Die Welt: Με ποιο τρόπο μπορεί η αξίωση της Ελλάδας για αποζημιώσεις να οδηγήσει στη Χάγη
Η ανάλυση της εφημερίδας περιλαμβάνει αναφορές στην Συμφωνία του Λονδίνου για το χρέος (1953), στην αποζημίωση ύψους 115 εκατομμυρίων μάρκων που έλαβε η Ελλάδα το 1960 και στον ισχυρισμό της γερμανικής πλευράς ότι σε αυτήν την Συμφωνία έχει καταγραφεί ότι το θέμα έχει διευθετηθεί οριστικά
«Γιατί η Αθήνα απαιτεί τώρα πολεμικές αποζημιώσεις», είναι ο τίτλος ανάλυσης της εφημερίδας «Die Welt», με αφορμή την πρόσφατη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων. Ο αρθρογράφος εξηγεί τις βασικές παραμέτρους της υπόθεσης και τις πιθανές μελλοντικές κινήσεις, ενώ επισημαίνει ότι ανάλογες αξιώσεις διατυπώνει πλέον και η Πολωνία, όπου ο επικεφαλής της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής θέτει πλέον την ελληνική απόφαση ως παράδειγμα.
«Περισσότερες από επτά δεκαετίες μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα θέλει εκ νέου να προσπαθήσει να λάβει αποζημιώσεις για τις ζημίες που προκάλεσε η Γερμανία. Αυτό αποφάσισε την Τετάρτη το ελληνικό Κοινοβούλιο. Στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν τίθενται πια τέτοιες αξιώσεις - αλλά όχι σε όλες», επισημαίνει η εφημερίδα, η οποία, σε μια ιστορική αναδρομή του θέματος, αναφέρεται μεταξύ άλλων στην δικαστική απόφαση του 1997 για αποζημίωση απογόνων θυμάτων της ναζιστικής περιόδου με περίπου 29 εκατομμύρια ευρώ και στα προβλήματα που είχαν ανακύψει σχετικά με την ασυλία κρατών. «Απαιτήσεις επανορθώσεων υπήρξαν και κατά την διάρκεια της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Το 2016 ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης απείλησε να κατασχέσει εν Ελλάδι γερμανική περιουσία. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας λέει τώρα ότι συνειδητά ανέμενε το τέλος των διεθνών προγραμμάτων βοήθειας, προκειμένου να μην γίνει σύγχυση των δύο θεμάτων», συνεχίζει ο συντάκτης και αναφέρει ότι οι επικριτές των ελληνικών αξιώσεων λένε κοροϊδευτικά ότι η Ελλάδα θέλει με τις αξιώσεις της για αποζημιώσεις ύψους περίπου 300 δισεκατομμυρίων να «βγάλει» το χρέος της, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 350 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η ανάλυση της εφημερίδας περιλαμβάνει ακόμη αναφορές στην Συμφωνία του Λονδίνου για το χρέος (1953), στην αποζημίωση ύψους 115 εκατομμυρίων μάρκων που έλαβε η Ελλάδα το 1960 και στον ισχυρισμό της γερμανικής πλευράς ότι σε αυτήν την Συμφωνία έχει καταγραφεί ότι το θέμα έχει διευθετηθεί οριστικά. Επιπλέον, επισημαίνονται οι αναφορές του Βερολίνου στην Συμφωνία «2+4».
Όπως αναφέρει η «Die Welt», η Ελλάδα θέλει να στείλει ρηματική διακοίνωση προκειμένου να διαπραγματευτεί με την γερμανική κυβέρνηση. «Αυτό το αίτημα μάλλον θα απορριφθεί από την κυβέρνηση. Κατόπιν το θέμα είναι εάν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα μπορούσε να είναι αρμόδιο. Σε αυτό οι νομικοί διχάζονται. Κάποιοι λένε ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για τέτοιες παλιές υποθέσεις. 'Αλλοι επιχειρηματολογούν ότι αν η Γερμανία απορρίψει την πρόσκληση σε διαπραγματεύσεις, το ζήτημα θα καταστεί και πάλι επίκαιρο - και τότε η υπόθεση θα μπορούσε να απασχολήσει τους δικαστές στην Χάγη», τονίζεται.
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να προβάλουν αντίστοιχες αξιώσεις και άλλες χώρες που επλήγησαν από την ναζιστική Γερμανία, ο αρθρογράφος κάνει λόγο για την Επιτροπή που έχει σχηματίσει η Βουλή της Πολωνίας, με Πρόεδρο τον Αρκάντιους Λούλαρτσικ, ο οποίος ζήτησε να τεθεί η ελληνική απόφαση ως πρότυπο. «Η απόφαση της ελληνικής Βουλής δείχνει ότι η διεθνοποίηση του θέματος πολεμικές αποζημιώσεις από την Γερμανία είναι ρεαλιστική», έγραψε ο κ. Λούλαρτσικ στο Twitter.
Σύμφωνα με την «Die Welt», από το 2017 έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα απαιτήσεις αποζημιώσεων από κύκλους του κυβερνώντος κόμματος στην Πολωνία (PIS), χωρίς ωστόσο να υπάρχουν επίσημες αξιώσεις της κυβέρνησης προς την Γερμανία. Η επιτροπή του κ. Μούλαρτσικ, επισημαίνεται, θα παρουσιάσει την έκθεσή της εντός του έτους.
Από την πλευρά της η γερμανική κυβέρνηση έχει απορρίψει αυτές τις αξιώσεις, επισημαίνοντας την επανειλημμένη παραίτηση της Πολωνίας για τέτοιες πληρωμές κατά το παρελθόν. Μέλη της πολωνικής κυβέρνησης επιχειρηματολογούν όμως ότι μια τέτοια δήλωση του 1953 ήταν αντισυνταγματική και έγινε μόνο υπό την πίεση της Σοβιετικής Ένωσης. Επιπλέον, αφορούσε μόνο την ΛΔΓ.