Κατάθεση-καταπέλτης για το Μάτι: Εγκληματικές παραλείψεις καταλογίζει ο πραγματογνώμονας των οικογενειών των θυμάτων
Σοβαρότατες ευθύνες καταλογίζει ο πραγματογνώμονας Ανδριανός Γκουρμπάτσης, στις καταθέσεις που έδωσε στον ανακριτή που χειρίζεται την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, σε στελέχη της Πυροσβεστικής που βρίσκονταν σε θέσεις ευθύνης κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, και συγκεκριμένα στους πρώην αρχηγούς Σωτήρη Τερζούδη και Βασίλη Ματθαιόπουλο, για όσα τραγικά συνέβησαν και είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 102 συνανθρώπων μας και τον τραυματισμό 31. Ο κ. Γκουρμπάτσης, απόστρατος αντιστράτηγος - υπαρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος, ανέλαβε για λογαριασμό οικογενειών θυμάτων να συντάξει τεχνική έκθεση για την υπόθεση. Προ ημερών ολοκλήρωσε το τελικό πόρισμά του, ενώ ήδη έχει δώσει αναλυτικές καταθέσεις ενώπιον του ανακριτή, απαρθμώντας διεξοδικά τις ενέργειες και τις παραλείψεις των αρμοδίων πριν και κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς.
Ο πρώην υπαρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος κλήθηκε κατ’ αρχήν να απαντήσει σε ποιες ενέργειες θα έπρεπε να προβούν η Πυροσβεστική, η Περιφέρεια Αττικής, ο Δήμος Μαραθώνα, ο Δήμος Ραφήνας, ο Δήμος Πεντέλης, η ΕΛ.ΑΣ. και η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, με δεδομένο ότι στις 22 Ιουλίου 2018, μία ημέρα πριν, ο βαθμός επικινδυνότητας ήταν πολύ υψηλός, ήτοι 4 με ανώτερο το 5.
«Οταν λέμε κατηγορία κινδύνου πυρκαγιάς 4, δηλαδή πολύ υψηλός κίνδυνος, σημαίνει ότι, εάν εκδηλωθεί πυρκαγιά και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα, όπως και συνέβη», τόνισε ο κ. Γκουρμπάτσης στον ανακριτή. Συγκεκριμένα, εξήγησε πως «η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας όταν πήρε από την ΕΜΥ ενημέρωση για τις καιρικές συνθήκες όφειλε να αποστείλει σε όλες τις δυνάμεις πολιτικής προστασίας τον σχετικό χάρτη και τα σχετικά έγγραφα.
Πιο συγκεκριμένα, “καιρός προστασίας”. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΓΓΠΠ έχει ενημερώσει τον χάρτη πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς για την 23η/7/2020 από την προηγούμενη ημέρα, και συγκεκριμένα για την Αττική, ότι ο κίνδυνος πυρκαγιάς είναι πολύ υψηλός, όφειλαν όλες δυνάμεις, και πιο συγκεκριμένα το αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος διά του ΕΣΚΕ (Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων) και της φυσικής ηγεσίας, ο αρχηγός Τερζούδης και ο επιχειρησιακός υπαρχηγός Ματθαιόπουλος, στον οποίο υπάγεται και το ΕΣΚΕ, να οργανώσουν και να σχεδιάσουν τον δασοπυροσβεστικό μηχανισμό σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο, τις ισχύουσες διαταγές και την κείμενη νομοθεσία. Συγκεκριμένα, όφειλαν να δώσουν εντολή και να οργανώσουν για την επόμενη ημέρα πρόγραμμα εναέριας επιτήρησης της Αττικής. Ωστόσο, παρέλειψαν να φροντίσουν από την προηγούμενη ημέρα για την οργάνωση εναέριας επιτήρησης».
