Τραγική έρευνα από το Κέντρο Περιβάλλοντος: Πάνω από 8.500 θάνατοι κάθε χρόνο από την ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ελλάδα
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ παρουσιάζει τη νέα έκδοση «Περιβάλλον και Υγεία» του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ), σύμφωνα με την οποία περισσότεροι από 8.500 θάνατοι θα μπορούσαν να προληφθούν ετησίως στη χώρα μας, εάν μειώνονταν οι συγκεντρώσεις ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αλλά και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Όπως υπογραμμίζουν οι επικεφαλής των ερευνών, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «η προστασία της δημόσιας υγείας συντελείται και μέσω της προστασίας του περιβάλλοντος».
Η έκδοση στηρίχθηκε στις έρευνες «Επιδράσεις στην υγεία από την ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ελλάδα» της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ε.Κ. Κατσουγιάννη, και «Κλιματική Αλλαγή και Υγεία» του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, με επικεφαλής τον καθηγητή Ν. Μιχαλόπουλο και δίνεται στη δημοσιότητα εν όψει της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος (05/06), αναδεικνύοντας με επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο αφενός τη σύνδεση της κατάστασης του περιβάλλοντος με την υγεία των πολιτών και αφετέρου την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις έρευνες και με βάση τα συνιστώμενα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) επίπεδα, 6.487 θάνατοι μπορούν να αποδοθούν στην έκθεση μικροσωματιδίων (ΡΜ2.5) ετησίως στα αστικά και ημιαστικά κέντρα, με τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγραφής να αφορούν στους πληθυσμούς της Αθήνας (58%) και της Θεσσαλονίκης (13%) και 2.115 θάνατοι στις αγροτικές περιοχές, όπου η συγκέντρωση πληθυσμού είναι μεν μικρότερη σε σχέση με τα αστικά κέντρα, η μέση ηλικία τους όμως είναι μεγαλύτερη, δηλαδή υπάρχουν περισσότεροι ηλικιωμένοι άνθρωποι, που είναι πιο ευάλωτοι στις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) αντιστοιχούν σε 160 θανάτους.
«Όπως φαίνεται από την έρευνα, η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί πολύ περισσότερους θανάτους ακόμα και από πανδημίες όπως αυτή του Covid-19», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής του ΕΚΠΑΑ, Πέτρος Βαρελίδης.
Όπως επισημαίνει, «κατά τη διάρκεια της λήψης των περιοριστικών μέτρων διαπιστώθηκε μείωση κατά 1/3 της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, γεγονός που σίγουρα έχει μία θετική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία», προσθέτοντας ότι «σημασία έχει να δούμε στο τέλος του έτους ποιά είναι η μέση τιμή της ετήσιας ρύπανσης».
Όπως έκανε γνωστό ο κ. Βαρελίδης, το ΕΚΠΑΑ βρίσκεται σε φάση ανάθεσης μελέτης για τη διεξοδική έρευνα όσον αφορά τα επίπεδα της μείωσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση κατά τη διάρκεια των μέτρων που ελήφθησαν εξαιτίας της πανδημίας.
Η καθηγήτρια βιοστατιστικής και επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ, Κλέα Κατσουγιάννη δηλώνεις το ΑΠΕ-ΜΠΕ: Για τα αποτελέσματα της έρευνας, «εκτιμήθηκε ο αποδοτέος αριθμός θανάτων και εισαγωγών επειγόντων περιστατικών στην βραχυχρόνια και μακροχρόνια έκθεση στα αιωρούμενα ατμοσφαιρικά σωματίδια και σε αέριους ρύπους για τα αστικά κέντρα και κατά περιφέρεια και αστικότητα».
Όπως αναφέρει η καθηγήτρια, «το κύριο πρόβλημα ρύπανσης είναι οι υψηλές συγκεντρώσεις σωματιδίων, ενώ το διοξείδιο του αζώτου και το όζον είναι σχετικά υψηλά και ενδεχομένως να αποτελέσουν αυξανόμενο πρόβλημα το μέλλον» και προσθέτει: «Οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων θα οφεληθούν σημαντικά αν οι συγκεντρώσεις των ρύπων μειωθούν στα επίπεδα που συνιστώνται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας».
Όσον αφορά τα ενδεχόμενα οφέλη από τα μέτρα μείωσης της κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η κ. Κατσούγιαννη εκφράζει τη βεβαιότητα ότι «θα έχουν προληφθεί ορισμένοι θάνατοι και άλλα προβλήματα υγείας από την μείωση τουλάχιστον της βραχυχρόνιας έκθεσης».
Ωστόσο, σχετικά με την επίδραση της έκθεσης στην εξέλιξη του COVID-19, επισημαίνει ότι «είναι πιθανό ότι μακροχρονίως εκτεθειμένα στη ρύπανση άτομα γίνονται πιο ευάλωτα, λόγω της μεγαλύτερης πιθανότητας εμφάνισης χρόνιων αναπνευστικών νοημάτων, στις συνέπειες του κορονοϊού».
Αν και «η πλήρης αποτίμηση τους θα γίνει όταν θα είναι όλα τα απαραίτητα δεδομένα διαθέσιμα, σίγουρα πάντως οι παρεμβάσεις για την επιδημία θα οδηγήσουν σε συμπεράσματα σχετικά με τα πιθανά οφέλη από την μείωση της έκθεσης στους επικίνδυνους ρύπους», τονίζει η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ.
Οι συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής
Ως προς την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην υγεία των πολιτών τα αποτελέσματα της έρευνας προβλέπουν σύμφωνα με τις πλέον μετριοπαθείς προβλέψεις, ότι ο αριθμός ημερών με ισχυρή θερμική επιβάρυνση για τον πληθυσμό της Αθήνας αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% στο εγγύς μέλλον (2021-2050), με περαιτέρω αύξηση μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα, σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς 1961-1990.
Μάλιστα, το δυσμενέστερο κλιματικό σενάριο προβλέπει ότι ο αριθμός των ωρών με μεγάλη δυσφορία στην περιοχή της Αθήνας πρόκειται να αυξηθεί σε ποσοστό που υπερβαίνει το 150% στο απώτερο μέλλον (2071-2100), σε σχέση με την τελευταία 30ετία του 20ου αιώνα (1971-2000).
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής περιβαλλοντικής Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Μιχαλόπουλος, «τα αποτελέσματα της μεγάλης πλειοψηφίας των κλιματικών μοντέλων, συμφωνούν στο ότι η Νότια Ευρώπη αναμένεται να είναι από τις περιοχές του πλανήτη που θα πληγούν ιδιαίτερα από τα ισχυρά κύματα ζέστης, ενώ διαπιστώνεται και ισχυρή τάση για άνοδο της ξηρασίας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Κατά συνέπεια και η Ελλάδα είναι από τις χώρες οι οποίες θα πρέπει να βρίσκονται σε επιφυλακή για την αντιμετώπιση πιθανών ακραίων περιστάσεων που μπορεί να πλήξουν καίρια την υγεία των πολιτών αλλά και τομείς της οικονομικής δραστηριότητας».
Σύμφωνα με τον κ. Μιχαλόπουλο, που είναι επίσης διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Αστεροσκοπείου, «στην έκθεση του ΕΚΠΑΑ, περιγράφονται αναλυτικά οι πιθανοί κίνδυνοι για την υγεία του πληθυσμού της χώρας, τους οποίους μπορεί να επιφέρει η αναμενόμενη κλιματική αλλαγή, λόγω θερμικής καταπόνησης και λόγω της πιθανής μετάδοσης ασθενειών μέσω κουνουπιών φορέων».
Όπως εξηγεί ο καθηγητής, «αυτή η επιλογή έγινε καθώς οι πιθανές άμεσες επιπτώσεις στην υγεία που μπορεί να προκύψουν λόγω των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής στους δύο αυτούς τομείς, μπορεί να είναι εξαιρετικά σοβαρές και γενικευμένες σε μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού».
Ποια είναι τα μέτρα που απαιτούνται για τον περιορισμό του φαινομένου; Σύμφωνα με τον κ. Βαρελίδη, «η προώθηση της ηλεκτροκίνησης και της βιώσιμης κινητικότητας είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό μέτρο για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ρύπανσης. Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προβλέπει επίσης πολύ σημαντικά μέτρα για τη μείωση των εκπομπών CO2, καθώς επίσης και η προώθηση του βιοαερίου για την αξιοποίηση των αποβλήτων, η ενίσχυση των ΑΠΕ, η αναβάθμιση του κτηριακού αποθέματος της χώρας, αλλά και ο καθορισμός τομεακών πολιτικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή (π.χ. γεωργία τουρισμός κλπ), για τις οποίες απαιτούνται εθνικά μέτρα».
Σχολιάζοντας την επικείμενη μετεξέλιξη του ΕΚΠΑΑ σε Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής αλλαγής, με βάση τις προβλέψεις του νέου περιβαλλοντικού νόμου, ο κ. Βαρελίδης, τη χαρακτήρισε ως ένα πολύ σημαντικό βήμα για την ενίσχυση τoυ ρόλου και του κύρους του.
