«Η απόσχιση από την Ισπανία είναι ακόμη δυνατή». Σε αυτήν τη λογική κινήθηκε η ρητορική των κομμάτων που τάσσονται υπέρ της αυτονόμησης της Καταλονίας κατά την προεκλογική εκστρατεία, ώστε να κερδίσουν τις αυριανές εκλογές. Εκλογές που αναμένεται να εξελιχθούν σε ντέρμπι με αμφίρροπο αποτέλεσμα, μεταξύ του ενωτικού Ciudadanos και του αυτονομιστικού Republican Esquerra, σύμφωνα τουλάχιστον με τις δημοσκοπήσεις. Χθες το βράδυ ολοκληρώθηκε η προεκλογική εκστρατεία και τα δύο κόμματα που τάσσονται ανοιχτά υπέρ της απόσχισης, το Junts per Catalunya του Πουτζδεμόν και το Republican Esquerra, επιχείρησαν, σύμφωνα με τον ισπανικό Τύπο, να πείσουν τους ψηφοφόρους για πράγματα τα οποία δεν ισχύουν.

Πρώτα απ’ όλα ότι οι φυλακισμένοι αυτονομιστές θα βγουν από τη φυλακή, κάτι που φυσικά δεν ισχύει, καθώς αυτό είναι μια απόφαση των δικαστηρίων και σε κάποιες περιπτώσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Το δεύτερο ψέμα, σύμφωνα με την «El Pais», είναι ότι ο πρώην πρόεδρος της Καταλονίας, Κάρλες Πουτζδεμόν, θα επιστρέψει από τις Βρυξέλλες σε περίπτωση που νικήσουν οι αυτονομιστές.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο Κάρλες Πουτζδεμόν πήγε από μόνος του στις Βρυξέλλες για να αποφύγει την ισπανική Δικαιοσύνη και οι κατηγορίες που του έχουν απαγγελθεί είναι σε ισχύ… Με το κλίμα στη Βαρκελώνη να είναι -φαινομενικά τουλάχιστον- πιο ήρεμο σε σχέση με τις ημέρες του παράτυπου δημοψηφίσματος, οι αυτονομιστές υπόσχονται επίσης άρση του Αρθρου 155, κάτι που θα πρέπει να αποφασίσει η κεντρική κυβέρνηση, ενώ προσπαθούν να διαβεβαιώσουν τους Καταλανούς ότι ο Ραχόι θα διαπραγματευτεί κάποιο είδος αυτονομίας, κάτι που το πρόσφατο παρελθόν έδειξε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί.

Πάντως, η Μαδρίτη προσπαθεί να ρίξει τους τόνους ώστε να επανέλθει η κανονικότητα στην Καταλονία, που έχει πληγεί σημαντικά, κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Ειδικοί εκτιμούν ότι η ζημιά θα ανέλθει σε τουλάχιστον 12 δισ. ευρώ, την ώρα που η μόνη κερδισμένη από την κρίση φαίνεται να είναι η Πορτογαλία -που προσελκύει τους τουρίστες που αποφεύγουν τη Βαρκελώνη.

*Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθερία του Τύπου», 20/12/2017