«ΜΟΙΡΑΙΑ»
Ο πραγματογνώμονας των οικογενειών των θυμάτων επισημαίνει πως αποδείχθηκε τελικά «μοιραία» αυτή η παράλειψη, καθώς, όπως τονίζει, όταν ξέσπασε η φωτιά στο Νταού Πεντέλης, δεν έγινε έγκαιρα αντιληπτή από εναέριο μέσο. Επίσης, ο κ. Γκουρμπάτσης καταγράφει άλλη μία «εγκληματική» παράλειψη των τότε ιθυνόντων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, καθώς, όπως τονίζει, «δεν δόθηκε εντολή από το ΕΣΚΕ στο ΓΕΑ ΚΕΠΥΧ (Κέντρο Επιχειρήσεων Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας) να γίνει μεταστάθμευση αεροσκαφών στα αεροδρόμια όπου οι καιρικές συνθήκες θα επέτρεπαν την απογείωση και προσγείωση των εναέριων μέσων».
Ο πραγματογνώμονας των οικογενειών των θυμάτων διευκρινίζει στον ανακριτή ότι αυτό όφειλαν να το κάνουν, «καθόσον, γνώριζαν ότι :
α) η θερμοκρασία θα ήταν πάνω από 38 βαθμούς Κελσίου και
β) η καθετότητα των ανέμων ήταν πάνω από 23 κόμβους.
Οσον αφορά την περιφέρεια και τους δήμους και την ΕΛ.ΑΣ., έχουν επιχειρησιακά σχέδια που οφείλουν να εφαρμόσουν όταν ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός, δεν ξέρω αν τα υλοποίησαν».
Ο μάρτυρας απαντά ξεκάθαρα στον ανακριτή πως, εφόσον στις 16.40 το ΕΣΚΕ ενημερώνεται από το εθελοντικό πυροφυλάκιο της Ραφήνας ότι στο Νταού Πεντέλης φαίνεται έντονος καπνός, «ο Φωστιέρης (σ.σ.: Ιωάννης, διοικητής του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων), ο Ματθαιόπουλος, ο Γκολφίνος (σ.σ.: Χρήστος, διευθυντής του «199») και ο Τερζούδης όφειλαν να κινητοποιήσουν άμεσα τόσο τις εναέριες όσο και τις επίγειες δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν την κατάσταση».
Ωστόσο, ο κ. Γκουρμπάτσης περιέγραψε στον ανακριτή πως «όφειλαν, αφού είχαν το δεδομένο ότι η πυρκαγιά στο Νταού Πεντέλης έχει ένταση με προοπτική να εξελιχθεί, εκδηλώθηκε, δε, σε τοποθεσία μείξης αστικής και δασικής περιοχής, το οποίο είναι καταστροφικό αν πάει προς την οικιστική περιοχή, όπως και πήγε τελικά, έπρεπε λοιπόν, αφού είχαν εικόνα για την επικινδυνότητα της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης, από το πρώτο λεπτό ενημέρωσής τους από το πυροφυλάκιο Ραφήνας αλλά και από τον ίδιο τον Χιόνη, ο οποίος φαίνεται περίπου στις 16.52 να μιλάει στον ασύρματο με το ΕΣΚΕ από το Μαρκόπουλο και να λέει “βλέπω φλόγες από το Νταού Πεντέλης”, να κινητοποιήσουν άμεσα ισχυρές επίγειες δυνάμεις και τουλάχιστον τέσσερα εναέρια μέσα.
Σημειώνω ότι, αν από 17.00-17.05 έως 17.30 επιχειρούσαν στο Νταού Πεντέλης τουλάχιστον τέσσερα εναέρια μέσα (συμπεριλαμβανομένων ενός ή δύο Εrickson), είμαι βέβαιος ότι, εάν δεν είχε κατασβηστεί, τουλάχιστον θα είχε περιοριστεί η εξάπλωσή της». Ο πραγματογνώμονας ξεκαθαρίζει στον ανακριτή πως από τις 17.30 πλέον δεν μπορούσε να ελεγχθεί η κατάσταση και αυτό καθώς «από το χρονικό αυτό σημείο και μετά (και με το δεδομένο ότι πλέον δεν επιχειρούν τέσσερα εναέρια) το αρχικό μέτωπο διασπάστηκε σε δύο νέα στο ύψος της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος και το ένα εξ αυτών κατευθύνθηκε προς Καλλιτεχνούπολη, το δε άλλο προς Νέο Βουτζά. (...) Γνώριζαν µε µαθηµατική ακρίβεια ότι, λόγω της κατεύθυνσης του ανέµου, η φωτιά πήγαινε προς Ν. Βουτζά και από εκεί στο Μάτι ανεξέλεγκτη, για τον λόγο ότι δεν είχαν επιχειρήσει τα εναέρια».
ΕΚΚΕΝΩΣΗ
Στο ερώτηµα ποιος έπρεπε να κάνει εισήγηση εκκένωσης - αποµάκρυνσης των πολιτών προς την κυρία Τσούπρα (σ.σ.: Ιωάννα, πρώην περιφερειακή σύµβουλος Αττικής), ο µάρτυρας είναι ξεκάθαρος, απαντώντας «κατά τον νόµο 4249/14 αρµόδιος για να κάνει την εισήγηση είναι ο επικεφαλής της Πυροσβεστικής, ο οποίος στην προκειµένη περίπτωση ήταν η ηγεσία του Π.Σ., που συντόνιζε από το ΕΣΚΕ την πυρκαγιά, δηλαδή ο Τερζούδης και ο Ματθαιόπουλος, οι οποίοι είχαν πλήρη εικόνα της κατάστασης, αφού τους την είχε µεταφέρει το συντονιστικό, και συγκεκριµένα ο επικεφαλής αρχιπύραρχος, κ. Λάµπρης.
Ωστόσο, οι παραπάνω δεν εισηγήθηκαν στην αρµόδια κατά τον νόµο κυρία Τσούπρα την αποµάκρυνση - εκκένωση πολιτών. Αυτό, βέβαια, δεν σηµαίνει ότι η κυρία Τσούπρα, εφόσον ήταν ενηµερωµένη για την επικινδυνότητα της πυρκαγιάς, δεν µπορούσε αυτεπαγγέλτως να πάρει αυτήν την απόφαση».
Ο µάρτυρας καταλήγει, πιθανολογώντας, πως «ο λόγος που δεν ελήφθη η απόφαση και δεν υλοποιήθηκε ήταν ότι δεν υπήρχε σχεδιασµός από την Πυροσβεστική, την περιφέρεια και τους δήµους». Επιπλέον, ο πραγµατογνώµονας των οικογενειών των θυµάτων αναφέρεται σε ακόµα µία «σοβαρή παράλειψη της Πυροσβεστικής, και συγκεκριµένα του ΕΣΚΕ, το οποίο δεν έδωσε εντολή να µεταβούν στη θαλάσσια περιοχή στο Μάτι Αττικής τα τρία πυροσβεστικά πλοία, και συγκεκριµένα τα ΠΣ10, ΠΣ15 και ΠΣ16, που εδρεύουν στον ΟΛΠ Πειραιά.
Και τούτο γιατί η απόσταση µέχρι την περιοχή όπου υπήρχε κόσµος µέσα στη θάλασσα είναι 19 ναυτικά µίλια, απόσταση που θα την διένυαν σε µία µε µιάµιση ώρα το πολύ. Επίσης, δεν λειτούργησε και το ολοκληρωµένο σύστηµα διαχείρισης πυροπροστασίας και πυρόσβεσης το οποίο, εκτιµά ο µάρτυρας, πως όφειλε να έχει ενεργό η Περιφέρεια Αττικής.
Ο πρώην υπαρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος κλήθηκε κατ’ αρχήν να απαντήσει σε ποιες ενέργειες θα έπρεπε να προβούν η Πυροσβεστική, η Περιφέρεια Αττικής, ο Δήμος Μαραθώνα, ο Δήμος Ραφήνας, ο Δήμος Πεντέλης, η ΕΛ.ΑΣ. και η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, με δεδομένο ότι στις 22 Ιουλίου 2018, μία ημέρα πριν, ο βαθμός επικινδυνότητας ήταν πολύ υψηλός, ήτοι 4 με ανώτερο το 5.
«Οταν λέμε κατηγορία κινδύνου πυρκαγιάς 4, δηλαδή πολύ υψηλός κίνδυνος, σημαίνει ότι, εάν εκδηλωθεί πυρκαγιά και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα, όπως και συνέβη», τόνισε ο κ. Γκουρμπάτσης στον ανακριτή. Συγκεκριμένα, εξήγησε πως «η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας όταν πήρε από την ΕΜΥ ενημέρωση για τις καιρικές συνθήκες όφειλε να αποστείλει σε όλες τις δυνάμεις πολιτικής προστασίας τον σχετικό χάρτη και τα σχετικά έγγραφα.
Πιο συγκεκριμένα, “καιρός προστασίας”. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΓΓΠΠ έχει ενημερώσει τον χάρτη πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς για την 23η/7/2020 από την προηγούμενη ημέρα, και συγκεκριμένα για την Αττική, ότι ο κίνδυνος πυρκαγιάς είναι πολύ υψηλός, όφειλαν όλες δυνάμεις, και πιο συγκεκριμένα το αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος διά του ΕΣΚΕ (Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων) και της φυσικής ηγεσίας, ο αρχηγός Τερζούδης και ο επιχειρησιακός υπαρχηγός Ματθαιόπουλος, στον οποίο υπάγεται και το ΕΣΚΕ, να οργανώσουν και να σχεδιάσουν τον δασοπυροσβεστικό μηχανισμό σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο, τις ισχύουσες διαταγές και την κείμενη νομοθεσία. Συγκεκριμένα, όφειλαν να δώσουν εντολή και να οργανώσουν για την επόμενη ημέρα πρόγραμμα εναέριας επιτήρησης της Αττικής. Ωστόσο, παρέλειψαν να φροντίσουν από την προηγούμενη ημέρα για την οργάνωση εναέριας επιτήρησης».
«ΜΟΙΡΑΙΑ»
Ο πραγματογνώμονας των οικογενειών των θυμάτων επισημαίνει πως αποδείχθηκε τελικά «μοιραία» αυτή η παράλειψη, καθώς, όπως τονίζει, όταν ξέσπασε η φωτιά στο Νταού Πεντέλης, δεν έγινε έγκαιρα αντιληπτή από εναέριο μέσο. Επίσης, ο κ. Γκουρμπάτσης καταγράφει άλλη μία «εγκληματική» παράλειψη των τότε ιθυνόντων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, καθώς, όπως τονίζει, «δεν δόθηκε εντολή από το ΕΣΚΕ στο ΓΕΑ ΚΕΠΥΧ (Κέντρο Επιχειρήσεων Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας) να γίνει μεταστάθμευση αεροσκαφών στα αεροδρόμια όπου οι καιρικές συνθήκες θα επέτρεπαν την απογείωση και προσγείωση των εναέριων μέσων».
Ο πραγματογνώμονας των οικογενειών των θυμάτων διευκρινίζει στον ανακριτή ότι αυτό όφειλαν να το κάνουν, «καθόσον, γνώριζαν ότι :
α) η θερμοκρασία θα ήταν πάνω από 38 βαθμούς Κελσίου και
β) η καθετότητα των ανέμων ήταν πάνω από 23 κόμβους.
Οσον αφορά την περιφέρεια και τους δήμους και την ΕΛ.ΑΣ., έχουν επιχειρησιακά σχέδια που οφείλουν να εφαρμόσουν όταν ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός, δεν ξέρω αν τα υλοποίησαν».
Ο μάρτυρας απαντά ξεκάθαρα στον ανακριτή πως, εφόσον στις 16.40 το ΕΣΚΕ ενημερώνεται από το εθελοντικό πυροφυλάκιο της Ραφήνας ότι στο Νταού Πεντέλης φαίνεται έντονος καπνός, «ο Φωστιέρης (σ.σ.: Ιωάννης, διοικητής του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων), ο Ματθαιόπουλος, ο Γκολφίνος (σ.σ.: Χρήστος, διευθυντής του «199») και ο Τερζούδης όφειλαν να κινητοποιήσουν άμεσα τόσο τις εναέριες όσο και τις επίγειες δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν την κατάσταση».
