Όταν ο Σικελιανός κλώτσησε το στεφάνι των ναζί στην κηδεία του Παλαμά
Ο αν. καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών Γ. Παπαθεοδώρου παρουσιάζει άγνωστες πτυχές της περιόδου 1940, με πρωταγωνιστές τους λογοτέχνες και τους ποιητές της εποχής
Κύριε καθηγητά, ας ξεκινήσουμε τη συζήτηση μας προσπαθώντας να καταλάβουμε τι σήμαινε η έναρξη του Β’ Παγκόσμιου πολέμου και το «αλβανικό μέτωπο» για τους ίδιους τους συγγραφείς.
«Κληρωτοί της εποχής τους», ήταν όλοι ∙ νέοι και παλαιότεροι. Ας θυμηθούμε μόνο μερικά ονόματα, που συμμετείχαν στην επιστράτευση με το «χαμόγελο στα χείλη» αλλά έζησαν και τη βασανιστική επιστροφή μετά την κατάρρευση του μετώπου : Σαραντάρης, Ακρίτας, Καραντώνης, Τερζάκης, Θεοτοκάς, Βρεττάκος, Ελύτης, Σινόπουλος, Δικταίος, Καμπάς, Μπεράτης, Καββαδίας, κ. α. Ο Σαραντάρης πεθαίνει στο μέτωπο, ο Ελύτης νοσηλεύεται, σχεδόν ετοιμοθάνατος, σε νοσοκομείο των Ιωαννίνων, ο Εγγονόπουλος γυρίζει με τα πόδια στην Αθήνα από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ο Σεφέρης φεύγει για τη Μέση Ανατολή.
Επομένως, μετά την κατάρρευση του μετώπου, αρχίζει ο δύσκολος αγώνας της επιβίωσης και για τους λογοτέχνες ;
Είναι η πρώτη φορά που το πιο ενεργό δυναμικό της πνευματικής ζωής, («η γενιά του Τριάντα») συνειδητοποιεί με τον πιο δραματικό τρόπο το σολωμικό στίχο : «Δεν το 'λπιζα να ν' η ζωή μέγα καλό και πρώτο». Ο Ελύτης περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο αυτή την αίσθηση : «Ο Τσαρούχης είχε – όπως κι εγώ – δοκιμαστεί σκληρά στην Αλβανία. Ο Ανδρέας Καραντώνης γύριζε από πόρτα σε πόρτα και πουλούσε χαρουπόμελο για να ζήσει. Ο Βαλαωρίτης θα ακολουθούσε τα μυστικά καραβάνια προς τη Μέση Ανατολή. Κι ένας από τους νέους ποιητές θ’ ανέβαινε σε λίγο στην αγχόνη. Όσο για τον οικοδεσπότη μας, ο καλόκαρδος κι ευγενικός αυτός ποιητής, που σ’ ένα άλλο δωμάτιο του σπιτιού του, τις ίδιες εκείνες ώρες, έκρυβε με κίνδυνο της ζωής του έναν αγωνιστή της Αντίστασης [πρόκειται για τον Κ. Καρτάλη], ο Ανδρέας Εμπειρίκος, θα πρηζότανε από αβιταμίνωση και θα έπαιρνε αργότερα σαν ανταμοιβή του το μαρτυρικό δρόμο για τα Κρώρα, για να επιστρέψει από κει ξυπόλητος, αιμόφυρτος και ετοιμοθάνατος. Αλλά ότι δεν έπρεπε να αφήσει κανείς τη ζωή να τον πάρει αποκάτου, αυτό, πιστεύαμε, ήτανε το πιο δύσκολο να επιτύχει» .
Ωστόσο, μέσα σε όλο αυτό το κλίμα του πολέμου, της κατοχής και της αντίστασης υπάρχει έντονη λογοτεχνική δραστηριότητα. Πώς επηρέασε λοιπόν αυτή η οριακή εμπειρία τη σχέση μεταξύ ζωής και τέχνης ; Ποια έργα ξεχωρίζουν ;
Θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα πως η λογοκρισία είναι αυτή που μέσα από την απαγόρευση των εκδόσεων οδηγεί σε μια νέα ιδιάζουσα παραγωγή της λογοτεχνίας μέσα από τα προφορικά περιβάλλοντα που δημιουργούν τα «σαλόνια» της κατοχής. Θα χρησιμοποιήσω και πάλι την αναμνηστική αφήγηση του Ελύτη για να καταλάβουμε τον τρόπο που γραφόταν, διαβαζόταν και κυρίως «ακουγόταν» η λογοτεχνία στο «σαλόνι» του Εμπειρίκου : «Εκεί διαβάστηκαν για πρώτη φορά, η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa Minor του Τάκη Παπατζώνη, του Αντώνη Βουσβούνη ο Άγιος Αντώνιος, τα ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Ανδρέου, του αδικοσκοτωμένου λίγο αργότερα, Κίτσου Μαλτέζου-Μακρυγιάννη, και πολλών άλλων νέων. Εκεί στις δύο συνεχόμενες αίθουσες που η μια τους πλευρά ήταν σκεπασμένη ως επάνω με βιβλία και οι άλλες με έργα του Yves Tanguy και του Max Ernst, στριμωγμένοι σε καναπέδες, πολυθρόνες, καρέκλες, καρεκλάκια κι οπουδήποτε αλλού βρίσκαμε, πολλές φορές χάμου, πάνω σε μαξιλάρια, παρακολουθούσαμε τον οικοδεσπότη μας να διαβάζει με τη ζεστή, χαρακτηριστική φωνή του, που ήξερε τόσο καλά να παρακολουθεί και να χρωματίζει τις πιο παραμικρές διακυμάνσεις του κειμένου, όλα τα καινούργια τότε έργα του, τα Γραπτά πρώτα-πρώτα, ύστερα το Αργώ ή Πλους Αεροστάτου, και, τέλος, το τεράστιο χιλίων σελίδων, μυθιστόρημά του, ο Μέγας Ανατολικός».
Θεωρείτε πως υπάρχει κάποια κορυφαία στιγμή μέσα στην περίοδο της κατοχής γύρω από τη συμβολική λειτουργία της λογοτεχνίας ;
Αναμφισβήτητα, ναι. Οπωσδήποτε το μείζον γεγονός είναι η κηδεία του Παλαμά, την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 1943. Η πόλη της Αθήνας βρισκόταν ήδη σε αναβρασμό, καθώς τους τελευταίους μήνες οι κινητοποιήσεις των φοιτητών, είχαν ενταθεί με πρωτοβουλία της πιο μαζικής νεολαιίστικης οργάνωσης : της ΕΠΟΝ. Η κηδεία του ποιητή, είχε λάβει, πλέον, νέες διαστάσεις, ιδίως μετά την ανακοίνωση της δωσίλογης κυβέρνησης πως «πάσα συγκέντρωσις πολιτών θα διαλύηται διά των όπλων». Στο Α΄ νεκροταφείο μαζεύτηκαν 5.000 Αθηναίοι. Το Τρίτο Ράιχ αναγκάζεται να καταθέσει κι αυτό στεφάνι στον τάφο του Παλαμά. Ο Γερμανός αξιωματικός με επισημότητα απευθύνει τον χαιρετισμό στο νεκρό: «Χάιλ Χίτλερ». Ο Σικελιανός προσποιείται πως πέφτει, για να κλωτσήσει το ναζιστικό στεφάνι. Λίγο αργότερα αρχίζει την απαγγελία : «Ηχήστε οι σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…» Η κηδεία εξελίσσεται σε συλλαλητήριο ∙ είναι το πρώτο μαζικό «αυτοσχέδιο» συλλαλητήριο μέσα στην κατοχή. «Ο Κωστής Παλαμάς δεν πέθανε», έγραφε ο Σεφέρης από τη Μέση Ανατολή. «Αν έκλεισε ύστερα από μια μεστή και μακρόχρονη ζωή τα φθαρτά του μάτια, η πίκρα που αισθανόμαστε εμείς οι ξενιτεμένοι είναι για ένα πράγμα : γιατί δεν θα μπορέσει να δει τη μέρα που όλοι μαζί ολόψυχα καρτερούμε – αυτός ο ελεύθερος , τη μέρα της λευτεριάς · αυτός ο αγωνιστής, τη μέρα της νίκης».
