Δημογραφικό πρόβλημα: Μόλις 8 εκατομμύρια ο πληθυσμός στην Ελλάδα έως το 2050
Σημαντική απειλή για την περαιτέρω συρρίκνωση του πληθυσμού στην Ελλάδα συνιστά η υπογεννητικότητα, όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της Βουλής των Ελλήνων. Το 2020 αναμένεται να συνεχιστούν η μείωση των γεννήσεων και η γήρανση του πληθυσμού σε σχέση με το τρέχον έτος. Ολο και λιγότερα παιδιά θα συναντά κανείς στις παιδικές χαρές και στις σχολικές μονάδες, ενώ αντιθέτως θα αυξάνονται οι χώροι συνάθροισης των ηλικιωμένων.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος της Κυριακής», εάν η χώρα συνεχίσει με τους ίδιους ρυθμούς, χωρίς να ληφθούν δραστικά μέτρα για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος που ταλανίζει τη χώρα μας, το έτος 2050 μόλις και μετά βίας θα φθάνουμε τα 8 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 2.880.000 θα είναι γέροντες. Και αυτό είναι συντηρητικό σενάριο, γιατί θεωρείται πιθανό τα νέα ζευγάρια να συνεχίσουν να μην κάνουν πολλά παιδιά λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και μιας σειράς άλλων ενδογενών και εξωγενών παραγόντων.
Κομβικό έτος γι’ αυτήν την κατακόρυφη μείωση του πληθυσμού, σύμφωνα με την ψυχρή γλώσσα των αριθμών, ήταν το 2011. Εκείνη τη χρονιά που μπαίναμε για τα καλά στην κρίση, καταγράφηκε για πρώτη φορά αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων, τουτέστιν τα μωρά που γεννήθηκαν στα μαιευτήρια της χώρας μας ήταν λιγότερα από τα άτομα που απεβίωσαν.
Στις μέρες μας έχουμε φθάσει πλέον στο σημείο οι θάνατοι να είναι ετησίως 36.000 περισσότεροι σε σχέση με τις γεννήσεις. Το 2017 για παράδειγμα, που έχουμε τα τελευταία επικαιροποιημένα στοιχεία ολόκληρου του έτους, καταγράφηκαν 124.501 θάνατοι έναντι 88.553 γεννήσεων, ήτοι διαφορά 35.948 λιγότερων νέων ανθρώπων που έρχονταν στη ζωή σε σχέση με αυτούς που έφευγαν από αυτή.
Η τάση αυτή δεν πρόκειται να αναστραφεί τα επόμενα τριάντα χρόνια. Απλώς είναι δυνατόν, εάν οι γεννήσεις σταθεροποιηθούν ή στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων αυξηθούν, το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων θανάτων στη χώρα μας να περιοριστεί.
Μεταναστευτικό ισοζύγιο
Τέλος, ένας παράγοντας που δεν θα πρέπει να αγνοείται είναι η ανάδυση μετά το 2010 ενός νέου κύματος μετανάστευσης. Από τη χώρα μας έφυγαν πρώτιστα εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες αναζητώντας στο εξωτερικό μια καλύτερη τύχη και κυρίως περισσότερες ευκαιρίες στον επαγγελματικό τομέα.
Η φυγή αυτή επικεντρώνεται σε νέους αναπαραγωγικής ηλικίας (από 25 μέχρι 45 ετών) και δεν αναμένεται να ανακοπεί σύντομα – εν αντιθέσει με αυτήν των αλλοδαπών που ζούσαν στον τόπο μας και έφυγαν την περίοδο της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, η ένταση της οποίας βαίνει μειούμενη.
Ετσι, το μεταναστευτικό ισοζύγιο της τρέχουσας δεκαετίας που μόλις ολοκληρώνεται είναι αρνητικό, παρ’ όλη την εγκατάσταση στη χώρα μας τα τελευταία έξι χρόνια τμήματος των παρατύπως εισερχόμενων αλλοδαπών.
Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν
Οι όποιες παρεμβάσεις για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος που ταλανίζει τη χώρα μας, ή έστω του περιορισμού του, «θα πρέπει», όπως τονίζεται στην έκθεση της σχετικής διακομματικής επιτροπής της Βουλής, «να επικεντρωθούν βασικά στη μετανάστευση και τη γονιμότητα». Ειδικότερα θα πρέπει κατ’ αρχάς να τεθεί ως κεντρικός στόχος η ανακοπή της μετανάστευσης των νέων στο εξωτερικό.
Πρακτικά θα πρέπει να υπάρξουν ταχύτατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, μείωση της ανεργίας των νέων και αύξηση των αμοιβών. Επίσης κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό τμήματος των νέων Ελλήνων που μετανάστευσαν την τρέχουσα δεκαετία και να υπάρξει μια ενεργή και συνεκτική μεταναστευτική πολιτική.
Στο πλαίσιο της αύξησης των γεννήσεων εντάσσεται επίσης η καταβολή του επιδόματος των 2.000 ευρώ που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση ότι θα δίνεται από την 1η Ιανουαρίου 2020 για κάθε νέο παιδί που θα γεννιέται. Συν τοις άλλοις, αυξάνεται το αφορολόγητο στα 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, ενώ παράλληλα μειώνεται ο ΦΠΑ για τα βρεφικά είδη και τα παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου, από το 24% που είναι σήμερα, στο 13%.
Ξεχωριστή περίπτωση
Η Ελλάδα διαφοροποιείται σημαντικά από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τον αριθμό γεννήσεων λόγω μιας σειράς ιδιοτυπιών που είχε. Για παράδειγμα, δεν γνώρισε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου την «έκρηξη» των γεννήσεων (γνωστή και ως «baby boom»), που σημάδεψε την πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα η συσχέτιση ανάμεσα στον γάμο και την τεκνογονία είναι ισχυρή.
Ακόμη και σήμερα υπάρχει εν μέρει μια «αρνητική» εικόνα για τα εκτός γάμου παιδιά και την άγαμη μητέρα. Παράλληλα, η ένταση της διάλυσης των έγγαμων συμβιώσεων αν και με ανοδικές τάσεις είναι ακόμη χαμηλή, ενώ η ηλικία αποχώρησης των νέων από την οικογενειακή εστία ήταν και παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Δεν θα πρέπει να αγνοούμε επίσης ότι η μέση ηλικία απόκτησης παιδιών (έφθασε την ηλικία των 31,5 ετών το 2017) είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ενώ η χώρα μας εντάσσεται με βάση τον συγχρονικό δείκτη γονιμότητας στην ομάδα εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών (7 στις 28) με τη χαμηλότερη γονιμότητα (1,3-1,4 παιδιά ανά γυναίκα). Το δε ποσοστό των άτεκνων γυναικών αυξάνεται ταχύτατα στις νεότερες γενιές και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (μεγαλύτερο του 20%).
Τέλος, ανάμεσα στις «ιδιαιτερότητες» της Ελλάδας θα πρέπει να αναφέρουμε και τη μακρόχρονη και ιδιαίτερα έντονη οικονομική κρίση, χωρίς όμως όπως όλα δείχνουν να είναι αυτός ο βασικός λόγος. Η χαμηλή γονιμότητα έχει ιστορικό βάθος, απλώς με την οικονομική κρίση ενισχύθηκε.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος της Κυριακής», εάν η χώρα συνεχίσει με τους ίδιους ρυθμούς, χωρίς να ληφθούν δραστικά μέτρα για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος που ταλανίζει τη χώρα μας, το έτος 2050 μόλις και μετά βίας θα φθάνουμε τα 8 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 2.880.000 θα είναι γέροντες. Και αυτό είναι συντηρητικό σενάριο, γιατί θεωρείται πιθανό τα νέα ζευγάρια να συνεχίσουν να μην κάνουν πολλά παιδιά λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και μιας σειράς άλλων ενδογενών και εξωγενών παραγόντων.
Κομβικό έτος γι’ αυτήν την κατακόρυφη μείωση του πληθυσμού, σύμφωνα με την ψυχρή γλώσσα των αριθμών, ήταν το 2011. Εκείνη τη χρονιά που μπαίναμε για τα καλά στην κρίση, καταγράφηκε για πρώτη φορά αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων, τουτέστιν τα μωρά που γεννήθηκαν στα μαιευτήρια της χώρας μας ήταν λιγότερα από τα άτομα που απεβίωσαν.
Στις μέρες μας έχουμε φθάσει πλέον στο σημείο οι θάνατοι να είναι ετησίως 36.000 περισσότεροι σε σχέση με τις γεννήσεις. Το 2017 για παράδειγμα, που έχουμε τα τελευταία επικαιροποιημένα στοιχεία ολόκληρου του έτους, καταγράφηκαν 124.501 θάνατοι έναντι 88.553 γεννήσεων, ήτοι διαφορά 35.948 λιγότερων νέων ανθρώπων που έρχονταν στη ζωή σε σχέση με αυτούς που έφευγαν από αυτή.
Η τάση αυτή δεν πρόκειται να αναστραφεί τα επόμενα τριάντα χρόνια. Απλώς είναι δυνατόν, εάν οι γεννήσεις σταθεροποιηθούν ή στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων αυξηθούν, το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων θανάτων στη χώρα μας να περιοριστεί.
Μεταναστευτικό ισοζύγιο
Τέλος, ένας παράγοντας που δεν θα πρέπει να αγνοείται είναι η ανάδυση μετά το 2010 ενός νέου κύματος μετανάστευσης. Από τη χώρα μας έφυγαν πρώτιστα εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες αναζητώντας στο εξωτερικό μια καλύτερη τύχη και κυρίως περισσότερες ευκαιρίες στον επαγγελματικό τομέα.
Η φυγή αυτή επικεντρώνεται σε νέους αναπαραγωγικής ηλικίας (από 25 μέχρι 45 ετών) και δεν αναμένεται να ανακοπεί σύντομα – εν αντιθέσει με αυτήν των αλλοδαπών που ζούσαν στον τόπο μας και έφυγαν την περίοδο της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, η ένταση της οποίας βαίνει μειούμενη.
Ετσι, το μεταναστευτικό ισοζύγιο της τρέχουσας δεκαετίας που μόλις ολοκληρώνεται είναι αρνητικό, παρ’ όλη την εγκατάσταση στη χώρα μας τα τελευταία έξι χρόνια τμήματος των παρατύπως εισερχόμενων αλλοδαπών.
Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν
Οι όποιες παρεμβάσεις για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος που ταλανίζει τη χώρα μας, ή έστω του περιορισμού του, «θα πρέπει», όπως τονίζεται στην έκθεση της σχετικής διακομματικής επιτροπής της Βουλής, «να επικεντρωθούν βασικά στη μετανάστευση και τη γονιμότητα». Ειδικότερα θα πρέπει κατ’ αρχάς να τεθεί ως κεντρικός στόχος η ανακοπή της μετανάστευσης των νέων στο εξωτερικό.
Πρακτικά θα πρέπει να υπάρξουν ταχύτατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, μείωση της ανεργίας των νέων και αύξηση των αμοιβών. Επίσης κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό τμήματος των νέων Ελλήνων που μετανάστευσαν την τρέχουσα δεκαετία και να υπάρξει μια ενεργή και συνεκτική μεταναστευτική πολιτική.
Στο πλαίσιο της αύξησης των γεννήσεων εντάσσεται επίσης η καταβολή του επιδόματος των 2.000 ευρώ που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση ότι θα δίνεται από την 1η Ιανουαρίου 2020 για κάθε νέο παιδί που θα γεννιέται. Συν τοις άλλοις, αυξάνεται το αφορολόγητο στα 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, ενώ παράλληλα μειώνεται ο ΦΠΑ για τα βρεφικά είδη και τα παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου, από το 24% που είναι σήμερα, στο 13%.
Ξεχωριστή περίπτωση
Η Ελλάδα διαφοροποιείται σημαντικά από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τον αριθμό γεννήσεων λόγω μιας σειράς ιδιοτυπιών που είχε. Για παράδειγμα, δεν γνώρισε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου την «έκρηξη» των γεννήσεων (γνωστή και ως «baby boom»), που σημάδεψε την πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα η συσχέτιση ανάμεσα στον γάμο και την τεκνογονία είναι ισχυρή.
Ακόμη και σήμερα υπάρχει εν μέρει μια «αρνητική» εικόνα για τα εκτός γάμου παιδιά και την άγαμη μητέρα. Παράλληλα, η ένταση της διάλυσης των έγγαμων συμβιώσεων αν και με ανοδικές τάσεις είναι ακόμη χαμηλή, ενώ η ηλικία αποχώρησης των νέων από την οικογενειακή εστία ήταν και παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Δεν θα πρέπει να αγνοούμε επίσης ότι η μέση ηλικία απόκτησης παιδιών (έφθασε την ηλικία των 31,5 ετών το 2017) είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ενώ η χώρα μας εντάσσεται με βάση τον συγχρονικό δείκτη γονιμότητας στην ομάδα εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών (7 στις 28) με τη χαμηλότερη γονιμότητα (1,3-1,4 παιδιά ανά γυναίκα). Το δε ποσοστό των άτεκνων γυναικών αυξάνεται ταχύτατα στις νεότερες γενιές και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (μεγαλύτερο του 20%).
Τέλος, ανάμεσα στις «ιδιαιτερότητες» της Ελλάδας θα πρέπει να αναφέρουμε και τη μακρόχρονη και ιδιαίτερα έντονη οικονομική κρίση, χωρίς όμως όπως όλα δείχνουν να είναι αυτός ο βασικός λόγος. Η χαμηλή γονιμότητα έχει ιστορικό βάθος, απλώς με την οικονομική κρίση ενισχύθηκε.