Στις 23 Ιουλίου του 2018, μία από τις πιο τραγικές ημέρες στις σελίδες της σύγχρονης Ελλάδας, όπου μία ολόκληρη περιοχή λίγο έξω από το κέντρο της Αθήνας χάθηκε στις φλόγες.

 Λίγο μετά τις 10 το πρωί οι πρώτες φλόγες εμφανίζονται και τελικά δυο μεγάλες πυρκαγιές ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα στην Αττική.

Η πρώτη ήταν στην Κινέττα, λίγα λεπτά μετά της 12 το μεσημέρι. Η φωτιά είχε ταχύτητα 100 χλμ/ώρα και κατευθύνθηκε προς τους οικισμούς, οι οποίοι εκκενώθηκαν άμεσα. Κάηκαν περιουσίες σπίτια και χιλιάδες στρέμματα.


Λίγες ώρες αργότερα μια νέα φωτιά ξέσπασε στο Νταού Πεντέλης.
Στην αρχή κατευθυνόταν προς τον Διόνυσο καίγοντας χαμηλή βλάστηση. Λίγο όμως μετά τις 5 το απόγευμα άλλαξε κατεύθυνση και οι άνεμοι έγιναν ισχυρότεροι. Με την ταχύτητά τους να φτάνει τα 124 χλμ/ώρα, η φωτιά εξαπλώθηκε με αδιανόητη ταχύτητα και κατευθύνθηκε προς την Ραφήνα, τον Νέο Βουτζά και αργότερα στο Κόκκινο Λιμανάκι και το Μάτι. Μέσα σε μια ώρα η φωτιά είχε φτάσει στην θάλασσα.

Στο Μάτι κάηκαν εκατοντάδες σπίτια και οχήματα.

Η τραγωδία όμως, όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε. Πολλοί κάτοικοι δεν πρόλαβαν να φύγουν και εγκλωβίστηκαν. Σε ένα μόνο οικόπεδο βρέθηκαν 26 νεκροί, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να βρουν δίοδο προς την θάλασσα. Κάποιοι πνίγηκαν στην θάλασσα στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τις φλόγες. Ο συντονισμός του κρατικού μηχανισμού αποδείχθηκε ανεπαρκής, τα λάθη διαδέχονταν το ένα το άλλο, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι που ζούσαν την τραγωδία, να μείνουν αβοήθητοι.

Όσο περνούσαν οι ημέρες, ο αριθμός των θυμάτων ανέβαινε.


Τα θύματα της τραγωδίας έφτασαν τα 102. Οι ηλικίες των θυμάτων ήταν από 6 μηνών μέχρι 93 ετών.

Ο θρήνος ήταν ανείπωτος. Πολλοί από εκείνους που κατάφεραν να γλιτώσουν, έχασαν κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Το σκηνικό ήταν τρομακτικό και η χώρα ήταν σοκαρισμένη.


Πρόκειται για την δεύτερη φονικότερη πυρκαγιά του 21ου αιώνα παγκοσμίως, μετά τις πυρκαγιές στην Αυστραλία τον Φεβρουάριο του 2009 που άφησαν πίσω τους 180 νεκρούς.

Έναν χρόνο μετά, οι μνήμες είναι ακόμα νωπές και το μέγεθος της τραγωδίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεχαστεί.

Αβοήθητοι οι κάτοικοι στο Μάτι

Από τις μαρτυρίες και τα ηχητικά ντοκουμέντα που παρουσίασε σε παλαιότερη εκπομπή ο Αλέξης Παπαχελάς προκύπτει πως οι κάτοικοι προσπαθούσαν μάταια να αποτανθούν στους ειδικούς για βοήθεια. «Δεν μπορώ να φύγω… Καίγεται όλος ο κήπος γύρω – γύρω (…) το συντομότερο, παρακαλώ» αναφέρει μια γυναίκα. «Δεν είναι ταξί να το παραγγείλουμε» απαντούν από το πυροσβεστική. «Μα και εγώ κινδυνεύω κύριε, κινδυνεύω σας λέω!» απαντά εκείνη.



Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και φώναξε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με…»

Η συγκλονιστική περιγραφή της κόρης του ιερέα Σπυρίδωνα Παπαποστόλου, που έχασε τη ζωή του στη θάλασσα, ανάμεσα σε καύτρες που πετούσαν και αγριεμένα κύματα.

«Η μητέρα μου έπινε αρκετό νερό και έβαζε το δάχτυλο ώστε να προκαλέσει εμετό. Ο πατέρας μου προσπαθούσε και εκείνος και έφτυνε το νερό. Έπινα και εγώ πολύ νερό. Ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Τα κύματα ερχόντουσαν από όλες τις κατευθύνσεις και η πορεία του καπνού άλλαζε και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε. Ο πατέρας μου έκανε έναν λευκό εμετό και έφτυσε νερό και στη συνέχεια έκανε και κίτρινο εμετό. Ύστερα από λίγο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με» και ύστερα γύρισε προς τη μητέρα μου και είπε «σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε για μένα και σε όλους…», σταμάτησε να μιλάει και άρχισε ρόγχο. Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Ύστερα από λίγο μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια».

«Έβρεχα το κεφαλάκι της γιαγιάς»

«Το απόγευμα κατά τις πέντε παρά κάναμε μπάνιο με τη γιαγιά. Από τη θάλασσα είδαμε ένα σύννεφο καπνού. Είπα στη γιαγιά μου ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και να φύγουμε», θυμάται η 13χρονη Ειρήνη Τσούτσουρα, εγγονή της Βασιλικής Παλιούρα που χάθηκε στη θάλασσα.

«Γυρίσαμε σπίτι. (…) Είχε πολύ καπνό και τρέξαμε στη θάλασσα. Μετά μπήκαμε μέσα μέχρι τη μέση γιατί έπεσε φλεγόμενη η τέντα από το Cavo και μας έκαιγε τα μαλλιά. Η γιαγιά που -ξέρεις- δε βουτάει το κεφάλι της μέσα στη θάλασσα, της το έβρεχα εγώ το κεφαλάκι για να μη καεί. . (…) Οι καπνοί μας έπνιγαν. Καιγόταν το πεύκο έξω κι έπεσε μέσα στην παραλία. . (…) Όταν μας πήρε η θάλασσα ήμασταν μαζί με τη γιαγιά πριν να σουρουπώσει. Κάποια στιγμή δεν έβλεπα το κεφαλάκι της γιαγιάς. Έμεινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τίποτα. Ακολουθούσα τη μυρωδιά του καπνού. . (…) Με βρήκαν και με μάζεψαν σε μια μικρή βάρκα μετά σε μια μεγάλη. Δεν ξέρω πού είναι η γιαγιά, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα πια».

«Δεν θα αντέξω μαμά…»

Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ.: στη θάλασσα), η φίλη μου είπε «…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ» και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε “δεν θα αντέξω μαμά”, ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου», περιέγραψε. Η μάρτυρας, τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18:15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: «Δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε».

Ο πυροσβέστης που έχασε γυναίκα και μωρό

Ο Ανδρέας Δημητρίου επιχειρούσε στη φωτιά, όταν ένας συνάδελφός του τον ειδοποιεί στις 18.20 ότι η φωτιά κατευθύνεται προς το Μάτι. Αμέσως την ειδοποίησε να πάρει το μωρό και να φύγει από το σπίτι. «…Βρήκα τη σύζυγό μου να είναι εγκαυματίας, καθισμένη στην παραλία και τον υιό μου, τον οποίο είχαν στα χέρια τους δύο άτομα και προσπαθούσαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες. Πήρα τη γυναίκα μου αγκαλιά και προσπάθησα να τη μεταφέρω στο αυτοκίνητό μου και μαζί μας ήρθαν και τα δύο άτομα με τον υιό μου. Μόλις έφτασα στο δρόμο είδα ένα εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να μεταφέρουν τον υιό μου στο Νοσοκομείο Παίδων. Τη γυναίκα μου την παρέλαβε διερχόμενο ασθενοφόρο. Εγώ ακολούθησα τον υιό μου στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν οι γιατροί ότι είχε αποβιώσει. Η σύζυγός μου νοσηλεύτηκε στη ΜΕΘ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός για 12 περίπου μέρες και έπειτα απεβίωσε».



Σήμερα, δύο χρόνια μετά η εφημερίδα Καθημερινή φέρνει στο φώς ηχητικά ντοκουμέντα που σοκάρουν.
 
Tο ηχητικό ντοκουμέντο που εξασφάλισε ο πυραγός Δημήτρης Λιότσιος όταν έβαλε το κινητό του τηλέφωνο να γράφει τη συνομιλία του με τον τότε αρχηγό του Σώματος Βασίλη Ματθαιόπουλο αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο «παίζεται το παιχνίδι» σε αντίστοιχες περιπτώσεις.

Τα σοκαριστικά ηχητικά ντοκουμέντα που αποκάλυψε η εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» προκάλεσαν την οργή αρχικά των οικογενειών των θυμάτων αλλά και όλων των πολιτών καθώς και του πολιτικού κόσμου που ζήτησε να ερευνηθεί άμεσα το θέμα και να υπάρξει τιμωρία.