Η νέα ελληνική κουζίνα κερδίζει τους Γερμανούς πολίτες
Νέοι άνθρωποι επιχειρούν να αναδείξουν την ελληνική κουζίνα
Η Γερμανία, παρά την ένταση στις σχέσεις της με την Ελλάδα, εξακολουθεί τα τελευταία χρόνια να είναι ένας σημαντικότατος εμπορικός εταίρος της χώρας. Το 2015 η Γερμανία κατέλαβε τη δεύτερη θέση μετά την Ιταλία όσον αφορά τις εξαγωγές.
Οι εξαγωγές τροφίμων και ποτών κινήθηκαν πέρυσι στο 35,8% έναντι 38,5% το 2014. Το ένα τρίτο δηλαδή των εξαγωγών προς Γερμανία είναι τρόφιμα και ποτά και κύριοι «πρέσβεις» αυτών των προϊόντων είναι τα ελληνικά εστιατόρια. Και παρόλο που στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το σταμναγκάθι, η φάβα και η σαλάτα με φακές, σερβιρισμένες σε ένα καλαίσθητο περιβάλλον, τείνει να γίνει ο κανόνας, στη Γερμανία τα ελληνικά εστιατόρια με την γαλανόλευκη και τα αγάλματα με το Δία και την Αφροδίτη να φιγουράρουν στις γωνιές εξακολουθούν να είναι η πλειονότητα.
Τα τελευταία χρόνια κάτι αλλάζει
Τζατζίκι, γύρος, μπίφτεκι και φθηνό κρασί είναι αυτό που εδώ και χρόνια ταυτίζουν οι Γερμανοί με την ελληνική κουζίνα ως αποτέλεσμα ενός κακού μάρκετινγκ που βασίστηκε στην ανάγκη για χρήματα, την έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων και την κουτουπονηριά που λέει «έλα μωρέ αυτοί δεν ξέρουν, θα φάνε ό,τι τους δώσουμε». Και η αλήθεια είναι ότι αυτοί έφαγαν ό,τι τους έδωσαν και έμαθαν πως αυτό είναι «Ελλάδα».
Τα τελευταία χρόνια όμως κάτι αλλάζει. Νέοι άνθρωποι που ήρθαν στη Γερμανία εξαιτίας της κρίσης ή που γεννήθηκαν στη χώρα αλλά ήθελαν να παρουσιάσουν κάτι διαφορετικό, επιχειρούν να αναδείξουν την ελληνική κουζίνα. Όπως για παράδειγμα ο 26χρονος Αλέξανδρος Τζίμας, ο οποίος τόλμησε να ανοίξει ένα εστιατόριο στη βιομηχανική περιοχή του Ντίσελντορφ.
«Η ιδέα ήταν να παρουσιάσω κάτι διαφορετικό, να παρουσιάσω την ελληνική κουζίνα όπως είναι σήμερα στην Ελλάδα. Αυτό που θα φας εκεί σε ένα καλό εστιατόριο, ήθελα να το προσφέρω εγώ εδώ. Αυτή ήταν η βασική ιδέα και γι' αυτό έγινε αυτός ο χώρος».
Εκλεκτά προϊόντα από όλες τις γωνιές της Ελλάδας
Παρόμοια ήταν και τα κίνητρα των δύο φίλων από τα Φάρσαλα, του Στέλιου Τζιάμα και του Μιχάλη Γιαντζίδη, οι οποίοι αποφάσισαν πριν από ενάμισυ χρόνο να έρθουν στη Γερμανία και να ανοίξουν ένα μαγαζί με εκλεκτά ελληνικά προϊόντα. Διαθέτουν γύρω στα πεντακόσια είδη από όλη σχεδόν την Ελλάδα, με έμφαση στη Θεσσαλία, τον τόπο καταγωγής τους.
«Έχουμε πολύ καλό ελαιόλαδο, πολύ καλό μέλι, αλλαντικά χωρίς συντηρητικά, χωρίς γλουτένη. Τα κρασιά μας είναι τα περισσότερα ΠΟΠ και βιολογικά, σπάνιες ποικιλίες. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα κρασί στο μαγαζί μας, το Μεσενικόλα, το οποίο δεν το ξέρει κανείς εδώ στη Γερμανία. Αυτό το κρασί παράγεται στη λίμνη Πλαστήρα και είναι ΠΟΠ».
Μιλούν με χαρά για την ποιότητα και την ποικιλία των προϊόντων τους. Οι πελάτες τους είναι κυρίως Γερμανοί και Ιάπωνες, αλλά και Γάλλοι. Έλληνες λιγότερο. Προμηθεύονται ακόμα και από πολύ μικρές μονάδες που βρίσκονται σε απομακρυσμένα χωριά. Όπως για παράδειγμα το γλυκό του κουταλιού από τζίντζερ και λεβάντα που παρασκευάζει μια οικοτεχνία στη Θεσσαλία.
«Στην αρχή έκλειναν τον κατάλογο όταν δεν έβρισκαν γύρο…»
Εκλεκτά είναι και τα πιάτα στο εστιατόριο "Εστία" του Αλέξανδρου Τζίμα, ο οποίος γεννήθηκε στο Ντίσελντορφ, μεγάλωσε στη Θεσαλονίκη και με το απολυτήριο της Ελληνογερμανικής Σχολής επέστρεψε για να σπουδάσει διοίηκηση επιχειρήσεων. Δεν θέλησε να αναλάβει το πραγματικά επιτυχυμένο και ξεχωριστό εστιατόριο του πατέρα του αλλά θέλησε να βάλει τη δική του σφραγίδα.
Γραβιέρα Κρήτης με χαρουπάλευρο και μαρμελάδα από ντοματίνια, φέτα με σουσάμι και μέλι, κριθαρώτο με γαρίδες ελευθέρας βοσκής, καλαμάρια με σπανάκι και μια απλή μοναστηριακή ψαρόσουπα όπως την φτιάχνουν οι μοναχοί στην Ελλάδα, είναι μόνο κάποια από τα πιάτα που ξεχωρίζουν. Παρασκευασμένα με καλές πρώτες ύλες και παρουσιασμένα με λεπτότητα, δημιουργούν μια εικόνα που τιμά την ελληνική κουζίνα. Ωστόσο η εικόνα που τόσα χρόνια έχει παγειωθεί στη Γερμανία δεν είναι εύκολο να αλλάξει:
«Στην αρχή είναι αλήθεια ότι έμπαιναν πελάτες μέσα, όταν το μαγαζί δεν ήταν γνωστό, άνοιγαν τον κατάλογο, διάβαζαν, δεν έβρισκαν το γύρο, το σουβλάκι, το μπιφτέκι, τον έκλειναν ευγενικά και έφευγαν. Στην αρχή το έζησα αρκετά συχνά και με στεναχωρούσε. Τώρα στην πορεία δεν γίνεται συχνά γιατί το μαγαζί έχει εδραιωθεί και πλέον γνωρίζουν ότι δεν θα βρουν αυτό το φαγητό εδώ και δεν θα έρθουν. Οι περισσότεροι πλέον το επικροτούν και τους αρέσει».
Οι τρεις επιχειρηματίες δεν δίνουν σημασία μόνο στα προϊόντα αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο. Μια ελιά και ένας λιτός σχεδιασμός χαρακτηρίζουν το εκλεκτό παντοπωλείο του Στέλιου Τζιάμα και του Μιχάλη Γιαντζίδη. Το πάντρεμα του βιομηχανικού ντιζάιν με την ελληνική ταβέρνα και τα μεγάλα παράθυρα που προσφέρουν άπλετο φως είναι οι επιλογές του Αλέξανδρου Τζίμα.
Παρόμοια μαγαζιά έχουν δημιουργηθεί αρκετά το τελευταίο διάστημα στη Γερμανία. Και εάν είχαν μπει οι σωστές βάσεις από την αρχή «θα μέναμε όλοι στην Ελλάδα και δεν θα προλαβαίναμε να παράγουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες», όπως υποστηρίζει ο Στέλιος Τζιάμας από την «Αμβροσία των θεών».
Πηγή: dw