Η διακυβέρνηση από αντισυστηµικές πολιτικές δυνάµεις βλάπτει σοβαρά την οικονοµική ανάπτυξη, ευνοεί την αποδυνάµωση των θεσµών του κράτους δικαίου και υποσκάπτει τη δηµοκρατική λειτουργία. Αυτό είναι το αποτέλεσµα της έρευνας του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ), µετά την ανάλυση δεδοµένων για την πορεία των αντισυστηµικών κοµµάτων από το 2000 µέχρι σήµερα. Η έρευνα αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον τόσο γιατί στην Ευρώπη τον τελευταίο χρόνο στις εθνικές εκλογές ο ένας στους πέντε πολίτες ψήφισε κυρίως ακροδεξιά, αντισυστηµικά κόµµατα όσο και γιατί η επιλογή αυτή συνδέεται µε την αναζήτηση εναλλακτικών κυβερνητικών λύσεων στα εντεινόµενα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα.

Το μεγάλο οικονομικό κόστος από λαϊκιστικές κυβερνήσεις

Ας δούµε όµως τα αποτελέσµατα της έρευνας σε τρεις κρίσιµους τοµείς, αρχής γενοµένης από την οικονοµία. Οπως επισηµαίνεται στη µελέτη, «στον τοµέα της οικονοµίας τα λαϊκιστικά κόµµατα δίνουν έµφαση σε βραχυπρόθεσµα µέτρα και "εύκολες λύσεις", που παρέχουν στους πολίτες αυτό που επιθυµούν, ανεξάρτητα από τη µακροπρόθεσµη βιωσιµότητα των πολιτικών αυτών».

Σύµφωνα µε µελέτη (Funke et al., 2022), το οικονοµικό κόστος της διακυβέρνησης από λαϊκιστές είναι µεγάλο, το οποίο ποσοτικοποιείται ως αρνητική διαφορά 10 ποσοστιαίων µονάδων στην αύξηση του ΑΕΠ σε σύγκριση µε το ΑΕΠ που θα µπορούσε να επιτευχθεί υπό µη λαϊκιστικές κυβερνήσεις. Οµως υπάρχουν και άλλες επιπτώσεις, που εντοπίζονται τόσο στα προγράµµατα των λαϊκιστικών κοµµάτων όσο και στις εµπειρίες διακυβέρνησης από αυτά.

Αποδυνάµωση των θεσµών και της οικονοµίας δείχνει η έρευνα του ΚΕΦΙΜ
Εκλογική απήχηση αριστερών και δεξιών αντισυστηµικών κοµµάτων (µέσος σταθµισµένος όρος σε εθνικές εκλογές στην Ευρώπη)

Το καθεστώς των δασµών

Ο περιορισµός της οικονοµικής ελευθερίας, η αύξηση του προστατευτισµού και ο πειρασµός για επιστροφή στο καθεστώς των δασµών είναι αλληλένδετα µε την έντονη κρατική παρέµβαση στην οικονοµία. Ο κύκλος αυτός δεν κλείνει παρά το ότι ήδη αρκετά καθεστώτα στην καρδιά της Ευρώπης τον εφαρµόζουν (Ουγγαρία, Σλοβακία), µε ορατές τις αρνητικές συνέπειες από τις επιλεγµένες πολιτικές. ∆ύο παράγοντες επιτείνουν τα ερωτήµατα για το πού θα καταλήξουν αυτές οι πολιτικές. Ο ένας έχει να κάνει µε την έλευση του Ντόναλντ Τραµπ στον Λευκό Οίκο και την πολιτική των δασµών που ήδη έχει αρχίζει να εφαρµόζει, µε αποτέλεσµα να εµφανίζονται δασµοί από τους θιγόµενους ως αντίποινα. Ο δεύτερος παράγοντας είναι πως παρά τις αρνητικές συνέπειες των αντισυστηµικών πρακτικών, ιδιαίτερα στην Ε.Ε., κόµµατα όπως το AfD στη Γερµανία ή το Κόµµα της Ελευθερίας στην Αυστρία -για να µην αναφερθούµε στο κόµµα της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία- γνωρίζουν σηµαντική άνοδο, µε ανάλογα προγράµµατα πολλών υποσχέσεων και εύκολων λύσεων.


