Ονόματα από «ατόφιο» χρυσάφι
Η Apple, η Google και οι άλλοι ηγέτες της τεχνολογίας κυριαρχούν ανάμεσα στα πολυτιμότερα brands του κόσμου. Μεγάλες ανακατατάξεις στη μόδα, όπου Burberry, Prada και Ralph Lauren πέφτουν στα μάτια των καταναλωτών
Τον τίτλο του πολυτιμότερου brand στον κόσμο κέρδισε η Apple, για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά. Καθώς η εταιρεία γιορτάζει φέτος τα 10 χρόνια από την κυκλοφορία του iPhone, δηλαδή του πρώτου σε πωλήσεις προϊόντος στην ιστορία του καταναλωτισμού, η συμβουλευτική εταιρεία Interbrand υπολογίζει ότι μόνο το όνομα της Apple αξίζει 184,2 δισ. δολάρια.
Στο πλαίσιο της έρευνας Best Global Brands 2017, η Interbrand μέτρησε την αξία των δημοφιλέστερων brands του κόσμου συνυπολογίζοντας τις οικονομικές τους επιδόσεις, την επιρροή τους πάνω στις επιλογές των καταναλωτών και την ικανότητά τους να πουλούν τα προϊόντα τους σε premium. Με βάση τα κριτήρια αυτά, η Google κέρδισε τη δεύτερη θέση ανάμεσα στα πολυτιμότερα brands του κόσμου, για τέταρτη χρονιά στη σειρά, αφού το όνομά της υπολογίζεται ότι αξίζει 141,7 δισ. δολάρια. Και η Microsoft «έκλεψε» την τρίτη θέση από την Coca Cola, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την εκπροσώπηση του τεχνολογικού κλάδου.
Εμπειρία
«Τα μισά από τα 10 κορυφαία brands στη φετινή μας λίστα προέρχονται από τον τεχνολογικό κλάδο. Αυτές οι εταιρείες έχουν καταφέρει να δημιουργούν εμπειρίες μέσω της τεχνολογίας, οι οποίες ενισχύουν την αξία του ίδιου του brand. Γι’ αυτά τα 10 brands, τίποτα δεν δημιουργείται απλά για να δημιουργηθεί. Οι νέες καινοτομίες ενσωματώνονται άψογα μέσα σε ένα οικοσύστημα από άλλες εμπειρίες, οι οποίες περιστρέφονται πάντα γύρω από το ίδιο το brand» εξηγεί ο CEO της Interbrand, Τζεζ Φράμπτον. Το Facebook και ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνεται αθόρυβα σε κάθε στιγμή της καθημερινότητας εκείνων που το χρησιμοποιούν, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των όσων περιγράφει ο υπεύθυνος της έρευνας. Υστερα από αυτά, ίσως δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι το δημιούργημα του Μαρκ Ζάκερμπεργκ κατάφερε να αυξήσει την αξία του περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο brand τον τελευταίο χρόνο. Το όνομα του Facebook έγινε κατά 48% πολυτιμότερο, και με αξία 48 δισ. δολαρίων κατάφερε για πρώτη φορά να μπει στο Τop 10.
Brands με μεγάλη ιστορία, όπως αυτό της Ferrari, αλλά και σαφώς νεότερα ονόματα της ιντερνετικής εποχής, όπως το Netflix και το salesforce.com αποτελούν τις νέες εισόδους στη λίστα με τα 100 πολυτιμότερα brands του κόσμου. Και ενώ από τη λίστα με τις πιο περιζήτητες και ζηλευτές μάρκες δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα μεγάλα ονόματα της μόδας, τα στοιχεία της Interbrand επιβεβαιώνουν ότι η βιομηχανία της πολυτέλειας βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες ανακατατάξεις.
Η Louis Vuitton διατηρεί τον τίτλο του αδιαμφισβήτητου ηγέτη της μόδας, παραμένοντας στη 19 θέση ανάμεσα στα πολυτιμότερα brands του κόσμου. Μάλιστα, η αυτοκρατορία της πολυτέλειας, την οποία δημιούργησε ο Γάλλος δισεκατομμυριούχος Μπερνάρ Αρνό, είναι η μοναδική που εκπροσωπείται από τρία διαφορετικά brands στη λίστα της Interbrand, αφού πέραν της LVMH, παρουσία έχουν επίσης η Dior (στην 95η θέση) και η Moet & Chandon (στην 99η θέση).
Κουλτούρα
Ανάμεσα στα υπόλοιπα ονόματα της μόδας, η Hermes βρέθηκε δύο θέσεις υψηλότερα (στην 32η) και η Gucci ενισχύθηκε κατά μία θέση (στην 51η). «Η Louis Vuitton έχει ενσωματώσει το brand της στην κουλτούρα. Οταν κοιτάμε τη Louis Vuitton, την Gucci, τη Hermes, ποια είναι η μαγεία αυτών των brands; Οχι μόνο ότι έχουν ισχυρές λειτουργικές επιδόσεις, αλλά η σχέση που έχουν δημιουργήσει ανάμεσα στο brand τους και την κουλτούρα» εξηγεί η Ρεμπέκα Ρόμπινς, διευθύντρια της Interbrand.
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για άλλα μεγάλα ονόματα της μόδας, που τον τελευταίο χρόνο είδαν τα brands τους να βρίσκονται σε πτώση. Ο βρετανικός οίκος Burberry, για παράδειγμα, έχασε τρεις θέσεις και πλέον βρίσκεται στην 86η θέση της λίστας. Η Prada σημείωσε πτώση 13 θέσεων (και ήρθε 94η) και η Ralph Lauren εξαφανίστηκε εντελώς από την κατάταξη, καθώς φαίνεται ότι κάποια brands αδυνατούν να προσαρμοστούν στη νέα εποχή, όπου οι καταναλωτές κάνουν τις αγορές τους κυρίως στο Ιντερνετ και προτιμούν να ξοδεύουν τα χρήματά τους για να «αγοράσουν» εμπειρίες, παρά προϊόντα.