Ο ρόλος των σχολείων μετά την πανδημία - Η μετάδοση του κοροναϊού στον εργασιακό χώρο και η σχέση του ιού με το κάπνισμα
Καθηγητές από διάφορες Σχολές και Τμήματα του ΕΚΠΑ πραγματοποιούν περιοδική αποδελτίωση των πιο σημαντικών δημοσιεύσεων και ανακοινώσεων
Ο ρόλος των σχολείων μετά την πανδημία COVID-19
Στις 25 Μαΐου 2020 δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Public Heath άρθρο (https://doi.org/10.1016/S2468-2667(20)30124-9) για το ρόλο της λειτουργίας των σχολείων κατά την επάνοδο στην κανονικότητα. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Γαβριατοπούλου, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης. Το κλείσιμο των σχολείων με τις επακόλουθες κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις στα παιδιά και στους εφήβους είναι κρίσιμο ζήτημα.
Οι επιπτώσεις είναι περισσότερο εμφανείς στα παιδιά των χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων που βασίζονται στο σχολείο για τις εκπαιδευτικές, διατροφικές και υγειονομικές τους ανάγκες. Ειδικά σε περιπτώσεις έλλειψης γονικής υποστήριξης δημιουργούνται μεγάλες ανισότητες στην παροχή εκπαιδευτικών παροχών. Με στόχο να διασφαλιστεί η ισότητα για όλους τους μαθητές η UNESCO έχει καταστρώσει οργανωμένο στρατηγικό πλάνο για την υποστήριξη των παιδιών με τηλεκπαίδευση και άλλες καινοτόμες δράσεις κατά την επάνοδο στην κανονικότητα.
Η πανδημία ανέδειξε το σημαντικό ρόλο του σχολείου στην εκπαιδευτική διαδικασία και στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Με τους μαθητές στο σπίτι, η σχολική κοινότητα απουσιάζει και η επαφή μέσω του διαδικτύου δε μπορεί να υποκαταστήσει τη διά ζώσης. Τα παιδιά απουσιάζουν από το φυσικό χώρο όπου μπορούν να μοιραστούν τα ενδιαφέροντα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Η κοινωνική και συναισθηματική μάθηση αποτελεί στους νέους ανθρώπους σημαντική συνιστώσα για την εξέλιξη της προσωπικότητας τους. Η πανδημία αυτή δίνει την ευκαιρία για επαναξιολόγηση του σχολείου που ονειρευόμαστε για τα παιδιά μας. Δηλαδή, ένα σχολείο που η θα είναι μαθητο-κεντρικό, με διδακτική μεθοδολογία, με εξατομικευμένη προσέγγιση και ανάπτυξη των δεξιοτήτων. Υγειονομικοί, παιδαγωγοί και ψυχολόγοι πρέπει να υποστηρίξουν το έργο των δασκάλων και καθηγητών γιατί η σωστή εκπαίδευση είναι συνώνυμη της υγείας.
Το κάπνισμα και η λοίμωξη COVID-19
Στις 25 Μαΐου 2020 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet Respiratory Medicine άρθρο σχετικά με τη χρήση καπνού και τη λοίμωξη από το νέο κορωνοϊό (https://doi.org/10.1016/S2213-2600(20)30239-3). Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Γαβριατοπούλου, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης. Μολονότι οι φόροι από τις πωλήσεις καπνού αποτελούν σημαντικό έσοδο για τις κυβερνήσεις και δημιουργούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας παγκοσμίως, το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει στο 50% των καπνιστών θανάτους και επιπλοκές δημιουργώντας συγχρόνως και σημαντική επιβάρυνση στα συστήματα υγείας. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το ενδεχόμενο οξείας λοίμωξης του αναπνευστικού στους καπνιστές αποκτά επίκαιρο χαρακτήρα. Για το λόγο αυτό τα μέτρα πρόληψης και τα μέτρα υποστήριξης για τη διακοπή του καπνίσματος αποκτούν αυτή τη χρονική στιγμή περαιτέρω σημασία.