Τέλος, όπως επισημαίνει στον πρόλογο της έκδοσης η απερχόμενη πρόεδρος του ΔΣ ΕΚΠΑΑ, Ζωή Βροντίση, «οι μέχρι τώρα ρυθμίσεις περιβαλλοντικής προστασίας αντιμετωπίζουν το περιβάλλον και τη φύση ως εμπόδιο ευημερίας. Αντίθετα η έκδοση αυτή τονίζει ότι η λήψη ουσιαστικών μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας είναι μέρος της λύσης».
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
Η έκδοση στηρίχθηκε στις έρευνες «Επιδράσεις στην υγεία από την ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ελλάδα» της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ε.Κ. Κατσουγιάννη, και «Κλιματική Αλλαγή και Υγεία» του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, με επικεφαλής τον καθηγητή Ν. Μιχαλόπουλο και δίνεται στη δημοσιότητα εν όψει της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος (05/06), αναδεικνύοντας με επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο αφενός τη σύνδεση της κατάστασης του περιβάλλοντος με την υγεία των πολιτών και αφετέρου την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις έρευνες και με βάση τα συνιστώμενα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) επίπεδα, 6.487 θάνατοι μπορούν να αποδοθούν στην έκθεση μικροσωματιδίων (ΡΜ2.5) ετησίως στα αστικά και ημιαστικά κέντρα, με τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγραφής να αφορούν στους πληθυσμούς της Αθήνας (58%) και της Θεσσαλονίκης (13%) και 2.115 θάνατοι στις αγροτικές περιοχές, όπου η συγκέντρωση πληθυσμού είναι μεν μικρότερη σε σχέση με τα αστικά κέντρα, η μέση ηλικία τους όμως είναι μεγαλύτερη, δηλαδή υπάρχουν περισσότεροι ηλικιωμένοι άνθρωποι, που είναι πιο ευάλωτοι στις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) αντιστοιχούν σε 160 θανάτους.
«Όπως φαίνεται από την έρευνα, η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί πολύ περισσότερους θανάτους ακόμα και από πανδημίες όπως αυτή του Covid-19», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής του ΕΚΠΑΑ, Πέτρος Βαρελίδης.
Όπως επισημαίνει, «κατά τη διάρκεια της λήψης των περιοριστικών μέτρων διαπιστώθηκε μείωση κατά 1/3 της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, γεγονός που σίγουρα έχει μία θετική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία», προσθέτοντας ότι «σημασία έχει να δούμε στο τέλος του έτους ποιά είναι η μέση τιμή της ετήσιας ρύπανσης».
Όπως έκανε γνωστό ο κ. Βαρελίδης, το ΕΚΠΑΑ βρίσκεται σε φάση ανάθεσης μελέτης για τη διεξοδική έρευνα όσον αφορά τα επίπεδα της μείωσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση κατά τη διάρκεια των μέτρων που ελήφθησαν εξαιτίας της πανδημίας.
Η καθηγήτρια βιοστατιστικής και επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ, Κλέα Κατσουγιάννη δηλώνεις το ΑΠΕ-ΜΠΕ: Για τα αποτελέσματα της έρευνας, «εκτιμήθηκε ο αποδοτέος αριθμός θανάτων και εισαγωγών επειγόντων περιστατικών στην βραχυχρόνια και μακροχρόνια έκθεση στα αιωρούμενα ατμοσφαιρικά σωματίδια και σε αέριους ρύπους για τα αστικά κέντρα και κατά περιφέρεια και αστικότητα».
Όπως αναφέρει η καθηγήτρια, «το κύριο πρόβλημα ρύπανσης είναι οι υψηλές συγκεντρώσεις σωματιδίων, ενώ το διοξείδιο του αζώτου και το όζον είναι σχετικά υψηλά και ενδεχομένως να αποτελέσουν αυξανόμενο πρόβλημα το μέλλον» και προσθέτει: «Οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων θα οφεληθούν σημαντικά αν οι συγκεντρώσεις των ρύπων μειωθούν στα επίπεδα που συνιστώνται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας».
Όσον αφορά τα ενδεχόμενα οφέλη από τα μέτρα μείωσης της κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η κ. Κατσούγιαννη εκφράζει τη βεβαιότητα ότι «θα έχουν προληφθεί ορισμένοι θάνατοι και άλλα προβλήματα υγείας από την μείωση τουλάχιστον της βραχυχρόνιας έκθεσης».
Ωστόσο, σχετικά με την επίδραση της έκθεσης στην εξέλιξη του COVID-19, επισημαίνει ότι «είναι πιθανό ότι μακροχρονίως εκτεθειμένα στη ρύπανση άτομα γίνονται πιο ευάλωτα, λόγω της μεγαλύτερης πιθανότητας εμφάνισης χρόνιων αναπνευστικών νοημάτων, στις συνέπειες του κορονοϊού».
Αν και «η πλήρης αποτίμηση τους θα γίνει όταν θα είναι όλα τα απαραίτητα δεδομένα διαθέσιμα, σίγουρα πάντως οι παρεμβάσεις για την επιδημία θα οδηγήσουν σε συμπεράσματα σχετικά με τα πιθανά οφέλη από την μείωση της έκθεσης στους επικίνδυνους ρύπους», τονίζει η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ.
Οι συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής
Ως προς την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην υγεία των πολιτών τα αποτελέσματα της έρευνας προβλέπουν σύμφωνα με τις πλέον μετριοπαθείς προβλέψεις, ότι ο αριθμός ημερών με ισχυρή θερμική επιβάρυνση για τον πληθυσμό της Αθήνας αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% στο εγγύς μέλλον (2021-2050), με περαιτέρω αύξηση μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα, σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς 1961-1990.
Μάλιστα, το δυσμενέστερο κλιματικό σενάριο προβλέπει ότι ο αριθμός των ωρών με μεγάλη δυσφορία στην περιοχή της Αθήνας πρόκειται να αυξηθεί σε ποσοστό που υπερβαίνει το 150% στο απώτερο μέλλον (2071-2100), σε σχέση με την τελευταία 30ετία του 20ου αιώνα (1971-2000).
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής περιβαλλοντικής Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Μιχαλόπουλος, «τα αποτελέσματα της μεγάλης πλειοψηφίας των κλιματικών μοντέλων, συμφωνούν στο ότι η Νότια Ευρώπη αναμένεται να είναι από τις περιοχές του πλανήτη που θα πληγούν ιδιαίτερα από τα ισχυρά κύματα ζέστης, ενώ διαπιστώνεται και ισχυρή τάση για άνοδο της ξηρασίας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Κατά συνέπεια και η Ελλάδα είναι από τις χώρες οι οποίες θα πρέπει να βρίσκονται σε επιφυλακή για την αντιμετώπιση πιθανών ακραίων περιστάσεων που μπορεί να πλήξουν καίρια την υγεία των πολιτών αλλά και τομείς της οικονομικής δραστηριότητας».
Σύμφωνα με τον κ. Μιχαλόπουλο, που είναι επίσης διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Αστεροσκοπείου, «στην έκθεση του ΕΚΠΑΑ, περιγράφονται αναλυτικά οι πιθανοί κίνδυνοι για την υγεία του πληθυσμού της χώρας, τους οποίους μπορεί να επιφέρει η αναμενόμενη κλιματική αλλαγή, λόγω θερμικής καταπόνησης και λόγω της πιθανής μετάδοσης ασθενειών μέσω κουνουπιών φορέων».
Όπως εξηγεί ο καθηγητής, «αυτή η επιλογή έγινε καθώς οι πιθανές άμεσες επιπτώσεις στην υγεία που μπορεί να προκύψουν λόγω των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής στους δύο αυτούς τομείς, μπορεί να είναι εξαιρετικά σοβαρές και γενικευμένες σε μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού».
Ποια είναι τα μέτρα που απαιτούνται για τον περιορισμό του φαινομένου; Σύμφωνα με τον κ. Βαρελίδη, «η προώθηση της ηλεκτροκίνησης και της βιώσιμης κινητικότητας είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό μέτρο για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ρύπανσης. Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προβλέπει επίσης πολύ σημαντικά μέτρα για τη μείωση των εκπομπών CO2, καθώς επίσης και η προώθηση του βιοαερίου για την αξιοποίηση των αποβλήτων, η ενίσχυση των ΑΠΕ, η αναβάθμιση του κτηριακού αποθέματος της χώρας, αλλά και ο καθορισμός τομεακών πολιτικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή (π.χ. γεωργία τουρισμός κλπ), για τις οποίες απαιτούνται εθνικά μέτρα».
Σχολιάζοντας την επικείμενη μετεξέλιξη του ΕΚΠΑΑ σε Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής αλλαγής, με βάση τις προβλέψεις του νέου περιβαλλοντικού νόμου, ο κ. Βαρελίδης, τη χαρακτήρισε ως ένα πολύ σημαντικό βήμα για την ενίσχυση τoυ ρόλου και του κύρους του.
Τέλος, όπως επισημαίνει στον πρόλογο της έκδοσης η απερχόμενη πρόεδρος του ΔΣ ΕΚΠΑΑ, Ζωή Βροντίση, «οι μέχρι τώρα ρυθμίσεις περιβαλλοντικής προστασίας αντιμετωπίζουν το περιβάλλον και τη φύση ως εμπόδιο ευημερίας. Αντίθετα η έκδοση αυτή τονίζει ότι η λήψη ουσιαστικών μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας είναι μέρος της λύσης».
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