Γρίφος για την τουρκική διπλωματία η ρήξη με την Ουάσιγκτον
Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία αποτελούν δισεπίλυτο γρίφο για την ηγεσία της γειτονικής χώρας - Τα κυριότερα συμφέροντά της περνούν από την Ουάσιγκτον
Σε γρίφο για δυνατούς λύτες εξελίσσεται η στάση της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι σε ΝΑΤΟ και Ρωσία μετά και τη ρήξη που επήλθε στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με αφορμή την αγορά του συστήματος S-400 (δείτε εδώ). Ο Ταγίπ Ερντογάν βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στις δύο πλευρές σε μία προσπάθεια να εξισορροπήσει αντιμαχόμενα συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή προκειμένου να αναδείξει την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη και προστάτιδα του μουσουλμανικού κόσμου.
Στο επίκεντρο της τουρκικής διπλωματίας βρίσκεται η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων διαμέσου Ουάσινγκτον και Μόσχας. Η ηγεσία της γειτονικής χώρας αντιλαμβάνεται τον εαυτό της, στο πλαίσιο της προώθησης ενός νέου εθνικού αφηγήματος, ως ισότιμο συνομιλητή των δύο μεγάλων δυνάμεων και αυτοανακηρυχθέντα εκπρόσωπο των μουσουλμανικών συμφερόντων. Η τουρκική πλευρά προσπαθεί να κερδίσει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από τη ρήξη με την Ουάσιγκτον εξασφαλίζοντας ανταλλάγματα και από τις δύο πλευρές χωρίς, ωστόσο, να απομακρυνθεί από τους δυτικούς συμμάχους της. Το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με αναλυτές, είναι ότι η Άγκυρα θα επιδιώξει να κατεβάσει τους τόνους και να συγκεράσει συμφέροντα μετά τις έντονες αντιδράσεις της Ουάσιγκτον, εξηγώντας στους ΝΑΤΟϊκούς εταίρους της ότι η αγορά αντιαεροπορικού συστήματος μεγάλου βεληνεκούς δεν πλήττει τα συμφέροντά τους.
Η Άγκυρα θα αναζητήσει ένα "modus operandi" που θα της επιτρέψει να αγοράσει τους S-400 χωρίς να απομακρυνθεί από τη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία
Το “modus operandi” για τη σύζευξη συμφερόντων προσπάθησε να εξηγήσει ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, το απόγευμα της Τετάρτης σημειώνοντας ότι η Άγκυρα δεν απομακρύνεται από τη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία εξαιτίας της αγοράς των S-400 και προτείνοντας τη δημιουργία τεχνικής ομάδας εργασίας που θα διασφαλίσει ότι δεν θα δημιουργηθούν κίνδυνοι τόσο για τους αμερικανικούς F-35 όσο και για τα ΝΑΤΟϊκά συστήματα. Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, σε μία προσπάθεια να καθησυχάσει τον αμερικανικό παράγοντα, σημείωσε ότι οι δύο κυβερνήσεις θα εξηγήσουν στο αμερικανικό Κογκρέσο τους λόγους που οδήγησαν την Άγκυρα να αγοράσει τους S-400. Σε κάθε περίπτωση, η στόχευσή του, εξαιτίας και της αδιαλλαξίας της τουρκικής πλευράς, έπεσε στο κενό με την αμερικανική διπλωματία να εκφράζει τις αντιρρήσεις της για τη στροφή της τουρκικής πλευράς θέτοντας ζήτημα εσωτερικού κινδύνου στη συμμαχία.
Οι αντιδράσεις του αμερικανικού παράγοντα στη διαφαινόμενη στροφή της τουρκικής διπλωματίας είναι απόλυτα δικαιολογημένες καθώς η Άγκυρα επενδύει στις επαφές με τη ρωσική πλευρά για την εξυπηρέτηση συμφερόντων της. Οι Τούρκοι αποσκοπούν στην περαιτέρω εμβάθυνση των σχέσεων τους με τη Μόσχα τόσο σε ενεργειακό επίπεδο, με την κατασκευή του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Ακούγιου και του αγωγού TurkStream, αλλά και σε επίπεδο διμερούς συνεργασίας στο Συριακό. Εξάλλου, η Ρωσία αντιλαμβάνεται τη γειτονική χώρα ως ένα μέσο για την προώθηση των θέσεών της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο αλλά και ως δυνάμει σύμμαχό της στην προσπάθεια για μεθόδευση των εξελίξεων στο συριακό μέτωπο. Χαρακτηριστικό δείγμα της ανάπτυξης της διμερούς συνεργασίας αποτελεί και η τρίτη κατά σειρά συνάντηση για φέτος μεταξύ του Ταγίπ Ερντογάν και του Βλαντιμίρ Πούτιν, στις 8 Απριλίου.
