Υφαντής (καθηγητής Διεθνών Σχέσεων): Οι απόψεις του κ.Ροζάκη για το Καστελόριζο θα γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από την Τουρκία
«Οι απόψεις του καθηγητή Ροζάκη για το Καστελόριζο θα γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από την Τουρκία» εκτίμησε μιλώντας στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή ‘’Secret’’με τον δημοσιογράφο Παναγιώτη Τζένο, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κώστας Υφαντής.
Ο κ. Υφαντής σημείωσε πως «η Άγκυρα επικαλείται το Διεθνές δίκαιο για τις θαλάσσιες ζώνες» και επισήμανε πως «η Ελλάδα δεν θα πρέπει να εγκαταλείψει τον οριοθετημένο διάλογο με την Τουρκία».
Παράλληλα ανέφερε ότι «η Τουρκία θέλει αλα καρτ να χρησιμοποιήσει το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας».
Ακόμη υπογράμμισε πως «η εθνική στρατηγική της Ελλάδας έχει δύο πυλώνες, την αποτροπή μιας επίθεσης και την συνεχή έκκληση σε διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου».
«Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ, έχει πλεονεκτήματα στην διπλωματία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Σε ότι αφορά την αποχώρηση της Γαλλίας από τη Λιβύη, δήλωσε πως «θα πρέπει να περιμένουμε τι ακριβώς θα κάνει το Παρίσι», ενώ παράλληλα εκτίμησε ότι «η χώρα δεν θα σταματήσει να παρεμβαίνει».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Κώστα Υφαντή στα Παραπολιτικά 90,1:
Αναφορικά με τη δήλωση Ακάρ για τις θέσεις του κ. Ροζάκη, ο κ. Υφαντής δήλωσε: «Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε παραπάνω με τη δήλωση Ακάρ επειδή ξέρουν ότι σχεδόν σε όλα τα ζητήματα και η νομική τους θέση είναι πάρα πολύ αδύναμη μαζεύουν οτιδήποτε μπορεί να τους φανεί χρήσιμο σε μια ενδεχόμενη δικαστική διαμάχη για να κερδίσουν και πόντους στο επικοινωνιακό παιχνίδι στο εσωτερικό. Η άποψη που εξέφρασε ο καθηγητής Ροζάκης ότι η νομική θέση της χώρας ίσως είναι αδύναμη στο θέμα του Καστελορίζου είναι απολύτως σίγουρο ότι θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την Τουρκία».
«Η Τουρκία επικαλείται το διεθνές δίκαιο, προσπαθεί να αντλήσει ψήγματα νομιμοποίησης όπως έκανε με το Τουρκολιβυκό μνημόνιο. Το Τουρκολιβυκό μνημόνιο θα μπορούσε να πει κάποιος αδαής ότι είναι μια συμφωνία διεθνής άρα υπόκειται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου αλλά από εκεί και πέρα η πάγια στρατηγική της χώρας εδώ και 50 χρόνια είναι ότι το νομικό πρόβλημα της οριοθέτησης της υφαλοκρυπίδας και των θαλασσίων ζωνών είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε οριοθετημένα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας ένα διάλογο με την Τουρκία και αν δεν συμφωνήσουμε τότε να προσφύγουμε στη διεθνή δικαιοσύνη», επισήμανε ο ίδιος.
«Αυτο είναι μια θέση την οποία η χώρα δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψει του οριοθετημένου διαλόγου με την Τουρκία όπως έχει εκφραστεί από το 1975. Δεν πρέπει να χάσουμε αυτό το ηθικό πλεονέκτημα σε αυτή τη συζήτηση. Είναι σίγουρο βεβαίως ότι η Τουρκία όταν μιλάει για διάλογο έχει άλλα πράγματα στο μυαλό της από αυτά που έχουμε εμείς. Δηλαδή η Τουρκία θέλει να βάλει ζητήματα κυριαρχίας, α λα κάρτ να χρησιμοποιήσει το διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της θάλασσας. Ξέρουμε όλοι τις παγίδες που μπορεί να κρύβει, και κρύβει, μια διμερή διαπραγμάτευση με την Τουρκία για αυτό δεν πρέπει ποτέ να πάμε χωρίς πριν να έχουμε οριοθετήσει απολύτως το πλαίσιο του διαλόγου», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για τους δίαυλους διαλόγου με την Τουρκία, ο καθηγητής σημείωσε: «Η εθνική στρατηγική έχει δύο πυλώνες η μια της αποτροπής, της ισορροπίας ισχύος δηλαδή ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια Τουρκία η οποία θα τρελαθεί και θα ανοίξει την πόρτα του «φρενοκομείου» και από την άλλη πλευρά την καλούμε συνεχώς σε διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου. Αυτό δεν πρέπει να αλλάξει. Αυτό το οποίο όμως συμβαίνει σήμερα είναι ότι μετά από 10 χρόνια δημοσιονομικής δυσπραγίας έχει δημιουργηθεί η αντίληψη στην Άγκυρα ότι πια η χώρα είναι αδύναμη, ότι είμαστε έτοιμοι να υποκύψουμε και ότι η συνεχής πίεση θα οδηγήσει στο φόβο και στην εξάντληση. Πρέπει να βγούμε από αυτή την παγίδα, που μπαίνουμε και μόνοι μας. Η χώρα δεν είναι ούτε οι άτακτοι της Συρίας ούτε κατσαπλιάδες. Η χώρα είναι μια πολύ ισχυρή στρατιωτικά δύναμη και αυτό πρέπει πάντοτε να το θυμόμαστε αλλά ποτέ δεν καθόμαστε στο τραπέζι υπό την απειλή των όπλων».
Ερωτηθείς για τη διπλωματική οδό που ακολουθεί η χώρα, ο κ. Υφαντής απάντησε: «Στο διπλωματικό πεδίο γενικά δεν τα έχουμε πάει άσχημα. Το πεδίο της διπλωματίας είναι ένα πεδίο στο οποίο έχουμε πλεονεκτήματα απέναντι στην Τουρκία, έχουμε τη συμμετοχή μας στην ΕΕ όσο κι αν είναι η συμπεριφορά και οι ικανότητες της Ένωσης είναι χαμηλότερες των προσδοκιών μας αλλά είναι ένα τερέν στο οποίο υπερέχουμε και δεν πρέπει αυτό να το εγκαταλείψουμε. Αλλά εάν ο διπλωματικός μας ακτιβισμός μας οδηγεί, προσπαθούμε να «εξημερώσουμε το θηρίο» τότε δεν κάνουμε τίποτα. Προσπαθούμε να το αφοπλίσουμε, να το απονομιμοποιήσουμε εάν όμως η Τουρκία έχει αποφασίσει έτσι κι αλλιώς να λύσουμε τις διαφορές μας, να ξεκαθαρίσουν οι λογαριασμοί χρησιμοποιώντας ισχύ ότι και να πούμε δεν έχει σημασία. Αν η Τουρκία το αποφασίσει και ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου τότε δεν έχουμε επιλογή παρά να ακολουθήσουμε».
Αναφορικά με την αποχώρηση της Γαλλίας από τη Λιβύη, δήλωσε: «Να περιμένουμε να δούμε πως θα εξελιχθεί η στρατηγική της Γαλλίας. Αυτή τη στιγμή έχουμε αποχώρηση από τη δύναμη που υποτίθεται ότι επιτηρεί το εμπάργκο ως ένδειξη διαμαρτυρίας κυρίως απέναντι στο ΝΑΤΟ. Δεν νομίζω ότι η Γαλλία θα σταματήσει να παρεμβαίνει και να απειλεί με παρέμβαση στην ευρύτερη περιοχή. Η Τουρκική παρουσία και η δημιουργία ενός τουρκικού προτεκτοράτου στη Λιβύη είναι ενοχλητική για πάρα πολλούς , δύσκολα θα την ανεχτούν και η Γαλλία και η Αίγυπτος».
«Θα δούμε πως θα εξελιχτούν τα πράγματα αλλά είναι σίγουρο ότι το φάσμα μιας ολοκληρωτικής επικράτησης του καθεστώτος Σάρατζ στη Λιβύη είναι ένα ενδεχόμενο το οποίο δεν πρόκειται να το αποδεχτούνε πάρα πολλές χώρες στην περιοχή», υπογράμμισε ο ίδιος.
«Η μεγάλη διαφορά των ελληνοτουρκικών σχέσεων σήμερα από το πως εξελίσσονταν μέχρι πριν από 2-3 χρόνια είναι ότι τώρα περισσότερο από ποτέ είμαστε μέρος ενός ευρύτερου περιφερειακού συστήματος ανταγωνισμών και αξόνων. Δεν ήταν έτσι το παρελθόν, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν την αυτονομία τους. Ήταν το Αιγαίο, ήταν το Κυπριακό αλλά ήταν στενά διμερές ζήτημα. Σήμερα η ελληνοτουρκικλή αντιπαράθεση ή μάλλον η τουρκική αναθεωρητική πολιτική έχει να κάνει με μια ευρύτερη στρατηγική η οποία αναπτύσσεται, δηλαδή με τη μεγάλη σκακιέρα», σημείωσε επιπρόσθετα.
Ο κ. Υφαντής σημείωσε πως «η Άγκυρα επικαλείται το Διεθνές δίκαιο για τις θαλάσσιες ζώνες» και επισήμανε πως «η Ελλάδα δεν θα πρέπει να εγκαταλείψει τον οριοθετημένο διάλογο με την Τουρκία».
Παράλληλα ανέφερε ότι «η Τουρκία θέλει αλα καρτ να χρησιμοποιήσει το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας».
Ακόμη υπογράμμισε πως «η εθνική στρατηγική της Ελλάδας έχει δύο πυλώνες, την αποτροπή μιας επίθεσης και την συνεχή έκκληση σε διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου».
«Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ, έχει πλεονεκτήματα στην διπλωματία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Σε ότι αφορά την αποχώρηση της Γαλλίας από τη Λιβύη, δήλωσε πως «θα πρέπει να περιμένουμε τι ακριβώς θα κάνει το Παρίσι», ενώ παράλληλα εκτίμησε ότι «η χώρα δεν θα σταματήσει να παρεμβαίνει».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Κώστα Υφαντή στα Παραπολιτικά 90,1:
Αναφορικά με τη δήλωση Ακάρ για τις θέσεις του κ. Ροζάκη, ο κ. Υφαντής δήλωσε: «Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε παραπάνω με τη δήλωση Ακάρ επειδή ξέρουν ότι σχεδόν σε όλα τα ζητήματα και η νομική τους θέση είναι πάρα πολύ αδύναμη μαζεύουν οτιδήποτε μπορεί να τους φανεί χρήσιμο σε μια ενδεχόμενη δικαστική διαμάχη για να κερδίσουν και πόντους στο επικοινωνιακό παιχνίδι στο εσωτερικό. Η άποψη που εξέφρασε ο καθηγητής Ροζάκης ότι η νομική θέση της χώρας ίσως είναι αδύναμη στο θέμα του Καστελορίζου είναι απολύτως σίγουρο ότι θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την Τουρκία».
«Η Τουρκία επικαλείται το διεθνές δίκαιο, προσπαθεί να αντλήσει ψήγματα νομιμοποίησης όπως έκανε με το Τουρκολιβυκό μνημόνιο. Το Τουρκολιβυκό μνημόνιο θα μπορούσε να πει κάποιος αδαής ότι είναι μια συμφωνία διεθνής άρα υπόκειται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου αλλά από εκεί και πέρα η πάγια στρατηγική της χώρας εδώ και 50 χρόνια είναι ότι το νομικό πρόβλημα της οριοθέτησης της υφαλοκρυπίδας και των θαλασσίων ζωνών είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε οριοθετημένα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας ένα διάλογο με την Τουρκία και αν δεν συμφωνήσουμε τότε να προσφύγουμε στη διεθνή δικαιοσύνη», επισήμανε ο ίδιος.
«Αυτο είναι μια θέση την οποία η χώρα δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψει του οριοθετημένου διαλόγου με την Τουρκία όπως έχει εκφραστεί από το 1975. Δεν πρέπει να χάσουμε αυτό το ηθικό πλεονέκτημα σε αυτή τη συζήτηση. Είναι σίγουρο βεβαίως ότι η Τουρκία όταν μιλάει για διάλογο έχει άλλα πράγματα στο μυαλό της από αυτά που έχουμε εμείς. Δηλαδή η Τουρκία θέλει να βάλει ζητήματα κυριαρχίας, α λα κάρτ να χρησιμοποιήσει το διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της θάλασσας. Ξέρουμε όλοι τις παγίδες που μπορεί να κρύβει, και κρύβει, μια διμερή διαπραγμάτευση με την Τουρκία για αυτό δεν πρέπει ποτέ να πάμε χωρίς πριν να έχουμε οριοθετήσει απολύτως το πλαίσιο του διαλόγου», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για τους δίαυλους διαλόγου με την Τουρκία, ο καθηγητής σημείωσε: «Η εθνική στρατηγική έχει δύο πυλώνες η μια της αποτροπής, της ισορροπίας ισχύος δηλαδή ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια Τουρκία η οποία θα τρελαθεί και θα ανοίξει την πόρτα του «φρενοκομείου» και από την άλλη πλευρά την καλούμε συνεχώς σε διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου. Αυτό δεν πρέπει να αλλάξει. Αυτό το οποίο όμως συμβαίνει σήμερα είναι ότι μετά από 10 χρόνια δημοσιονομικής δυσπραγίας έχει δημιουργηθεί η αντίληψη στην Άγκυρα ότι πια η χώρα είναι αδύναμη, ότι είμαστε έτοιμοι να υποκύψουμε και ότι η συνεχής πίεση θα οδηγήσει στο φόβο και στην εξάντληση. Πρέπει να βγούμε από αυτή την παγίδα, που μπαίνουμε και μόνοι μας. Η χώρα δεν είναι ούτε οι άτακτοι της Συρίας ούτε κατσαπλιάδες. Η χώρα είναι μια πολύ ισχυρή στρατιωτικά δύναμη και αυτό πρέπει πάντοτε να το θυμόμαστε αλλά ποτέ δεν καθόμαστε στο τραπέζι υπό την απειλή των όπλων».