Ποια ήταν η επόμενη μέρα;
Την επόμενη μέρα την ξέρουμε όλοι. Και την περιγράφει επίσης πολύ καλά ο Σεφέρης στον «Τελευταίο σταθμό» : «ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες». Στην Αθήνα ήδη ξεκινούσε ο σκληρός Δεκέμβρης του ’44.
Κύριε καθηγητά, ας ξεκινήσουμε τη συζήτηση μας προσπαθώντας να καταλάβουμε τι σήμαινε η έναρξη του Β’ Παγκόσμιου πολέμου και το «αλβανικό μέτωπο» για τους ίδιους τους συγγραφείς.
«Κληρωτοί της εποχής τους», ήταν όλοι ∙ νέοι και παλαιότεροι. Ας θυμηθούμε μόνο μερικά ονόματα, που συμμετείχαν στην επιστράτευση με το «χαμόγελο στα χείλη» αλλά έζησαν και τη βασανιστική επιστροφή μετά την κατάρρευση του μετώπου : Σαραντάρης, Ακρίτας, Καραντώνης, Τερζάκης, Θεοτοκάς, Βρεττάκος, Ελύτης, Σινόπουλος, Δικταίος, Καμπάς, Μπεράτης, Καββαδίας, κ. α. Ο Σαραντάρης πεθαίνει στο μέτωπο, ο Ελύτης νοσηλεύεται, σχεδόν ετοιμοθάνατος, σε νοσοκομείο των Ιωαννίνων, ο Εγγονόπουλος γυρίζει με τα πόδια στην Αθήνα από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ο Σεφέρης φεύγει για τη Μέση Ανατολή.
Επομένως, μετά την κατάρρευση του μετώπου, αρχίζει ο δύσκολος αγώνας της επιβίωσης και για τους λογοτέχνες ;
Είναι η πρώτη φορά που το πιο ενεργό δυναμικό της πνευματικής ζωής, («η γενιά του Τριάντα») συνειδητοποιεί με τον πιο δραματικό τρόπο το σολωμικό στίχο : «Δεν το 'λπιζα να ν' η ζωή μέγα καλό και πρώτο». Ο Ελύτης περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο αυτή την αίσθηση : «Ο Τσαρούχης είχε – όπως κι εγώ – δοκιμαστεί σκληρά στην Αλβανία. Ο Ανδρέας Καραντώνης γύριζε από πόρτα σε πόρτα και πουλούσε χαρουπόμελο για να ζήσει. Ο Βαλαωρίτης θα ακολουθούσε τα μυστικά καραβάνια προς τη Μέση Ανατολή. Κι ένας από τους νέους ποιητές θ’ ανέβαινε σε λίγο στην αγχόνη. Όσο για τον οικοδεσπότη μας, ο καλόκαρδος κι ευγενικός αυτός ποιητής, που σ’ ένα άλλο δωμάτιο του σπιτιού του, τις ίδιες εκείνες ώρες, έκρυβε με κίνδυνο της ζωής του έναν αγωνιστή της Αντίστασης [πρόκειται για τον Κ. Καρτάλη], ο Ανδρέας Εμπειρίκος, θα πρηζότανε από αβιταμίνωση και θα έπαιρνε αργότερα σαν ανταμοιβή του το μαρτυρικό δρόμο για τα Κρώρα, για να επιστρέψει από κει ξυπόλητος, αιμόφυρτος και ετοιμοθάνατος. Αλλά ότι δεν έπρεπε να αφήσει κανείς τη ζωή να τον πάρει αποκάτου, αυτό, πιστεύαμε, ήτανε το πιο δύσκολο να επιτύχει» .
Ωστόσο, μέσα σε όλο αυτό το κλίμα του πολέμου, της κατοχής και της αντίστασης υπάρχει έντονη λογοτεχνική δραστηριότητα. Πώς επηρέασε λοιπόν αυτή η οριακή εμπειρία τη σχέση μεταξύ ζωής και τέχνης ; Ποια έργα ξεχωρίζουν ;
Θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα πως η λογοκρισία είναι αυτή που μέσα από την απαγόρευση των εκδόσεων οδηγεί σε μια νέα ιδιάζουσα παραγωγή της λογοτεχνίας μέσα από τα προφορικά περιβάλλοντα που δημιουργούν τα «σαλόνια» της κατοχής. Θα χρησιμοποιήσω και πάλι την αναμνηστική αφήγηση του Ελύτη για να καταλάβουμε τον τρόπο που γραφόταν, διαβαζόταν και κυρίως «ακουγόταν» η λογοτεχνία στο «σαλόνι» του Εμπειρίκου : «Εκεί διαβάστηκαν για πρώτη φορά, η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa Minor του Τάκη Παπατζώνη, του Αντώνη Βουσβούνη ο Άγιος Αντώνιος, τα ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Ανδρέου, του αδικοσκοτωμένου λίγο αργότερα, Κίτσου Μαλτέζου-Μακρυγιάννη, και πολλών άλλων νέων. Εκεί στις δύο συνεχόμενες αίθουσες που η μια τους πλευρά ήταν σκεπασμένη ως επάνω με βιβλία και οι άλλες με έργα του Yves Tanguy και του Max Ernst, στριμωγμένοι σε καναπέδες, πολυθρόνες, καρέκλες, καρεκλάκια κι οπουδήποτε αλλού βρίσκαμε, πολλές φορές χάμου, πάνω σε μαξιλάρια, παρακολουθούσαμε τον οικοδεσπότη μας να διαβάζει με τη ζεστή, χαρακτηριστική φωνή του, που ήξερε τόσο καλά να παρακολουθεί και να χρωματίζει τις πιο παραμικρές διακυμάνσεις του κειμένου, όλα τα καινούργια τότε έργα του, τα Γραπτά πρώτα-πρώτα, ύστερα το Αργώ ή Πλους Αεροστάτου, και, τέλος, το τεράστιο χιλίων σελίδων, μυθιστόρημά του, ο Μέγας Ανατολικός».
Θεωρείτε πως υπάρχει κάποια κορυφαία στιγμή μέσα στην περίοδο της κατοχής γύρω από τη συμβολική λειτουργία της λογοτεχνίας ;
Αναμφισβήτητα, ναι. Οπωσδήποτε το μείζον γεγονός είναι η κηδεία του Παλαμά, την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 1943. Η πόλη της Αθήνας βρισκόταν ήδη σε αναβρασμό, καθώς τους τελευταίους μήνες οι κινητοποιήσεις των φοιτητών, είχαν ενταθεί με πρωτοβουλία της πιο μαζικής νεολαιίστικης οργάνωσης : της ΕΠΟΝ. Η κηδεία του ποιητή, είχε λάβει, πλέον, νέες διαστάσεις, ιδίως μετά την ανακοίνωση της δωσίλογης κυβέρνησης πως «πάσα συγκέντρωσις πολιτών θα διαλύηται διά των όπλων». Στο Α΄ νεκροταφείο μαζεύτηκαν 5.000 Αθηναίοι. Το Τρίτο Ράιχ αναγκάζεται να καταθέσει κι αυτό στεφάνι στον τάφο του Παλαμά. Ο Γερμανός αξιωματικός με επισημότητα απευθύνει τον χαιρετισμό στο νεκρό: «Χάιλ Χίτλερ». Ο Σικελιανός προσποιείται πως πέφτει, για να κλωτσήσει το ναζιστικό στεφάνι. Λίγο αργότερα αρχίζει την απαγγελία : «Ηχήστε οι σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…» Η κηδεία εξελίσσεται σε συλλαλητήριο ∙ είναι το πρώτο μαζικό «αυτοσχέδιο» συλλαλητήριο μέσα στην κατοχή. «Ο Κωστής Παλαμάς δεν πέθανε», έγραφε ο Σεφέρης από τη Μέση Ανατολή. «Αν έκλεισε ύστερα από μια μεστή και μακρόχρονη ζωή τα φθαρτά του μάτια, η πίκρα που αισθανόμαστε εμείς οι ξενιτεμένοι είναι για ένα πράγμα : γιατί δεν θα μπορέσει να δει τη μέρα που όλοι μαζί ολόψυχα καρτερούμε – αυτός ο ελεύθερος , τη μέρα της λευτεριάς · αυτός ο αγωνιστής, τη μέρα της νίκης».
Ποια ήταν η επόμενη μέρα;
Την επόμενη μέρα την ξέρουμε όλοι. Και την περιγράφει επίσης πολύ καλά ο Σεφέρης στον «Τελευταίο σταθμό» : «ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες». Στην Αθήνα ήδη ξεκινούσε ο σκληρός Δεκέμβρης του ’44.