Αυτός ο παγωμένος Ιανουάριος μπορεί να είναι κρίσιμος για τα οικονομικά της χώρας, αλλά είναι μήνας «καυτός» για τη διπλωματία μας, που καλείται να πάρει μέρος στη μεγάλη πολιτική μάχη που ξεκίνησε στο Κυπριακό και θα κορυφωθεί την επόμενη εβδομάδα, στη Γενεύη.

Δεν είναι, βεβαίως, η πρώτη φορά που η υπόθεση της Κύπρου μπαίνει σε μια κρίσιμη φάση, αλλά, σήμερα, από το σύνολο των διπλωματικών κινήσεων σε όλες τις ενδιαφερόμενες για λύση πρωτεύουσες και από μια σειρά δεδομένων στο πεδίο των διακοινοτικών συνομιλιών, το κλίμα ομοιάζει με εκείνο του 2004, τότε που μια λύση ήταν πάλι «προ των πυλών», στην Ελβετία. Εκείνη τη χρονιά, ένα έτοιμο σχέδιο «ομοσπονδιακής» λύσης απορρίφθηκε με δημοψήφισμα από το 76% των Ελληνοκυπρίων. Το ερώτημα, σήμερα, είναι αν το 2017 θα αποδειχθεί έτος λύσης του Κυπριακού ή αν σε λίγες ημέρες οι συνομιλίες στην επικείμενη πολυμερή διάσκεψη «κορυφής» στη Γενεύη θα οδηγηθούν σε ένα διπλωματικό «ναυάγιο».

«ΑΣΤΑΘΗΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ»

Η υπόθεση εξελίσσεται ήδη σε ένα κλίμα που δεν είναι καθόλου αισιόδοξο για τη συνέχεια, παρά το γεγονός ότι είναι εργώδεις οι προσπάθειες του διεθνούς παράγοντος για τη διάνοιξη διπλωματικών οδών προς μια λύση. Το ζήτημα είναι ότι στο παρόν πολιτικό σκηνικό της υπόθεσης πέφτει βαριά η σκιά του Ταγίπ Ερντογάν. Ο «απρόβλεπτος» και «ασταθής σύμμαχος» των Δυτικών, πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, παίζει και στο Κυπριακό ένα δυνατό παιχνίδι, με στόχο τη διασφάλιση μεγάλων στρατηγικών κερδών, δίνοντας τα μικρότερα δυνατά -ή και μηδαμινά «ανταλλάγματα» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Ο στόχος του είναι εντελώς διαφορετικός από εκείνον των συνομιλητών του: Αν οι Ελληνοκύπριοι, η Αθήνα και οι διεθνείς διαμεσολαβητές θεωρούν ότι στόχος είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου ομοσπονδιακού κράτους, με όλα τα στοιχεία ενός ανεξάρτητου κράτους-μέλους της Ε.Ε., η Τουρκία κυνηγάει μια λύση με πρώτιστο στόχο τη διατήρηση του στρατιωτικού προγεφυρώματός της, καθώς και το δικαίωμά της να εγγυάται το νέο κράτος στην Κύπρο. Ετσι, η εθνική στρατηγική των Τούρκων δεν «χωράει» μια Κύπρο που δεν θα βρίσκεται υπό την κηδεμονία της Αγκυρας.

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΘΕΣΗ

Η θέση αυτή της Αγκυρας, που αποτελεί διαχρονική προέκταση της πολιτικής αντίληψης του Μπουλέντ Ετσεβίτ (ότι το Κυπριακό λύθηκε με τον «Αττίλα» το 1974), έχει εξαρχής υπονομεύσει τις πολιτικές διαπραγματεύσεις Αναστασιάδη και Ακιντζί, που επί μήνες διεξάγονται, υπό την εποπτεία και με τη στήριξη του γ.γ. του ΟΗΕ. Παρά το γεγονός, όμως, ότι η τουρκική θέση ήταν γνωστή, αν και οι πιο έμπειροι Ελληνες και ξένοι διπλωμάτες εκτιμούσαν ότι η Τουρκία δεν θα δεχόταν να χάσει το στρατιωτικό «πλεονέκτημά» της στην Κύπρο στον βωμό μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, η Λευκωσία με τη «συμπαράσταση» της Αθήνας διεξήγαγε διαπραγματεύσεις.

Για τρεις λόγους:

1) Διότι κρίθηκε ότι η παγίωση της διχοτόμησης, με προοπτική προσάρτησης του κυπριακού βορρά στα τουρκικά εδάφη, δεν είναι καταρχήν προς το συμφέρον των Ελληνοκυπρίων.

2) Διότι, αν η Λευκωσία είχε αρνηθεί τις διαπραγματεύσεις, θα δεχόταν τις έντονες επικρίσεις και κατηγορίες για αδιαλλαξία από τον «ξένο παράγοντα».

3) Διότι θεωρητικά υπήρχε η ελπίδα ότι η Αγκυρα, σταθμίζοντας ίσως κάποιες νέες πραγματικότητες, γεωπολιτικές και ενεργειακές, στην Αν. Μεσόγειο, θα εγκατέλειπε τελικά τη θέση της για μόνιμη στρατιωτική παρουσία στο νέο ομοσπονδιακό κράτος.

Αυτό το τελευταίο δεν συνέβη -έως τώρα, τουλάχιστον-, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει με «ναυάγιο» η κρίσιμη διαπραγμάτευση στη Γενεύη, όπου οι συνομιλίες θα διεξαχθούν στις 9-11 του μήνα, με την πολυμερή διάσκεψη να έχει προγραμματιστεί για την επόμενη ημέρα, στις 12 Ιανουαρίου.
Εκεί θα προσέλθει, όπως έχει δηλώσει, προσωπικά ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, ενώ ο Νίκος Αναστασιάδης έχει ανακοινώσει ότι θα παραστεί στη διάσκεψη ως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, του μόνου και διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους στην Κύπρο, και όχι ως αρχηγός κοινότητας.

Η τουρκοκυπριακή πλευρά, που καθοδηγείται από την Αγκυρα, θέλει να είναι «ανοικτά» όλα τα θέματα στη Γενεύη, ώστε την 12η Ιανουαρίου να υπάρχουν περιθώρια για «ανταλλαγές» και «παζάρια». Από την πλευρά του, ο κ. Αναστασιάδης δηλώνει ότι κατά το τριήμερο 9-11 του μήνα θα συζητηθούν όλες οι πτυχές του Κυπριακού, εδαφικό, περιουσιακό, διακυβέρνηση, και μόνον αφού κατατεθούν χάρτες του εδαφικού θα περάσουν σε συζήτηση για τα θέματα της ασφάλειας (στρατεύματα) και των εγγυήσεων.