Οι περιπτώσεις Ουγγαρίας - Πολωνίας

Σε ό,τι αφορά το κρίσιµο θέµα των δηµοκρατικών θεσµών, η έρευνα επισηµαίνει πως «οι αντισυστηµικές κυβερνήσεις µπορούν πολύ γρήγορα να υπονοµεύσουν το κράτος δικαίου σε χώρες όπου αυτό ήταν ήδη αδύναµο, µε την επιδείνωση να επιτείνεται κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους. Αντίθετα, σε χώρες µε ισχυρό κράτος δικαίου η υπονόµευση είναι πιο αργή λόγω της ύπαρξης θεσµικών εµποδίων. Οι αντισυστηµικές κυβερνήσεις περιορίζουν τους ελεγκτικούς µηχανισµούς της ∆ικαιοσύνης και επηρεάζουν αρνητικά τις ελεύθερες εκλογές και την ελευθερία του Τύπου». Case study χώρας µε ανάλογη συµπεριφορά είναι η Ουγγαρία του Βίκτορ Ορµπαν, αλλά και η Πολωνία µέχρι το 2023, οπότε ανέλαβε τα ηνία της χώρας ο Ντόναλντ Τουσκ, αναδεικνύοντας το πρόβληµα και επιβεβαιώνοντας την πρακτική της προηγούµενης κυβέρνησης. Ανάλογη εικόνα εµφανίζει η εµπειρική ανάλυση 19 χωρών της Λατινικής Αµερικής, που δοκίµασαν τις συνέπειες της «αντισυστηµικής» διακυβέρνησης. Εκτός από τους περιορισµούς στους θεσµούς, τη ∆ικαιοσύνη, την ελευθερία του Τύπου, µια άλλη διαπίστωση ήταν η διάψευση των υποσχέσεων για αυξηµένη συµµετοχή των πολιτικών «από τα κάτω» στα κοινά. Ιδιαίτερη σηµασία -και για τη χώρα µας- έχει ακόµη ένα εύρηµα της µελέτης του ΚΕΦΙΜ, ότι οι χώρες µε ισχυρή παράδοση κράτους δικαίου και θεσµικών αντίβαρων στέκουν εµπόδιο στις βλέψεις των λαϊκιστικών δυνάµεων στη διαχείριση της εξουσίας. Αντίθετα, το κράτος δικαίου είναι ευκολότερο να υπονοµευθεί σε χώρες όπου οι θεσµοί εξασθενούν.

Το παράδειγμα της διαχείρισης της πανδημίας

Η τρίτη ενδιαφέρουσα παράµετρος στην έρευνα του ΚΕΦΙΜ έχει να κάνει µε το πώς οι δυνάµεις αυτές διαχειρίστηκαν την κρίση της πανδηµίας της COVID-19. Το ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας στο θέµα αυτό είναι πως το αρνητικό αποτέλεσµα των αντιεµβολιαστικών κηρυγµάτων είναι... µετρήσιµο. Σύµφωνα µε µελέτη των Bayerlein et al. (2021) στο «Journal of Political Institutions and Political Economy», «η υπερβάλλουσα θνησιµότητα σε χώρες µε λαϊκιστικές κυβερνήσεις ήταν κατά 10 ποσοστιαίες µονάδες υψηλότερη από τις χώρες µε µη λαϊκιστικές κυβερνήσεις. Η υποτίµηση της σοβαρότητας της κατάστασης, η αµφισβήτηση της συµβολής της επιστήµης στη διαχείριση της κρίσης, η χαλαρότητα των µέτρων προφύλαξης ήταν ο κοινός παρονοµαστής των αντισυστηµικών αυτών δυνάµεων, που διαχειρίστηκαν τις τύχες των πολιτών στις χώρες τους».

Συµπερασµατικά, το πρόβληµα µε τις δυνάµεις του λαϊκισµού είναι πως το χάσµα ανάµεσα σε αυτά που υπόσχονται και αυτά που στην πραγµατικότητα εφαρµόζουν είναι µεγάλο. Παράλληλα, οι βασικές τους επιλογές στην οικονοµία υπονοµεύουν την ανάπτυξη, υποθάλπουν την ύφεση και διαψεύδουν τις προσδοκίες των πολιτών. Ακόµα χειρότερα είναι τα πράγµατα όταν ξεσπούν κρίσεις, τη διαχείριση των οποίων αναλαµβάνουν αντισυστηµικές δυνάµεις, µε δραµατικά αποτελέσµατα. Γι’ αυτό και οι προγραµµατικές δεσµεύσεις και υποσχέσεις από τις δυνάµεις αυτές θέλουν δεύτερη ανάγνωση, πριν γίνουν η αιτία να επιλεγούν για τη διακυβέρνηση της χώρας. Τότε, είναι αργά.

Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή