Και το ΣτΕ ακύρωσε τις αποφάσεις Γαβρόγλου για το θρήσκευμα στα απολυτήρια
Με δύο αποφάσεις της, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγήτρια Μαρλένα Τριπολιτσιώτη, με υπ΄ αριθμ. 1759-1760/2019) έκρινε μη νόμιμες τις αποφάσεις του πρώην υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Γαβρόγλου ως προς το σκέλος της αναγραφής του θρησκεύματος των μαθητών στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του Γυμνασίου και του Γενικού Λυκείου.
Ουσιαστικά η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ταυτίζεται με την πρόσφατη απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣτΕ, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν πως η υποχρεωτική ή προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα έγγραφα αυτά συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, καθώς και διατάξεων της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων (του ν. 2472/1997 και του Γενικού Κανονισμού 2016/679).
Συγκεκριμένα, το σκεπτικό της Ολομέλειας έχει ως εξής :
«α) Με το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς και περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ' ενός και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ' ετέρου, καθιερώνεται δε και η θρησκευτική ισότητα.
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει, είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, ενώ καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να αναζητούν το θρησκευτικό φρόνημα του ατόμου, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των εν λόγω πεποιθήσεων.
Συνεπώς, η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, όπως εν προκειμένω το απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου και του γενικού λυκείου (ή οι αστυνομικές ταυτότητες, όπως είχε, αντίστοιχα, κριθεί με τις αποφάσεις 2280-2286/2001της Ολομέλειας του ΣτΕ), η οποία επιβάλλεται κατ' αρχήν ως υποχρεωτική με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος.
β) Περαιτέρω, η αναγραφή του θρησκεύματος στα ως άνω έγγραφα συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, ακόμη και αν γίνεται με τη συγκατάθεση ή την πρωτοβουλία του μαθητή ή των γονέων του ή με την πρόβλεψη του σχετικού πεδίου στον τύπο του τίτλου, το οποίο μπορεί να παραμείνει κενό.
Και τούτο, διότι η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει μεν το δικαίωμα του καθενός να εκδηλώνει ανεμπόδιστα το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, αλλά δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα των ατόμων να εκδηλώνουν τις πεποιθήσεις αυτές με την αναγραφή τους, όταν το επιθυμούν, και σε δημόσια έγγραφα, όπως οι προαναφερόμενοι τίτλοι σπουδών, οι οποίοι συνιστούν αποδεικτικά της φοίτησης, της επίδοσης και της ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης των μαθητών (και μάλιστα επιδεικνύονται σε κάθε αρχή και υπηρεσία και σε οποιονδήποτε ιδιώτη για την πιστοποίηση των σπουδών και των γνώσεων του κατόχου τους σε όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου του) και όχι αποδεικτικά μη συναφών πληροφοριών, όπως είναι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Η αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας εκείνων των Ελλήνων που δεν θα επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αυτόν τον τρόπο, αλλά θα αναγκάζονταν να τις αποκαλύψουν εμμέσως και οιονεί δημόσια, ενώ επιπλέον θα διαφοροποιούνταν παρά τη θέλησή τους από όσους ομολογούν τις εν λόγω πεποιθήσεις, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, όσον αφορά την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος.
Πέραν τούτων, η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο και τους τίτλους σπουδών παρέχει και έδαφος ενδεχόμενων διακρίσεων, δυσμενών ή ευμενών, και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο προσβολής της θρησκευτικής ισότητας.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους τίτλους σπουδών των ιδιωτικών σχολείων, οι οποίοι είναι ισότιμοι και έχουν ίδιο περιεχόμενο με τους αντίστοιχους τίτλους των δημόσιων σχολείων.
γ) Η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο και στους λοιπούς τίτλους και πιστοποιητικά, υποχρεωτική ή προαιρετική, παραβιάζει και τις διατάξεις του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να καθιστά αναγκαία την αναγραφή του θρησκεύματος στα ως άνω έγγραφα, τα οποία, ενόψει και των ποικίλλων χρήσεών τους, δεν προορίζονται για την άσκηση του δικαιώματος εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων καθενός. Εξάλλου, η τυχόν αναγραφή του θρησκεύματος στα έγγραφα αυτά ενέχει τον κίνδυνο διακριτικής μεταχείρισης των κατόχων τους στις σχέσεις τους με τη διοίκηση ή και στις επαγγελματικές τους σχέσεις, ενώ ακόμη και η προαιρετική αναγραφή ενέχει τον κίνδυνο θετικών ή αρνητικών διακρίσεων μεταξύ των προσώπων που θα επιλέξουν να εκδηλώσουν το θρήσκευμά τους και εκείνων που θα αφήσουν κενό ή θα θέσουν μία παύλα στο σχετικό πεδίο.
δ) Τέλος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 2472/1997 και ήδη του Κανονισμού 2016/679, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, και μάλιστα ευαίσθητο. Τα δεδομένα αυτά, όπως εν προκειμένω οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, καθώς και να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Η καταχώριση του θρησκεύματος των μαθητών στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου και του γενικού λυκείου, ανεξαρτήτως αν είναι υποχρεωτική ή προαιρετική, συνιστά μορφή επεξεργασίας δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις.
Όμως, εφόσον η αναγραφή αυτή παραβιάζει, κατά τα ανωτέρω, το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 9 και 14 της ΕΣΔΑ, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, με τις οποίες προβλέπεται επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου χωρίς να υπάρχει νόμιμος σκοπός, έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. β, 4 παρ. 1 περ.α και β του ν. 2472/1997 και 5 παρ. 1 περ. α και β και 9 παρ. 1 του Κανονισμού 2016/679».
Ουσιαστικά η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ταυτίζεται με την πρόσφατη απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣτΕ, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν πως η υποχρεωτική ή προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα έγγραφα αυτά συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, καθώς και διατάξεων της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων (του ν. 2472/1997 και του Γενικού Κανονισμού 2016/679).
Συγκεκριμένα, το σκεπτικό της Ολομέλειας έχει ως εξής :
«α) Με το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς και περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ' ενός και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ' ετέρου, καθιερώνεται δε και η θρησκευτική ισότητα.
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει, είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, ενώ καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να αναζητούν το θρησκευτικό φρόνημα του ατόμου, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των εν λόγω πεποιθήσεων.
Συνεπώς, η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, όπως εν προκειμένω το απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου και του γενικού λυκείου (ή οι αστυνομικές ταυτότητες, όπως είχε, αντίστοιχα, κριθεί με τις αποφάσεις 2280-2286/2001της Ολομέλειας του ΣτΕ), η οποία επιβάλλεται κατ' αρχήν ως υποχρεωτική με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος.
β) Περαιτέρω, η αναγραφή του θρησκεύματος στα ως άνω έγγραφα συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, ακόμη και αν γίνεται με τη συγκατάθεση ή την πρωτοβουλία του μαθητή ή των γονέων του ή με την πρόβλεψη του σχετικού πεδίου στον τύπο του τίτλου, το οποίο μπορεί να παραμείνει κενό.
Και τούτο, διότι η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει μεν το δικαίωμα του καθενός να εκδηλώνει ανεμπόδιστα το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, αλλά δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα των ατόμων να εκδηλώνουν τις πεποιθήσεις αυτές με την αναγραφή τους, όταν το επιθυμούν, και σε δημόσια έγγραφα, όπως οι προαναφερόμενοι τίτλοι σπουδών, οι οποίοι συνιστούν αποδεικτικά της φοίτησης, της επίδοσης και της ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης των μαθητών (και μάλιστα επιδεικνύονται σε κάθε αρχή και υπηρεσία και σε οποιονδήποτε ιδιώτη για την πιστοποίηση των σπουδών και των γνώσεων του κατόχου τους σε όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου του) και όχι αποδεικτικά μη συναφών πληροφοριών, όπως είναι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Η αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας εκείνων των Ελλήνων που δεν θα επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αυτόν τον τρόπο, αλλά θα αναγκάζονταν να τις αποκαλύψουν εμμέσως και οιονεί δημόσια, ενώ επιπλέον θα διαφοροποιούνταν παρά τη θέλησή τους από όσους ομολογούν τις εν λόγω πεποιθήσεις, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, όσον αφορά την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος.
Πέραν τούτων, η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο και τους τίτλους σπουδών παρέχει και έδαφος ενδεχόμενων διακρίσεων, δυσμενών ή ευμενών, και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο προσβολής της θρησκευτικής ισότητας.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους τίτλους σπουδών των ιδιωτικών σχολείων, οι οποίοι είναι ισότιμοι και έχουν ίδιο περιεχόμενο με τους αντίστοιχους τίτλους των δημόσιων σχολείων.
γ) Η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο και στους λοιπούς τίτλους και πιστοποιητικά, υποχρεωτική ή προαιρετική, παραβιάζει και τις διατάξεις του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να καθιστά αναγκαία την αναγραφή του θρησκεύματος στα ως άνω έγγραφα, τα οποία, ενόψει και των ποικίλλων χρήσεών τους, δεν προορίζονται για την άσκηση του δικαιώματος εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων καθενός. Εξάλλου, η τυχόν αναγραφή του θρησκεύματος στα έγγραφα αυτά ενέχει τον κίνδυνο διακριτικής μεταχείρισης των κατόχων τους στις σχέσεις τους με τη διοίκηση ή και στις επαγγελματικές τους σχέσεις, ενώ ακόμη και η προαιρετική αναγραφή ενέχει τον κίνδυνο θετικών ή αρνητικών διακρίσεων μεταξύ των προσώπων που θα επιλέξουν να εκδηλώσουν το θρήσκευμά τους και εκείνων που θα αφήσουν κενό ή θα θέσουν μία παύλα στο σχετικό πεδίο.
δ) Τέλος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 2472/1997 και ήδη του Κανονισμού 2016/679, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, και μάλιστα ευαίσθητο. Τα δεδομένα αυτά, όπως εν προκειμένω οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, καθώς και να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Η καταχώριση του θρησκεύματος των μαθητών στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου και του γενικού λυκείου, ανεξαρτήτως αν είναι υποχρεωτική ή προαιρετική, συνιστά μορφή επεξεργασίας δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις.
Όμως, εφόσον η αναγραφή αυτή παραβιάζει, κατά τα ανωτέρω, το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 9 και 14 της ΕΣΔΑ, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, με τις οποίες προβλέπεται επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου χωρίς να υπάρχει νόμιμος σκοπός, έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. β, 4 παρ. 1 περ.α και β του ν. 2472/1997 και 5 παρ. 1 περ. α και β και 9 παρ. 1 του Κανονισμού 2016/679».