Με τη «βούλα» του νέου Κώδικα η αποφυλάκιση Κορκονέα
Το parapolitika.gr εξασφάλισαν και παρουσιάζουν την επίμαχη εισήγηση του συνηγόρου του Ευαγγ. Ανδρούλα
Στο αναδιαμορφωμένο άρθρο 84 του νέου Ποινικού Κώδικα ο οποίος ψηφίστηκε τρεις μέρες πριν κλείσει η προηγούμενη Βουλή και τέθηκε σε ισχύ από 1ης Ιουλίου 2019, έξι μέρες πριν τις εθνικές εκλογές, στήριξε κατά βάση την υπερασπιστική του πρόταση του ο Ευαγγ. Ανδρούλας, συνήγορος του αποφυλακισθέντος πλέον Επ. Κορκονέα ο οποίους και στους δύο βαθμούς της δίκης καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με άμεσο δόλο. Τα parapolitika.gr δημοσιεύουν μέρος των αυτοτελεών ισχυρισμών του κ. Ανδρούλα που αποδεικνύουν ότι ο Κορκονέας ο οποίος το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008 δολοφόνησε εν ψυχρώ τον μαθητή Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στα Εξάρχεια, βγήκε με τη «βούλα» της «πρώτης φοράς Αριστεράς».
Επί του αρ. 84 παρ 2 του Ποινικού Κώδικα και συναφώς με τον «σύννομο βίο» όπως αντικαταστάθηκε από τον «πρότερο έντιμο βίο», ο κ. Ανδρούλας σημείωσε σχετικώς:
«Η ανωτέρω διάταξη, προ της τροποποιήσεώς της από το Ν. 4619/2019, προέβλεπε την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης εφόσον ο κατηγορούμενος διήγε «έντιμο βίο», δηλαδή εφόσον μέχρι και τον χρόνο τελέσεως της πράξης για την οποία καταδικάστηκε, έζησε έντιμη, ατομική, κοινωνική και οικογενειακή ζωή.
Η νομολογία, ειδικώς κατά τα τελευταία χρόνια ταλαντεύθηκε πολύ, αναφορικά με το ζήτημα της χορήγησης του ελαφρυντικού της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ. Άλλοτε έθετε πολύ αυστηρά κριτήρια, καθιστώντας τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ σε ελαφρυντικό της «πρότερης ιδιαίτερης κοινωνικής προσφοράς», με την αναγωγή γεγονότων της ατομικής, οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής, όπως το λευκό ποινικό μητρώο, τα πιστοποιητικά σπουδών, την εργασία, τον έγγαμο βίο, την ανεπίληπτη άσκηση του επαγγέλματος και άλλα, σε «συνήθεις κοινωνικές υποχρεώσεις» του ατόμου. Σε άλλες περιπτώσεις, εξαρτούσε τη χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού από το τυπικό κριτήριο του λευκού ποινικού μητρώου. Συχνά μάλιστα, δεν το χορηγούσε, ακόμα και με την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, όταν από τα πραγματικά περιστατικά δεν προέκυπταν στοιχεία απ' τα οποία καταφαίνεται ο πρότερος έντιμος βίος του δράστη, ενίοτε κάνοντας χρήση ακόμη και μη αξιολογήσιμων ποινικά μορφών συμπεριφοράς του δράστη, οι οποίες χαρακτηρίζονταν «κοινωνικά επιλήψιμες». Σε πολλές βέβαια περιπτώσεις, θεώρησε ότι αρκούν περιστατικά που καταδεικνύουν συνήθη ανθρώπινη συμπεριφορά, από την οποία καταφαίνεται ο πρότερος έντιμος βίος του δράστη.
Βασική αιτία της νομολογιακής αυτής παλινδρόμησης, η οποία συνολικά είχε μεταβάλει κατά τα τελευταία έτη την κρίση των δικαστηρίων ως προς το ζήτημα της αναγνώρισης του ελαφρυντικού «του προτέρου εντίμου βίου» επί το αυστηρότερο, αποτέλεσε η αξιολόγηση στοιχείων, τα οποία είναι αδιάφορα και δεν πρέπει να συγχέονται με το ελαφρυντικό αυτό, όπως, η κρίση συμπεριφορών μεταγενέστερων της πράξης, η βαρύτητα της πράξης, η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του εγκληματία, το είδος και ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος, σε συνάρτηση με την ποινική μεταχείριση που θα τύχει ο δράστης, εφόσον του αναγνωριστεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση στο πεδίο της αναστολής της ποινής, της μετατροπής και της απόλυσης υπό όρο. Τα παραπάνω στοιχεία, που είναι παντελώς αδιάφορα για την αναγνώριση του ελαφρυντικού, ανεξάρτητα από το αν γίνεται μνεία τους στην απόφαση, αναπόφευκτα ενυπήρχαν στη συνείδηση του δικαστή (ιδ. παρατηρήσεις Παντ. Βρυνιώτη στην υπ’ αριθ. ΠεντΕφΛαμ 14/2017, ΠοινΔικ 2018/742).
Δεδομένης και της γραμματικής ερμηνείας της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ, η κρίση για την πλήρωση ή μη των προϋποθέσεων του ανωτέρω ελαφρυντικού επιβάλλονταν να εδράζεται αποκλειστικά και μόνο σε περιστάσεις και συμπεριφορές προγενέστερες της τέλεσης του εγκλήματος («ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα»), τέτοια δε στοιχεία δεν μπορεί να είναι ούτε η φύση ή το είδος, ούτε η βαρύτητα, ούτε ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος, διότι το έγκλημα εμφανίζεται κατά περιεχόμενο της ελαφρυντικής περίστασης αυτής ως παραφωνία στον προηγούμενο βίο του δράστη, με αποτέλεσμα η βαρύτητα της πράξης να μην μπορεί να αναιρέσει το θετικό χαρακτήρα της προηγούμενης ζωής του, με την οποία δεν έχει καμία σχέση. Παρόλα αυτά, στην πράξη τα δικαστήρια, οδηγούνταν στην ad hoc αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης και συναρτούσαν κάποιες φορές ακόμη και ρητά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης με τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης. Κατά μείζονα λόγο δεν θα έπρεπε να διαδραματίζει ρόλο η ποινική μεταχείριση που θα τύχει ο δράστης, ενόψει της αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης, διότι κάτι τέτοιο, εκτός του ότι δεν προέκυπτε από καμία διάταξη νόμου, αντίκειται στην πορεία ελέγχου των ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την επιβολή της ποινής.
Με τον τρόπο αυτό, η αυστηρή στάση μέρους της νομολογίας, δαιμονοποίησε κατά την εφαρμογή της τη διάταξη του «προτέρου έντιμου βίου» και έθεσε παράλογες απαιτήσεις για την αναγνώριση του ελαφρυντικού, οι οποίες στην πραγματικότητα, όπως έχει λεχθεί, προϋπέθεταν δράστη ο οποίος υπήρξε «εθνικός ευεργέτης» ή «ήρωας σε περίοδο πολέμου», συστέλλοντας μ' αυτό το τρόπο τη δυνατότητα αναγνώρισης το ελαφρυντικού αυτού, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τύχει της χορήγησής του ο μέσος συνετός και έντιμος κοινωνός.
Μια από τις αποφάσεις που εκλογίκευσαν τις παράλογες απαιτήσεις του αυστηρού μέρους της νομολογίας, ήταν και η υπ’ αριθ. 14/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας (στη σύνθεση του οποίου συμμετείχαν ΚΑΙ οι κ.κ. τακτικοί Δικαστές και ο κ.κ. Εισαγγελέας του παρόντος Δικαστηρίου), η οποία έθεσε στη σωστή τους βάση τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση του ελαφρυντικού και απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από έγκριτους νομικούς στο νομικό περιοδικό τύπο, για την έγκυρη, πρωτοποριακή, ορθή και ρεαλιστική τεκμηρίωση και αιτιολογία της.
Αιτιολογική έκθεση
Αποτέλεσμα, πάντως, όλης της προβληματικής που αναπτύχθηκε σχετικά τις προϋποθέσεις αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α’, υπήρξε η αντικατάσταση στο νέο Π.Κ. της έννοιας «πρότερου έντιμου βίου» από την έννοια του «πρότερου σύννομου βίου». Όπως μάλιστα επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση του νέου Π.Κ., επήλθαν δύο ουσιώδεις τροποποιήσεις « …οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την ερμηνεία του άρθρου 84, που υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου».
Η πρώτη τροποποίηση αφορά στο ελαφρυντικό της πρότερου έντιμου βίου, όπου κατά την αιτιολογική έκθεση: «… αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της ¨έντιμης¨ ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαιώσεως «νόμιμης» ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικασθεί για ελαφρό πλημμέλημα είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (αρθρ. 9 παρ. 1 εδ. β’) «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Το δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης».