Ο κίνδυνος μόλυνσης είναι πολλαπλάσιος στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα στις περιόδους πανδημιών. Μερικές χώρες όπως η Νότια Αφρική και η Ινδία απαγόρευσαν την πώληση καπνού κατά την περίοδο του lockdown για να περιορίσουν τη μετάδοση του ιού. Η αποτελεσματικότητα αυτής της πρακτικής δεν είναι ακόμη επιστημονικά τεκμηριωμένη. Έχουν περιγραφεί αρκετοί μηχανισμοί οι οποίοι μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο λοιμώξεων αναπνευστικού στους καπνιστές. Οι καπνιστές έχουν επηρεασμένο ανοσοποιητικό σύστημα με επηρεασμένη τη λειτουργία των μακροφάγων και ως εκ τούτου είναι περισσότερο ευάλωτοι σε λοιμώξεις, για παράδειγμα έχουν διπλάσιο κίνδυνο για λοίμωξη από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Επιπλέον, ο κίνδυνος για λοίμωξη από μυκόπλασμα, λεγιονέλλα, πνευμονιόκοκκο και γρίπη είναι περίπου 3-5 φορές υψηλότερος στους καπνιστές. Τα δεδομένα από τις προηγούμενες επιδημίες με τους ιούς MERS και SARS δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα. Σε μελέτη από την Κορέα φάνηκε πως ο κίνδυνος της θνητότητας ήταν 2,55 φορές υψηλότερος για τους καπνιστές, αλλά η μελέτη συμπεριέλαβε μικρό αριθμό ασθενών. Για τη λοίμωξη από το νέο κοροναϊό, τα δεδομένα δεν είναι ακόμη ξεκάθαρα. Σε μία πρόσφατη ανασκόπηση, το κάπνισμα δεν φάνηκε να είναι παράγοντας κινδύνου για μόλυνση από τον ιό, αλλά συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου και ανάγκης για μηχανική υποστήριξη.
Μια άλλη μετα-ανάλυση όμως δεν απέδειξε συσχέτιση με σοβαρή νόσο. Η μεγαλύτερη έως τώρα μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρει 1,25 φορές αυξημένο κίνδυνο θανάτου στους καπνιστές συγκριτικά με τους μη καπνιστές. Τα δεδομένα αυτά ενδεχομένως οφείλονται σε υπερέκφραση του υποδοχέα της αγγειοτενσίνης ACE2 στους καπνιστές. Δεν έχει όμως αποδειχθεί πως τροποποιήσεις στην έκφραση και βιοδιαθεσιμότητα του υποδοχέα μπορεί να έχουν επιπτώσεις στη θνητότητα. Δεδομένα από τη Γαλλία αναφέρουν πως το κάπνισμα μπορεί να έχει προστατευτική επίδραση έναντι της λοίμωξης από τον ιό διαμέσου αλληλεπίδρασης με τους υποδοχείς ακετυλοχολίνης όμως τα δεδομένα αυτά δεν έχουν αποδειχθεί και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παρακινήσουν την έναρξη του καπνίσματος. Δεδομένα για την πιθανότητα μόλυνσης σε όσους χρησιμοποιούν ηλεκτρονικό τσιγάρο δεν έχει τεκμηριωθεί. Όλοι οι καπνιστές πρέπει να ενθαρρύνονται να διακόψουν το κάπνισμα και να λαμβάνουν ψυχολογική και φαρμακευτική υποστήριξη. Η απαγόρευση πώλησης καπνού δε φαίνεται να αποτελεί λύση γιατί συνήθως οδηγεί στην άνθιση του παραεμπορίου. Η διακοπή του καπνίσματος θα βοηθήσει όχι μόνο βραχυπρόθεσμα κατά την περίοδο της επιδημίας αλλά θα μειώσει και τις μακροπρόθεσμες επιπλοκές του καπνίσματος.
