Σε ισόβια καταδικάστηκε ο δολοφόνος του φαρμακοποιού στο Νέο Ψυχικό
Με την καταδίκη του 52χρόνου κατασκευαστή, κατηγορουμένου για τη δολοφονία του φαρμακοποιού, Βασίλη Φλωρου, τον Σεπτέμβριο του 2018 στο γκαράζ του σπιτιού του στο Νέο Ψυχικό, σε ισόβια κάθειρξη, δεκαοκτώ μήνες και 1.000 ευρώ χρηματική ποινή έπεσε η αυλαία της δίκης για τη στυγερή υπόθεση ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας.Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ομόφωνη και χωρίς ελαφρυντικά.
Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης η εισαγγελέας της έδρας ήταν καταπέλτης σε βάρος του κατηγορουμένου και πρώην οικογενειακού φίλου του θύματος, επισημαίνοντας πως είχε προσχεδιάσει τη δολοφονία του φαρμακοποιού για να μην του επιστρέψει τα χρήματα που του χρωστούσε.
Η εισαγγελέας χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο «ψυχρό» εγκληματία και επισήμανε πως ο 52χρόνος «από πείσμα δεν επέστρεφε στο θύμα το ποσό των 300 χιλιάδων ευρώ από επιταγές που είχε υπογράψει, αν και υπήρχαν δικαστικές αποφάσεις».
Συγκεκριμένα, η εισαγγελέας περιέγραψε πως ο κατηγορούμενος «παρά του ότι γνώριζε ότι ο ίδιος είχε υπογράψει τις επιταγές, αρνήθηκε να αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλλει εστω κι ένα ευρώ. Έβαλε ως στόχο στη ζωή του να τον σέρνει στα δικαστήρια για να μην πληρώσει. Όταν είδε ότι τα περιθώρια στενεύουν του γεννήθηκε η ιδέα στο μυαλό του να σκοτώσει το θύμα. 'Αφού δεν τα κατάφερα με τα δικαστήρια, θα τον σκοτωσω', είπε. Δεν είχε καμία διάθεση να συμμορφωθεί στις δικαστικές αποφάσεις».
Στην απολογία του, ο κατηγορούμενος, ο οποίος έχει ομολογήσει τη δολοφονία υποστήριξε «με έπνιγε το άδικο. Πήγα στο σπίτι, είδα να ανοίγει η πόρτα και άρχισα να πυροβολώ, δεν θυμάμαι πόσες φορές...Ζητάω συγγνώμη από την οικογένεια. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Είμαι οικογενειάρχης».
Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης η εισαγγελέας της έδρας ήταν καταπέλτης σε βάρος του κατηγορουμένου και πρώην οικογενειακού φίλου του θύματος, επισημαίνοντας πως είχε προσχεδιάσει τη δολοφονία του φαρμακοποιού για να μην του επιστρέψει τα χρήματα που του χρωστούσε.
Η εισαγγελέας χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο «ψυχρό» εγκληματία και επισήμανε πως ο 52χρόνος «από πείσμα δεν επέστρεφε στο θύμα το ποσό των 300 χιλιάδων ευρώ από επιταγές που είχε υπογράψει, αν και υπήρχαν δικαστικές αποφάσεις».
Συγκεκριμένα, η εισαγγελέας περιέγραψε πως ο κατηγορούμενος «παρά του ότι γνώριζε ότι ο ίδιος είχε υπογράψει τις επιταγές, αρνήθηκε να αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλλει εστω κι ένα ευρώ. Έβαλε ως στόχο στη ζωή του να τον σέρνει στα δικαστήρια για να μην πληρώσει. Όταν είδε ότι τα περιθώρια στενεύουν του γεννήθηκε η ιδέα στο μυαλό του να σκοτώσει το θύμα. 'Αφού δεν τα κατάφερα με τα δικαστήρια, θα τον σκοτωσω', είπε. Δεν είχε καμία διάθεση να συμμορφωθεί στις δικαστικές αποφάσεις».
Στην απολογία του, ο κατηγορούμενος, ο οποίος έχει ομολογήσει τη δολοφονία υποστήριξε «με έπνιγε το άδικο. Πήγα στο σπίτι, είδα να ανοίγει η πόρτα και άρχισα να πυροβολώ, δεν θυμάμαι πόσες φορές...Ζητάω συγγνώμη από την οικογένεια. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Είμαι οικογενειάρχης».