγό. Ανθρωποι-κλειδιά είναι ο Ρίτσαρντ Γκρενέλ, πρώην επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Γερµανία, µεταξύ άλλων, αλλά και ο πρώην διευθύνων σύµβουλος της εταιρείας διαχείρισης του αγωγού για λογαριασµό της Gazprom και πρώην αξιωµατικός της Stasi, Matthias Warnig. Το ενδιαφέρον αµερικανικών επιχειρήσεων για µεσολάβηση στην επισκευή και την προµήθεια αερίου στην Ευρώπη, µε κατάληξη τη Γερµανία, µπορεί να ανατρέψει όλα τα δεδοµένα στον ενεργειακό σχεδιασµό της «γηραιάς ηπείρου» και πάλι, την ώρα που το Βερολίνο δηλώνει πως δεν έχει καµία εµπλοκή σε οποιαδήποτε διεργασία.


Ανησυχία στην Ευρώπη

Οι παραπάνω εξελίξεις και η προσέγγιση µε τη Μόσχα, σε συνδυασµό µε την αποδοχή των στρατηγικών προτεραιοτήτων από την Ουάσινγκτον, έχουν κάνει τις «καµπάνες» να ηχούν για τα καλά στην Ευρώπη. Η αλλαγή, δε, προτεραιοτήτων για τις ΗΠΑ και µια ενδεχόµενη µείωση της «οµπρέλας προστασίας» πάνω από τη «γηραιά ήπειρο» ενισχύουν τις φωνές για αυτονόµηση της ευρωπαϊκής άµυνας, σε επίπεδο είτε Ε.Ε. είτε µεµονωµένων κρατών.

Βρετανία και Γαλλία, ούσες άλλωστε πυρηνικές δυνάµεις, µολονότι στρατιωτικά σε καµία περίπτωση δεν αποτελούν αντίβαρο στη ρωσική πολεµική µηχανή (σ.σ.: είχε γίνει εκτενής αναφορά στα «Π» τον περασµένο Νοέµβριο σε σχέση µε τους αριθµούς: περί τους 200.000 στρατιώτες έχει η Γαλλία, στους 150.000 είναι η Βρετανία, ενώ η Ρωσία µετρά 1,5 εκατ. στρατιώτες), δείχνουν έτοιµες να αναλάβουν πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ειρηνευτικής δύναµης στην Ουκρανία, ενώ και η Κοµισιόν παρουσιάζει το σχέδιο για τον επανεξοπλισµό της Ευρώπης, καλώντας τα κράτη-µέλη να επενδύσουν 800 δισ. στην άµυνα.

Την τάση αυτή δείχνει πως θέλει να ακολουθήσει και η Γερµανία, µε τον Φρίντριχ Μερτς να συνεχίζει στην οδό του Zeitenwende (σ.σ.: αλλαγή των καιρών), που εξήγγειλε ο Ολαφ Σολτς στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Το Βερολίνο έχει διττό στόχο: αφενός να τεθεί κάτω από την πυρηνική οµπρέλα του Παρισιού και του Λονδίνου, κάνοντας µια νέα, ιδιότυπη Αντάντ, αφετέρου να χρησιµοποιήσει την αµυντική βιοµηχανία ως εργαλείο οικονοµικής ανάπτυξης. Αυτήν την τάση καταγράφει και σχετικό άρθρο του Reuters, που αναφέρει τη µετατόπιση εργαζοµένων και την αναδιάταξη µονάδων από την αυτοκινητοβιοµηχανία, που αντιµετωπίζει σοβαρές δυσκολίες και φαίνεται να µην µπορεί πλέον να διατηρήσει ως έχει το παραδοσιακό εξαγωγικό µοντέλο της γερµανικής οικονοµίας, ιδίως σε συνθήκες εµπορικού πολέµου που κηρύσσουν, µε στόχο την εξισορρόπηση του εµπορικού τους ισοζυγίου, οι Ηνωµένες Πολιτείες.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά