Σε ισχύ τέθηκε ο ευρωπαϊκός κανονισμός (352/2017) απελευθέρωσης των λιμενικών υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και η παραλαβή των αποβλήτων πλοίων, με αποτέλεσμα την άρση των μονοπωλίων που επί σχεδόν δύο δεκαετίες είχαν εγκαθιδρυθεί παρασιτικά στην αγορά, με συνέπεια τη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Πρόσφατα, μάλιστα, η Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων (ΡΑΛ) με σχετική της απόφαση (167/2020) έδωσε διευκρινίσεις αλλά και κατευθύνσεις στην πρακτική διεκπεραίωση των ευρωπαϊκών διατάξεων, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες.

Το θέμα της μη εφαρμογής τους είχε αναδειχθεί ιδιαίτερα από τα «Π» το προηγούμενο διάστημα με δημοσιεύματα για απευθείας αναθέσεις εργολαβιών και ανανεώσεις συμβάσεων από διάφορους οργανισμούς λιμένων και δημοτικά λιμενικά ταμεία.

Στο περιεχόμενο της εγκυκλίου της ΡΑΛ σημειώνεται ευθέως ότι «ο κανονισμός στοχεύει στην αντιμετώπιση των μονοπωλιακών πρακτικών και των στρεβλώσεων της αγοράς στις λιμενικές υπηρεσίες, εν γένει, προωθώντας κοινούς κανόνες ανταγωνισμού και διαφάνειας». Επίσης, ότι «οι πάροχοι λιμενικών υπηρεσιών θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να παράσχουν τις υπηρεσίες τους στους θαλάσσιους λιμένες», ενώ «θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα η εν λόγω ελευθερία να ασκείται υπό ορισμένους όρους».

Συνεπώς, θεωρείται δικαίωμα του κάθε παρόχου λιμενικής υπηρεσίας να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά στον αντίστοιχο τομέα, με μοναδικό όρο την άσκηση αυτής της δραστηριότητας. Ο δε αριθμός των παρόχων- εργολάβων μπορεί να περιορισθεί από τον φορέα διαχείρισης του λιμένα «μόνο κατ’ εξαίρεση, με ειδική αιτιολογία και για πολύ συγκεκριμένους λόγους ... και θα πρέπει να αιτιολογείται με σαφείς και αντικειμενικούς λόγους και να μη δημιουργεί δυσανάλογα εμπόδια στην αγορά».

Εν κατακλείδι, ορίζεται ότι «η δυνατότητα επιβολής ελάχιστων απαιτήσεων και περιορισμού του αριθμού των παρόχων λιμενικών υπηρεσιών, που συνεχίζουν να διαθέτουν τα κράτη-μέλη, δεν θα πρέπει να τα εμποδίζει να εξασφαλίζουν απεριόριστη ελευθερία παροχής υπηρεσιών στους λιμένες τους».

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Η ΡΑΛ, επικαλούμενη το πλαίσιο του ενωσιακού ∆ικαίου «της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και του δημόσιου συμφέροντος», τονίζει ότι «οι όποιοι άμεσοι ή έμμεσοι περιορισμοί στην παροχή των λιμενικών υπηρεσιών δεν αρκεί να προβλέπονται κατά το γράμμα τους από τον κανονισμό», αλλά επιπλέον για να είναι σύμφωνα με το πνεύμα του. Θα πρέπει να στηρίζονται «σε αντικειμενικά, κριτήρια, άμεσα συνδεόμενα με την παροχή της υπηρεσίας, να είναι αναγκαίοι για την παροχή των λιμενικών υπηρεσιών κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες στο απαιτούμενο επίπεδο και να επιβάλουν τους ολιγότερον επαχθείς περιορισμούς στην ελευθερία του ανταγωνισμού». ∆ιαφορετικά, οι περιορισμοί θα καθίστανται ανίσχυροι.

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σημαντικό είναι, επίσης, το ότι η ρυθμιστική Αρχή σε άλλη σχετική αναφορά της, στις 5 Ιουνίου, αναλύει τις αρμοδιότητές της, γεγονός που καθιστά υποχρεωτικό και εφαρμόσιμο το ευρωπαϊκό πλαίσιο, καθώς έχει δηλωθεί από το Ελληνικό ∆ημόσιο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως ο μόνος φορέας ρύθμισης και εφαρμογής του Κανονισμού 362/2017. Συγκεκριμένα, σε απάντησή της, τονίζεται ότι «η ΡΑΛ έχει την αρμοδιότητα έκδοσης πράξεων και δεσμευτικών οδηγιών, εγκυκλίων, προτύπων, υποδειγμάτων, κατευθυντήριων γραμμών, ανακοινώσεων, κωδίκων δεοντολογίας και χαρτών υποχρεώσεων και καλών πρακτικών, καθώς και κάθε άλλης απαραίτητης πράξης, ιδίως για τη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν ... στην οικονομική ρύθμιση, απλούστευση, στη διαφάνεια και στη συμβατότητα των τελών, χρεώσεων και κυρώσεων των λιμενικών υπηρεσιών και των ζητημάτων πρόσβασης επί όλων των ελληνικών λιμένων και επί των συνδεόμενων με αυτούς εγκαταστάσεων, σύμφωνα με την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία περί ανταγωνισμού και παροχής λιμενικών υπηρεσιών και χρηματοοικονομικής διαφάνειας».