Η μετάδοση της πανδημίας COVID-19 στον εργασιακό χώρο
Καθώς γίνονται σταδιακά βήματα επανόδου στην κανονικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, μελέτη από το Πανεπιστήμιο Harvard TH Chan School Δημόσιας Υγείας, με τη συμμετοχή του Ελληνοαμερικάνου Επιστήμονα Στέφανου Kales, υποστηρίζει ότι η μετάδοση του κοροναϊού στον εργασιακό χώρο ήταν υπεύθυνη για το 48% των αρχικών εξάρσεων της επιδημίας σε έξι ασιατικές χώρες (FY Lan, CF Wei, YT Hsu, DC Christiani, Stefanos N. Kales. Work-related COVID-19 transmission in six Asian countries/areas: A follow-up study. PLOS ONE. 19 May 2020). Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Γαβριατοπούλου, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα του άρθρου. Η έρευνα δείχνει ότι αρκετές επαγγελματικές ομάδες εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο για μετάδοση λοιμωδών νοσημάτων συμπεριλαμβανομένου και του SARS-CoV-2. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι παρόλο που οι κίνδυνοι για το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό είναι γνωστοί, τα έως σήμερα δεδομένα για άλλα επαγγέλματα, που έχουν συχνή συνδιαλλαγή με το κοινό, είναι αρκετά περιορισμένα.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα επιδημιολογικά δεδομένα της πανδημίας COVID-19 από το Χονγκ Κονγκ, την Ιαπωνία, τη Σιγκαπούρη, την Ταιβάν, την Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ. Παρατηρήθηκε ότι η μετάδοση στον εργασιακό χώρο στις υγειονομικές δομές έφτασε το 22%. Ωστόσο, αρκετές περιπτώσεις καταγράφηκαν και σε άλλους εργασιακούς χώρους όπως σε οδηγούς ταξί, ξεναγούς, καθαριστές, αστυνομικούς ή άλλους επαγγελματίες υγείας με περιορισμένη χρήση μέτρων ατομικής προστασίας στην αρχή της επιδημίας. Πιο αναλυτικά, οι οδηγοί και οι εργαζόμενοι στον τομέα των μεταφορών αποτελούσαν το 18% των περιπτώσεων μετάδοσης στο χώρο εργασίας, οι εργαζόμενοι στον τομέα των πωλήσεων επίσης το 18%, οι επιστάτες και οι εργαζόμενοι στον καθαρισμό κατοικιών το 9% του συνόλου, ενώ οι επαγγελματίες που το αντικείμενο ενασχόλησής τους σχετίζεται με τη δημόσια ασφάλεια αποτελούσαν το 7% των περιπτώσεων μετάδοσης στον εργασιακό χώρο. Σημειώνεται ότι η ιχνηλάτηση των επαφών σε αυτές τις εργασιακές ομάδες συχνά είναι πολύ πιο απαιτητική και χρονοβόρα συγκριτικά με τους επαγγελματίες υγείας.
Η μελέτη αναφέρει επίσης ότι καθώς εξελίσσονταν οι επιδημικές εξάρσεις σε αυτές τις χώρες, διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο λοίμωξης COVID-19 ανάλογα με το στάδιο της επιδημίας. Κατά τις πρώτες 10 ημέρες μετά την καταγραφή του πρώτου κρούσματος, οι επαγγελματίες με τον μεγαλύτερο κίνδυνο ήταν οι εργαζόμενοι σε υπηρεσίες και πωλήσεις, οι οδηγοί, οι εργαζόμενοι σε κατασκευαστικές εταιρείες και οι ιερείς. Καθώς όμως η επιδημία επεκτεινόταν πέρα των 10 ημερών, αυξήθηκε ο κίνδυνος λοίμωξης για τους επαγγελματίες υγείας, τους επιστάτες και τους εργαζόμενους στην καθαριότητα, καθώς και για τους αστυνομικούς.
Τα αποτελέσματα της έρευνας υποδεικνύουν ότι αυστηρές πολιτικές πρόληψης και επιτήρησης για αυτές τις επαγγελματικές ομάδες είναι απαραίτητες κατά την επάνοδο στην καθημερινότητα και την ανάσχεση της επιδημίας. Επιπλέον, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η πρόληψη της λοίμωξης σε αυτές τις επαγγελματικές ομάδες είναι εξίσου σημαντική και για την πρόληψη δευτερογενών λοιμώξεων στην οικογένεια, στους συναδέλφους και στους πελάτες που εξυπηρετούν.
Στις 25 Μαΐου 2020 δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Public Heath άρθρο (https://doi.org/10.1016/S2468-2667(20)30124-9) για το ρόλο της λειτουργίας των σχολείων κατά την επάνοδο στην κανονικότητα. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Γαβριατοπούλου, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης. Το κλείσιμο των σχολείων με τις επακόλουθες κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις στα παιδιά και στους εφήβους είναι κρίσιμο ζήτημα.
Οι επιπτώσεις είναι περισσότερο εμφανείς στα παιδιά των χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων που βασίζονται στο σχολείο για τις εκπαιδευτικές, διατροφικές και υγειονομικές τους ανάγκες. Ειδικά σε περιπτώσεις έλλειψης γονικής υποστήριξης δημιουργούνται μεγάλες ανισότητες στην παροχή εκπαιδευτικών παροχών. Με στόχο να διασφαλιστεί η ισότητα για όλους τους μαθητές η UNESCO έχει καταστρώσει οργανωμένο στρατηγικό πλάνο για την υποστήριξη των παιδιών με τηλεκπαίδευση και άλλες καινοτόμες δράσεις κατά την επάνοδο στην κανονικότητα.
Η πανδημία ανέδειξε το σημαντικό ρόλο του σχολείου στην εκπαιδευτική διαδικασία και στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Με τους μαθητές στο σπίτι, η σχολική κοινότητα απουσιάζει και η επαφή μέσω του διαδικτύου δε μπορεί να υποκαταστήσει τη διά ζώσης. Τα παιδιά απουσιάζουν από το φυσικό χώρο όπου μπορούν να μοιραστούν τα ενδιαφέροντα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Η κοινωνική και συναισθηματική μάθηση αποτελεί στους νέους ανθρώπους σημαντική συνιστώσα για την εξέλιξη της προσωπικότητας τους. Η πανδημία αυτή δίνει την ευκαιρία για επαναξιολόγηση του σχολείου που ονειρευόμαστε για τα παιδιά μας. Δηλαδή, ένα σχολείο που η θα είναι μαθητο-κεντρικό, με διδακτική μεθοδολογία, με εξατομικευμένη προσέγγιση και ανάπτυξη των δεξιοτήτων. Υγειονομικοί, παιδαγωγοί και ψυχολόγοι πρέπει να υποστηρίξουν το έργο των δασκάλων και καθηγητών γιατί η σωστή εκπαίδευση είναι συνώνυμη της υγείας.
Το κάπνισμα και η λοίμωξη COVID-19
Στις 25 Μαΐου 2020 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet Respiratory Medicine άρθρο σχετικά με τη χρήση καπνού και τη λοίμωξη από το νέο κορωνοϊό (https://doi.org/10.1016/S2213-2600(20)30239-3). Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Γαβριατοπούλου, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης. Μολονότι οι φόροι από τις πωλήσεις καπνού αποτελούν σημαντικό έσοδο για τις κυβερνήσεις και δημιουργούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας παγκοσμίως, το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει στο 50% των καπνιστών θανάτους και επιπλοκές δημιουργώντας συγχρόνως και σημαντική επιβάρυνση στα συστήματα υγείας. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το ενδεχόμενο οξείας λοίμωξης του αναπνευστικού στους καπνιστές αποκτά επίκαιρο χαρακτήρα. Για το λόγο αυτό τα μέτρα πρόληψης και τα μέτρα υποστήριξης για τη διακοπή του καπνίσματος αποκτούν αυτή τη χρονική στιγμή περαιτέρω σημασία.
Ο κίνδυνος μόλυνσης είναι πολλαπλάσιος στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα στις περιόδους πανδημιών. Μερικές χώρες όπως η Νότια Αφρική και η Ινδία απαγόρευσαν την πώληση καπνού κατά την περίοδο του lockdown για να περιορίσουν τη μετάδοση του ιού. Η αποτελεσματικότητα αυτής της πρακτικής δεν είναι ακόμη επιστημονικά τεκμηριωμένη. Έχουν περιγραφεί αρκετοί μηχανισμοί οι οποίοι μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο λοιμώξεων αναπνευστικού στους καπνιστές. Οι καπνιστές έχουν επηρεασμένο ανοσοποιητικό σύστημα με επηρεασμένη τη λειτουργία των μακροφάγων και ως εκ τούτου είναι περισσότερο ευάλωτοι σε λοιμώξεις, για παράδειγμα έχουν διπλάσιο κίνδυνο για λοίμωξη από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Επιπλέον, ο κίνδυνος για λοίμωξη από μυκόπλασμα, λεγιονέλλα, πνευμονιόκοκκο και γρίπη είναι περίπου 3-5 φορές υψηλότερος στους καπνιστές. Τα δεδομένα από τις προηγούμενες επιδημίες με τους ιούς MERS και SARS δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα. Σε μελέτη από την Κορέα φάνηκε πως ο κίνδυνος της θνητότητας ήταν 2,55 φορές υψηλότερος για τους καπνιστές, αλλά η μελέτη συμπεριέλαβε μικρό αριθμό ασθενών. Για τη λοίμωξη από το νέο κοροναϊό, τα δεδομένα δεν είναι ακόμη ξεκάθαρα. Σε μία πρόσφατη ανασκόπηση, το κάπνισμα δεν φάνηκε να είναι παράγοντας κινδύνου για μόλυνση από τον ιό, αλλά συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου και ανάγκης για μηχανική υποστήριξη.
Μια άλλη μετα-ανάλυση όμως δεν απέδειξε συσχέτιση με σοβαρή νόσο. Η μεγαλύτερη έως τώρα μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρει 1,25 φορές αυξημένο κίνδυνο θανάτου στους καπνιστές συγκριτικά με τους μη καπνιστές. Τα δεδομένα αυτά ενδεχομένως οφείλονται σε υπερέκφραση του υποδοχέα της αγγειοτενσίνης ACE2 στους καπνιστές. Δεν έχει όμως αποδειχθεί πως τροποποιήσεις στην έκφραση και βιοδιαθεσιμότητα του υποδοχέα μπορεί να έχουν επιπτώσεις στη θνητότητα. Δεδομένα από τη Γαλλία αναφέρουν πως το κάπνισμα μπορεί να έχει προστατευτική επίδραση έναντι της λοίμωξης από τον ιό διαμέσου αλληλεπίδρασης με τους υποδοχείς ακετυλοχολίνης όμως τα δεδομένα αυτά δεν έχουν αποδειχθεί και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παρακινήσουν την έναρξη του καπνίσματος. Δεδομένα για την πιθανότητα μόλυνσης σε όσους χρησιμοποιούν ηλεκτρονικό τσιγάρο δεν έχει τεκμηριωθεί. Όλοι οι καπνιστές πρέπει να ενθαρρύνονται να διακόψουν το κάπνισμα και να λαμβάνουν ψυχολογική και φαρμακευτική υποστήριξη. Η απαγόρευση πώλησης καπνού δε φαίνεται να αποτελεί λύση γιατί συνήθως οδηγεί στην άνθιση του παραεμπορίου. Η διακοπή του καπνίσματος θα βοηθήσει όχι μόνο βραχυπρόθεσμα κατά την περίοδο της επιδημίας αλλά θα μειώσει και τις μακροπρόθεσμες επιπλοκές του καπνίσματος.