Η ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΠΕΡΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ
Οι σχέσεις της Άγκυρας με τη Μόσχα απασχολούν την τουρκική διπλωματία που, όμως, αντιλαμβάνεται ότι τα καίρια συμφέροντά της περνούν από την Ουάσιγκτον. Οι απώλειες των μεγάλων αστικών κέντρων στις αυτοδιοικητικές εκλογές για το ΑKP (δείτε εδώ), ακόμη κι αν κερδίσει εν τέλει την Κωνσταντινούπολη, οφείλονται εν πολλοίς στην υποχώρηση της τουρκικής οικονομίας και, ως εκ τούτου, ο τούρκος πρόεδρος αναμένεται στο προσεχές διάστημα να δώσει περαιτέρω έμφαση στην ανάκαμψη της τουρκικής λίρας, τη μείωση των πληθωριστικών τάσεων αλλά και τον έλεγχο της διατίμησης του νομίσματός του.
Τα οικονομικά συμφέροντα της Άγκυρας επηρεάζονται από τα μηνύματα που στέλνουν στις αγορές της Δύσης. Στο τουρκικό στρατόπεδο γνωρίζουν πως ενδεχόμενη αντιμετώπισή τους ως ανεξέλεγκτου παίχτη από τις διεθνείς αγορές θα επέσυρε νέα προβλήματα στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους της χώρας που, στο μεγαλύτερο μέρος του, είναι σε αμερικανικό δολάριο. Ο τούρκος πρόεδρος δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι ενδεχόμενη νέα ρήξη και μηνύματα αστάθειας προς τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές θα επέφεραν κόστος στη συναλλαγματική αξία της τουρκικής λίρας οδηγώντας σε νέα μακρά περίοδο ύφεσης της τουρκικής εθνικής οικονομίας.
Ο τούρκος πρόεδρος έχει επίγνωση της σημασίας των αμερικανικοτουρκικών σχέσεων για την ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας της χώρας του
Στο πρόσφατο παρελθόν, ο Ταγίπ Ερντογάν πλήρωσε την άρνησή του στο αίτημα των Ηνωμένων Πολιτειών για έκδοση του αμερικανού πάστορα Μπράνσον. Η επιβολή οικονομικών κυρώσεων οδήγησε στα τέλη Οκτωβρίου σε ρεκόρ χαμηλό την τουρκική λίρα έναντι του δολαρίου με την ισοτιμία τότε να φτάνει ακόμη και τις 5,08000 λίρες προς 1 δολάριο και τον γενικό δείκτη BIST100 στο Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης να σημειώνει σημαντική πτώση. Οι οικονομικές εξελίξεις ανάγκασαν τον τούρκο πρόεδρο να υποχωρήσει απελευθερώνοντας τον αμερικανό πάστορα και παράλληλα να μετριάσει, έστω και προσωρινά, τους τόνους στην αντιδυτική ρητορική του.
Η Τουρκία δεν βρίσκεται πλέον σε προεκλογική περίοδο ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν, που έχει μπροστά του θητεία τεσσεράμισι χρόνων προκειμένου να προχωρήσει σε βελτιωτικές κινήσεις για την ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας, μπορεί να αναπτύξει ρητορική που θα εξυπηρετεί τις οικονομικές βλέψεις του. Με τις προϋποθέσεις για υψηλούς τόνους απέναντι στη Δύση να μη συντρέχουν πλέον στον ίδιο βαθμό και την τουρκική οικονομία στο ναδίρ, ο τούρκος πρόεδρος δύσκολα θα επιλέξει να επενδύσει περαιτέρω σε ένα αντιδυτικό αφήγημα. Εξάλλου, η αμερικανική πλευρά ήταν ιδιαίτερα προσεχτική στη διαχείριση της τουρκικής κρίσης με τον αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Μάικ Πενς, να δηλώνει ότι η Τουρκία καλείται να αποφασίσει «αν επιθυμεί να μείνει ένας σημαντικός εταίρος» της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας ξεκαθαρίζοντας ότι δεν θα ανεχτεί τη σύσφιγξη των ρωσοτουρκικών σχέσεων αλλά αφήνοντας περιθώριο ελιγμών στην τουρκική διπλωματία.