Σύννομος βίος
Με βάση όλα, τα ανωτέρω το Δικαστήριό Σας, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α’, όπως ισχύει κατόπιν της τροποποιήσεώς της από το Ν. 4619/2019, θα πρέπει να αναγνωρίσει στο πρόσωπό μου την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου σύννομου βίου, καθώς όπως προκύπτει από το λευκό ποινικό μου μητρώο, δεν έχω καταδικασθεί σε κανένα αδίκημα πριν την τέλεση του παρόντος αδικήματος, ούτε καν σε ελαφρό πλημμέλημα, γεγονός, που κατά την γραμματική και τελολογική ερμηνεία της διάταξης, είναι από μόνο του ικανή και αναγκαία συνθήκη για την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως».
Αναφέρεται τέλος, ότι με επίκληση των νέων διατάξεων ο κ. Ανδρούλας είχε αιτηθεί την αναγνώριση και άλλων ελαφρυντικών τα οποία ωστόσο το δικαστήριο απέρριψε.
Επί του αρ. 84 παρ 2 του Ποινικού Κώδικα και συναφώς με τον «σύννομο βίο» όπως αντικαταστάθηκε από τον «πρότερο έντιμο βίο», ο κ. Ανδρούλας σημείωσε σχετικώς:
«Η ανωτέρω διάταξη, προ της τροποποιήσεώς της από το Ν. 4619/2019, προέβλεπε την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης εφόσον ο κατηγορούμενος διήγε «έντιμο βίο», δηλαδή εφόσον μέχρι και τον χρόνο τελέσεως της πράξης για την οποία καταδικάστηκε, έζησε έντιμη, ατομική, κοινωνική και οικογενειακή ζωή.
Η νομολογία, ειδικώς κατά τα τελευταία χρόνια ταλαντεύθηκε πολύ, αναφορικά με το ζήτημα της χορήγησης του ελαφρυντικού της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ. Άλλοτε έθετε πολύ αυστηρά κριτήρια, καθιστώντας τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ σε ελαφρυντικό της «πρότερης ιδιαίτερης κοινωνικής προσφοράς», με την αναγωγή γεγονότων της ατομικής, οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής, όπως το λευκό ποινικό μητρώο, τα πιστοποιητικά σπουδών, την εργασία, τον έγγαμο βίο, την ανεπίληπτη άσκηση του επαγγέλματος και άλλα, σε «συνήθεις κοινωνικές υποχρεώσεις» του ατόμου. Σε άλλες περιπτώσεις, εξαρτούσε τη χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού από το τυπικό κριτήριο του λευκού ποινικού μητρώου. Συχνά μάλιστα, δεν το χορηγούσε, ακόμα και με την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, όταν από τα πραγματικά περιστατικά δεν προέκυπταν στοιχεία απ' τα οποία καταφαίνεται ο πρότερος έντιμος βίος του δράστη, ενίοτε κάνοντας χρήση ακόμη και μη αξιολογήσιμων ποινικά μορφών συμπεριφοράς του δράστη, οι οποίες χαρακτηρίζονταν «κοινωνικά επιλήψιμες». Σε πολλές βέβαια περιπτώσεις, θεώρησε ότι αρκούν περιστατικά που καταδεικνύουν συνήθη ανθρώπινη συμπεριφορά, από την οποία καταφαίνεται ο πρότερος έντιμος βίος του δράστη.
Βασική αιτία της νομολογιακής αυτής παλινδρόμησης, η οποία συνολικά είχε μεταβάλει κατά τα τελευταία έτη την κρίση των δικαστηρίων ως προς το ζήτημα της αναγνώρισης του ελαφρυντικού «του προτέρου εντίμου βίου» επί το αυστηρότερο, αποτέλεσε η αξιολόγηση στοιχείων, τα οποία είναι αδιάφορα και δεν πρέπει να συγχέονται με το ελαφρυντικό αυτό, όπως, η κρίση συμπεριφορών μεταγενέστερων της πράξης, η βαρύτητα της πράξης, η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του εγκληματία, το είδος και ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος, σε συνάρτηση με την ποινική μεταχείριση που θα τύχει ο δράστης, εφόσον του αναγνωριστεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση στο πεδίο της αναστολής της ποινής, της μετατροπής και της απόλυσης υπό όρο. Τα παραπάνω στοιχεία, που είναι παντελώς αδιάφορα για την αναγνώριση του ελαφρυντικού, ανεξάρτητα από το αν γίνεται μνεία τους στην απόφαση, αναπόφευκτα ενυπήρχαν στη συνείδηση του δικαστή (ιδ. παρατηρήσεις Παντ. Βρυνιώτη στην υπ’ αριθ. ΠεντΕφΛαμ 14/2017, ΠοινΔικ 2018/742).
Δεδομένης και της γραμματικής ερμηνείας της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ, η κρίση για την πλήρωση ή μη των προϋποθέσεων του ανωτέρω ελαφρυντικού επιβάλλονταν να εδράζεται αποκλειστικά και μόνο σε περιστάσεις και συμπεριφορές προγενέστερες της τέλεσης του εγκλήματος («ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα»), τέτοια δε στοιχεία δεν μπορεί να είναι ούτε η φύση ή το είδος, ούτε η βαρύτητα, ούτε ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος, διότι το έγκλημα εμφανίζεται κατά περιεχόμενο της ελαφρυντικής περίστασης αυτής ως παραφωνία στον προηγούμενο βίο του δράστη, με αποτέλεσμα η βαρύτητα της πράξης να μην μπορεί να αναιρέσει το θετικό χαρακτήρα της προηγούμενης ζωής του, με την οποία δεν έχει καμία σχέση. Παρόλα αυτά, στην πράξη τα δικαστήρια, οδηγούνταν στην ad hoc αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης και συναρτούσαν κάποιες φορές ακόμη και ρητά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης με τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης. Κατά μείζονα λόγο δεν θα έπρεπε να διαδραματίζει ρόλο η ποινική μεταχείριση που θα τύχει ο δράστης, ενόψει της αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης, διότι κάτι τέτοιο, εκτός του ότι δεν προέκυπτε από καμία διάταξη νόμου, αντίκειται στην πορεία ελέγχου των ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την επιβολή της ποινής.
Με τον τρόπο αυτό, η αυστηρή στάση μέρους της νομολογίας, δαιμονοποίησε κατά την εφαρμογή της τη διάταξη του «προτέρου έντιμου βίου» και έθεσε παράλογες απαιτήσεις για την αναγνώριση του ελαφρυντικού, οι οποίες στην πραγματικότητα, όπως έχει λεχθεί, προϋπέθεταν δράστη ο οποίος υπήρξε «εθνικός ευεργέτης» ή «ήρωας σε περίοδο πολέμου», συστέλλοντας μ' αυτό το τρόπο τη δυνατότητα αναγνώρισης το ελαφρυντικού αυτού, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τύχει της χορήγησής του ο μέσος συνετός και έντιμος κοινωνός.
Μια από τις αποφάσεις που εκλογίκευσαν τις παράλογες απαιτήσεις του αυστηρού μέρους της νομολογίας, ήταν και η υπ’ αριθ. 14/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας (στη σύνθεση του οποίου συμμετείχαν ΚΑΙ οι κ.κ. τακτικοί Δικαστές και ο κ.κ. Εισαγγελέας του παρόντος Δικαστηρίου), η οποία έθεσε στη σωστή τους βάση τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση του ελαφρυντικού και απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από έγκριτους νομικούς στο νομικό περιοδικό τύπο, για την έγκυρη, πρωτοποριακή, ορθή και ρεαλιστική τεκμηρίωση και αιτιολογία της.
Αιτιολογική έκθεση
Αποτέλεσμα, πάντως, όλης της προβληματικής που αναπτύχθηκε σχετικά τις προϋποθέσεις αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α’, υπήρξε η αντικατάσταση στο νέο Π.Κ. της έννοιας «πρότερου έντιμου βίου» από την έννοια του «πρότερου σύννομου βίου». Όπως μάλιστα επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση του νέου Π.Κ., επήλθαν δύο ουσιώδεις τροποποιήσεις « …οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την ερμηνεία του άρθρου 84, που υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου».
Η πρώτη τροποποίηση αφορά στο ελαφρυντικό της πρότερου έντιμου βίου, όπου κατά την αιτιολογική έκθεση: «… αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της ¨έντιμης¨ ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαιώσεως «νόμιμης» ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικασθεί για ελαφρό πλημμέλημα είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (αρθρ. 9 παρ. 1 εδ. β’) «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Το δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης».
Σύννομος βίος
Με βάση όλα, τα ανωτέρω το Δικαστήριό Σας, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α’, όπως ισχύει κατόπιν της τροποποιήσεώς της από το Ν. 4619/2019, θα πρέπει να αναγνωρίσει στο πρόσωπό μου την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου σύννομου βίου, καθώς όπως προκύπτει από το λευκό ποινικό μου μητρώο, δεν έχω καταδικασθεί σε κανένα αδίκημα πριν την τέλεση του παρόντος αδικήματος, ούτε καν σε ελαφρό πλημμέλημα, γεγονός, που κατά την γραμματική και τελολογική ερμηνεία της διάταξης, είναι από μόνο του ικανή και αναγκαία συνθήκη για την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως».
Αναφέρεται τέλος, ότι με επίκληση των νέων διατάξεων ο κ. Ανδρούλας είχε αιτηθεί την αναγνώριση και άλλων ελαφρυντικών τα οποία ωστόσο το δικαστήριο απέρριψε.