Ερωτηθείς για τη διπλωματική οδό που ακολουθεί η χώρα, ο κ. Υφαντής απάντησε: «Στο διπλωματικό πεδίο γενικά δεν τα έχουμε πάει άσχημα. Το πεδίο της διπλωματίας είναι ένα πεδίο στο οποίο έχουμε πλεονεκτήματα απέναντι στην Τουρκία, έχουμε τη συμμετοχή μας στην ΕΕ όσο κι αν είναι η συμπεριφορά και οι ικανότητες της Ένωσης είναι χαμηλότερες των προσδοκιών μας αλλά είναι ένα τερέν στο οποίο υπερέχουμε και δεν πρέπει αυτό να το εγκαταλείψουμε. Αλλά εάν ο διπλωματικός μας ακτιβισμός μας οδηγεί, προσπαθούμε να «εξημερώσουμε το θηρίο» τότε δεν κάνουμε τίποτα. Προσπαθούμε να το αφοπλίσουμε, να το απονομιμοποιήσουμε εάν όμως η Τουρκία έχει αποφασίσει έτσι κι αλλιώς να λύσουμε τις διαφορές μας, να ξεκαθαρίσουν οι λογαριασμοί χρησιμοποιώντας ισχύ ότι και να πούμε δεν έχει σημασία. Αν η Τουρκία το αποφασίσει και ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου τότε δεν έχουμε επιλογή παρά να ακολουθήσουμε».
Αναφορικά με την αποχώρηση της Γαλλίας από τη Λιβύη, δήλωσε: «Να περιμένουμε να δούμε πως θα εξελιχθεί η στρατηγική της Γαλλίας. Αυτή τη στιγμή έχουμε αποχώρηση από τη δύναμη που υποτίθεται ότι επιτηρεί το εμπάργκο ως ένδειξη διαμαρτυρίας κυρίως απέναντι στο ΝΑΤΟ. Δεν νομίζω ότι η Γαλλία θα σταματήσει να παρεμβαίνει και να απειλεί με παρέμβαση στην ευρύτερη περιοχή. Η Τουρκική παρουσία και η δημιουργία ενός τουρκικού προτεκτοράτου στη Λιβύη είναι ενοχλητική για πάρα πολλούς , δύσκολα θα την ανεχτούν και η Γαλλία και η Αίγυπτος».
«Θα δούμε πως θα εξελιχτούν τα πράγματα αλλά είναι σίγουρο ότι το φάσμα μιας ολοκληρωτικής επικράτησης του καθεστώτος Σάρατζ στη Λιβύη είναι ένα ενδεχόμενο το οποίο δεν πρόκειται να το αποδεχτούνε πάρα πολλές χώρες στην περιοχή», υπογράμμισε ο ίδιος.
«Η μεγάλη διαφορά των ελληνοτουρκικών σχέσεων σήμερα από το πως εξελίσσονταν μέχρι πριν από 2-3 χρόνια είναι ότι τώρα περισσότερο από ποτέ είμαστε μέρος ενός ευρύτερου περιφερειακού συστήματος ανταγωνισμών και αξόνων. Δεν ήταν έτσι το παρελθόν, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν την αυτονομία τους. Ήταν το Αιγαίο, ήταν το Κυπριακό αλλά ήταν στενά διμερές ζήτημα. Σήμερα η ελληνοτουρκικλή αντιπαράθεση ή μάλλον η τουρκική αναθεωρητική πολιτική έχει να κάνει με μια ευρύτερη στρατηγική η οποία αναπτύσσεται, δηλαδή με τη μεγάλη σκακιέρα», σημείωσε επιπρόσθετα.