Δίκη Proton Bank: Ένοχοι 27 από τους 43 κατηγορούμενους πρότεινε η εισαγγελέας
Να κριθούν ενοχοι οι 27 εκ των συνολικά 43 κατηγορουμένων για την υπόθεση της Proton Bank και της χορήγησης επισφαλών δανείων άνω των 700 εκ. ευρώ πρότεινε η εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας.
Όπως τόνισε η εισαγγελική λειτουργός κατά τη διάρκεια της αγόρευσης της ο Λ. Λαυρεντιάδης από κοινού με διοικητικά στελέχη της Τράπεζας PROTON και στενούς του συνεργάτες κατεστρωσαν και υλοποίησαν σχέδιο παράνομης άντλησης κεφαλαίων από την Τράπεζα, της οποίας ο επιχειρηματίας είχε αποκτήσει τον έλεγχο.
Τα εν λόγω ποσά δόθηκαν χωρίς τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις, υπό μορφή παράνομων πιστοδοτήσεων, για τις οποίες, κατά την εισαγγελική πρόταση, ευθύνονται οι ανωτέρω κατηγορούμενοι.
Τα επίδικα κεφάλαια χορηγήθηκαν ως δάνεια προς νεοπαγείς εταιρείες που δημιουργήθηκαν από τους συγκατηγορούμενους και συνεργούς του Λ. Λαυρεντιάδη, προκειμένου να αγοράσουν οι τελευταίοι εταιρείες του Ομίλου του που τυπικά μόνον εκποιήθηκαν.
Όμως, οι εταιρείες που είχαν εξαγοραστεί με αυτόν τον τρόπο, παρέμειναν επί της ουσίας συνδεδεμένες με τον Όμιλο Λαυρεντιάδη και ήταν ελεγχόμενες από αυτόν, τα δε κεφάλαια, ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, φαίνεται ότι εξυπηρέτησαν ανάγκες ρευστότητας των συνδεδεμένων εταιρειών και της καταρρέουσας ALAPIS.
Η οποία, παρά την κραταιά εικόνα που παραπλανητικά εμφάνιζε καθ' όλη τη διάρκεια του εγχειρήματος, βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και δη εν γνώσει των κατηγορουμένων, εξ ου και πολύ σύντομα κατέρρευσε. Μεγάλο μέρος των επίμαχων χρηματικών ποσών, δε, κατέληξε, κατά την εισαγγελέα, σε προσωπικούς λογαριασμούς κατηγορουμένων, των οποίων προτάθηκε η ενοχή για το αδίκημα του «ξεπλύματος βρώμικου χρήματος», ενώ διαπιστώθηκαν και αναλήψεις ποσών σε μετρητά.
Πέραν τούτου, η Εισαγγελέας έκρινε ότι στο πλαίσιο της προαναφερόμενης εξεύρεσης ζωτικών κεφαλαίων για την ήδη καταβαραθρωμένη ALAPIS που στερείτο ταμειακών διαθεσίμων, ο Λ. Λαυρεντιάδης και 5 ακόμη συγκατηγορούμενοί του εξαπάτησαν στελέχη των εταιρειών του Ομίλου Sciens, προκειμένου να τους αποσπάσουν το ποσό των 35.000.000 Ευρώ, μέσω μιας επένδυσης αγοράς ακινήτων σε αξία πολλαπλάσια της εμπορικής και επαναμίσθωσής τους από εταιρείες που κατ' ουσίαν ανήκαν στον Όμιλο ALAPIS.
Στην επίτευξη της απατηλής και επιζήμιας αυτής συμφωνίας, κατά την εισαγγελέα, οδήγησαν οι ψευδείς διαβεβαιώσεις των εν λόγω κατηγορουμένων ότι η δωδεκαετής αυτή μίσθωση των ακινήτων ήταν δήθεν εξασφαλισμένη λόγω της υποτιθέμενης ισχυρής οικονομικής θέσης της ALAPIS και του Λ. Λαυρεντιάδη.
Αντιθέτως η εισαγγελέας πρότεινε την αθώωση 16 κατηγορούμενων, μεταξύ αυτών και μελών της οικογένειας του Λαυρεντιάδη, καθώς, κατά την άποψή της, δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή τους στην εξεταζόμενη απάτη ούτε πρόθεσή τους να ζημιώσουν την περιουσία της PROTON BANK.
Επίσης ζήτησε την απαλλαγή όσων κατηγορουμένων αντιμετώπιζαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης αλλά και της εγκληματικής οργάνωσης κρίνοντας ότι η δράση των κατηγορουμένων δεν φέρει τα χαρακτηριστικά αυτής αλλά η δομή της ομάδας ήταν περισσότερο ευκαιριακή, χωρίς σκοπό να αναπτυχθεί εγκληματική δράση σε βάθος χρόνου.
Όπως τόνισε η εισαγγελική λειτουργός κατά τη διάρκεια της αγόρευσης της ο Λ. Λαυρεντιάδης από κοινού με διοικητικά στελέχη της Τράπεζας PROTON και στενούς του συνεργάτες κατεστρωσαν και υλοποίησαν σχέδιο παράνομης άντλησης κεφαλαίων από την Τράπεζα, της οποίας ο επιχειρηματίας είχε αποκτήσει τον έλεγχο.
Τα εν λόγω ποσά δόθηκαν χωρίς τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις, υπό μορφή παράνομων πιστοδοτήσεων, για τις οποίες, κατά την εισαγγελική πρόταση, ευθύνονται οι ανωτέρω κατηγορούμενοι.
Τα επίδικα κεφάλαια χορηγήθηκαν ως δάνεια προς νεοπαγείς εταιρείες που δημιουργήθηκαν από τους συγκατηγορούμενους και συνεργούς του Λ. Λαυρεντιάδη, προκειμένου να αγοράσουν οι τελευταίοι εταιρείες του Ομίλου του που τυπικά μόνον εκποιήθηκαν.
Όμως, οι εταιρείες που είχαν εξαγοραστεί με αυτόν τον τρόπο, παρέμειναν επί της ουσίας συνδεδεμένες με τον Όμιλο Λαυρεντιάδη και ήταν ελεγχόμενες από αυτόν, τα δε κεφάλαια, ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, φαίνεται ότι εξυπηρέτησαν ανάγκες ρευστότητας των συνδεδεμένων εταιρειών και της καταρρέουσας ALAPIS.
Η οποία, παρά την κραταιά εικόνα που παραπλανητικά εμφάνιζε καθ' όλη τη διάρκεια του εγχειρήματος, βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και δη εν γνώσει των κατηγορουμένων, εξ ου και πολύ σύντομα κατέρρευσε. Μεγάλο μέρος των επίμαχων χρηματικών ποσών, δε, κατέληξε, κατά την εισαγγελέα, σε προσωπικούς λογαριασμούς κατηγορουμένων, των οποίων προτάθηκε η ενοχή για το αδίκημα του «ξεπλύματος βρώμικου χρήματος», ενώ διαπιστώθηκαν και αναλήψεις ποσών σε μετρητά.
Πέραν τούτου, η Εισαγγελέας έκρινε ότι στο πλαίσιο της προαναφερόμενης εξεύρεσης ζωτικών κεφαλαίων για την ήδη καταβαραθρωμένη ALAPIS που στερείτο ταμειακών διαθεσίμων, ο Λ. Λαυρεντιάδης και 5 ακόμη συγκατηγορούμενοί του εξαπάτησαν στελέχη των εταιρειών του Ομίλου Sciens, προκειμένου να τους αποσπάσουν το ποσό των 35.000.000 Ευρώ, μέσω μιας επένδυσης αγοράς ακινήτων σε αξία πολλαπλάσια της εμπορικής και επαναμίσθωσής τους από εταιρείες που κατ' ουσίαν ανήκαν στον Όμιλο ALAPIS.
Στην επίτευξη της απατηλής και επιζήμιας αυτής συμφωνίας, κατά την εισαγγελέα, οδήγησαν οι ψευδείς διαβεβαιώσεις των εν λόγω κατηγορουμένων ότι η δωδεκαετής αυτή μίσθωση των ακινήτων ήταν δήθεν εξασφαλισμένη λόγω της υποτιθέμενης ισχυρής οικονομικής θέσης της ALAPIS και του Λ. Λαυρεντιάδη.
Αντιθέτως η εισαγγελέας πρότεινε την αθώωση 16 κατηγορούμενων, μεταξύ αυτών και μελών της οικογένειας του Λαυρεντιάδη, καθώς, κατά την άποψή της, δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή τους στην εξεταζόμενη απάτη ούτε πρόθεσή τους να ζημιώσουν την περιουσία της PROTON BANK.
Επίσης ζήτησε την απαλλαγή όσων κατηγορουμένων αντιμετώπιζαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης αλλά και της εγκληματικής οργάνωσης κρίνοντας ότι η δράση των κατηγορουμένων δεν φέρει τα χαρακτηριστικά αυτής αλλά η δομή της ομάδας ήταν περισσότερο ευκαιριακή, χωρίς σκοπό να αναπτυχθεί εγκληματική δράση σε βάθος χρόνου.