Η μετάδοση της πανδημίας COVID-19 στον εργασιακό χώρο
Καθώς γίνονται σταδιακά βήματα επανόδου στην κανονικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, μελέτη από το Πανεπιστήμιο Harvard TH Chan School Δημόσιας Υγείας, με τη συμμετοχή του Ελληνοαμερικάνου Επιστήμονα Στέφανου Kales, υποστηρίζει ότι η μετάδοση του κοροναϊού στον εργασιακό χώρο ήταν υπεύθυνη για το 48% των αρχικών εξάρσεων της επιδημίας σε έξι ασιατικές χώρες (FY Lan, CF Wei, YT Hsu, DC Christiani, Stefanos N. Kales. Work-related COVID-19 transmission in six Asian countries/areas: A follow-up study. PLOS ONE. 19 May 2020). Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Γαβριατοπούλου, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα του άρθρου. Η έρευνα δείχνει ότι αρκετές επαγγελματικές ομάδες εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο για μετάδοση λοιμωδών νοσημάτων συμπεριλαμβανομένου και του SARS-CoV-2. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι παρόλο που οι κίνδυνοι για το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό είναι γνωστοί, τα έως σήμερα δεδομένα για άλλα επαγγέλματα, που έχουν συχνή συνδιαλλαγή με το κοινό, είναι αρκετά περιορισμένα.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα επιδημιολογικά δεδομένα της πανδημίας COVID-19 από το Χονγκ Κονγκ, την Ιαπωνία, τη Σιγκαπούρη, την Ταιβάν, την Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ. Παρατηρήθηκε ότι η μετάδοση στον εργασιακό χώρο στις υγειονομικές δομές έφτασε το 22%. Ωστόσο, αρκετές περιπτώσεις καταγράφηκαν και σε άλλους εργασιακούς χώρους όπως σε οδηγούς ταξί, ξεναγούς, καθαριστές, αστυνομικούς ή άλλους επαγγελματίες υγείας με περιορισμένη χρήση μέτρων ατομικής προστασίας στην αρχή της επιδημίας. Πιο αναλυτικά, οι οδηγοί και οι εργαζόμενοι στον τομέα των μεταφορών αποτελούσαν το 18% των περιπτώσεων μετάδοσης στο χώρο εργασίας, οι εργαζόμενοι στον τομέα των πωλήσεων επίσης το 18%, οι επιστάτες και οι εργαζόμενοι στον καθαρισμό κατοικιών το 9% του συνόλου, ενώ οι επαγγελματίες που το αντικείμενο ενασχόλησής τους σχετίζεται με τη δημόσια ασφάλεια αποτελούσαν το 7% των περιπτώσεων μετάδοσης στον εργασιακό χώρο. Σημειώνεται ότι η ιχνηλάτηση των επαφών σε αυτές τις εργασιακές ομάδες συχνά είναι πολύ πιο απαιτητική και χρονοβόρα συγκριτικά με τους επαγγελματίες υγείας.
Η μελέτη αναφέρει επίσης ότι καθώς εξελίσσονταν οι επιδημικές εξάρσεις σε αυτές τις χώρες, διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο λοίμωξης COVID-19 ανάλογα με το στάδιο της επιδημίας. Κατά τις πρώτες 10 ημέρες μετά την καταγραφή του πρώτου κρούσματος, οι επαγγελματίες με τον μεγαλύτερο κίνδυνο ήταν οι εργαζόμενοι σε υπηρεσίες και πωλήσεις, οι οδηγοί, οι εργαζόμενοι σε κατασκευαστικές εταιρείες και οι ιερείς. Καθώς όμως η επιδημία επεκτεινόταν πέρα των 10 ημερών, αυξήθηκε ο κίνδυνος λοίμωξης για τους επαγγελματίες υγείας, τους επιστάτες και τους εργαζόμενους στην καθαριότητα, καθώς και για τους αστυνομικούς.
Τα αποτελέσματα της έρευνας υποδεικνύουν ότι αυστηρές πολιτικές πρόληψης και επιτήρησης για αυτές τις επαγγελματικές ομάδες είναι απαραίτητες κατά την επάνοδο στην καθημερινότητα και την ανάσχεση της επιδημίας. Επιπλέον, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η πρόληψη της λοίμωξης σε αυτές τις επαγγελματικές ομάδες είναι εξίσου σημαντική και για την πρόληψη δευτερογενών λοιμώξεων στην οικογένεια, στους συναδέλφους και στους πελάτες που εξυπηρετούν.