Ωστόσο, ο κ. Γκουρμπάτσης περιέγραψε στον ανακριτή πως «όφειλαν, αφού είχαν το δεδομένο ότι η πυρκαγιά στο Νταού Πεντέλης έχει ένταση με προοπτική να εξελιχθεί, εκδηλώθηκε, δε, σε τοποθεσία μείξης αστικής και δασικής περιοχής, το οποίο είναι καταστροφικό αν πάει προς την οικιστική περιοχή, όπως και πήγε τελικά, έπρεπε λοιπόν, αφού είχαν εικόνα για την επικινδυνότητα της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης, από το πρώτο λεπτό ενημέρωσής τους από το πυροφυλάκιο Ραφήνας αλλά και από τον ίδιο τον Χιόνη, ο οποίος φαίνεται περίπου στις 16.52 να μιλάει στον ασύρματο με το ΕΣΚΕ από το Μαρκόπουλο και να λέει “βλέπω φλόγες από το Νταού Πεντέλης”, να κινητοποιήσουν άμεσα ισχυρές επίγειες δυνάμεις και τουλάχιστον τέσσερα εναέρια μέσα.
Σημειώνω ότι, αν από 17.00-17.05 έως 17.30 επιχειρούσαν στο Νταού Πεντέλης τουλάχιστον τέσσερα εναέρια μέσα (συμπεριλαμβανομένων ενός ή δύο Εrickson), είμαι βέβαιος ότι, εάν δεν είχε κατασβηστεί, τουλάχιστον θα είχε περιοριστεί η εξάπλωσή της». Ο πραγματογνώμονας ξεκαθαρίζει στον ανακριτή πως από τις 17.30 πλέον δεν μπορούσε να ελεγχθεί η κατάσταση και αυτό καθώς «από το χρονικό αυτό σημείο και μετά (και με το δεδομένο ότι πλέον δεν επιχειρούν τέσσερα εναέρια) το αρχικό μέτωπο διασπάστηκε σε δύο νέα στο ύψος της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος και το ένα εξ αυτών κατευθύνθηκε προς Καλλιτεχνούπολη, το δε άλλο προς Νέο Βουτζά. (...) Γνώριζαν µε µαθηµατική ακρίβεια ότι, λόγω της κατεύθυνσης του ανέµου, η φωτιά πήγαινε προς Ν. Βουτζά και από εκεί στο Μάτι ανεξέλεγκτη, για τον λόγο ότι δεν είχαν επιχειρήσει τα εναέρια».
ΕΚΚΕΝΩΣΗ
Στο ερώτηµα ποιος έπρεπε να κάνει εισήγηση εκκένωσης - αποµάκρυνσης των πολιτών προς την κυρία Τσούπρα (σ.σ.: Ιωάννα, πρώην περιφερειακή σύµβουλος Αττικής), ο µάρτυρας είναι ξεκάθαρος, απαντώντας «κατά τον νόµο 4249/14 αρµόδιος για να κάνει την εισήγηση είναι ο επικεφαλής της Πυροσβεστικής, ο οποίος στην προκειµένη περίπτωση ήταν η ηγεσία του Π.Σ., που συντόνιζε από το ΕΣΚΕ την πυρκαγιά, δηλαδή ο Τερζούδης και ο Ματθαιόπουλος, οι οποίοι είχαν πλήρη εικόνα της κατάστασης, αφού τους την είχε µεταφέρει το συντονιστικό, και συγκεκριµένα ο επικεφαλής αρχιπύραρχος, κ. Λάµπρης.
Ωστόσο, οι παραπάνω δεν εισηγήθηκαν στην αρµόδια κατά τον νόµο κυρία Τσούπρα την αποµάκρυνση - εκκένωση πολιτών. Αυτό, βέβαια, δεν σηµαίνει ότι η κυρία Τσούπρα, εφόσον ήταν ενηµερωµένη για την επικινδυνότητα της πυρκαγιάς, δεν µπορούσε αυτεπαγγέλτως να πάρει αυτήν την απόφαση».
Ο µάρτυρας καταλήγει, πιθανολογώντας, πως «ο λόγος που δεν ελήφθη η απόφαση και δεν υλοποιήθηκε ήταν ότι δεν υπήρχε σχεδιασµός από την Πυροσβεστική, την περιφέρεια και τους δήµους». Επιπλέον, ο πραγµατογνώµονας των οικογενειών των θυµάτων αναφέρεται σε ακόµα µία «σοβαρή παράλειψη της Πυροσβεστικής, και συγκεκριµένα του ΕΣΚΕ, το οποίο δεν έδωσε εντολή να µεταβούν στη θαλάσσια περιοχή στο Μάτι Αττικής τα τρία πυροσβεστικά πλοία, και συγκεκριµένα τα ΠΣ10, ΠΣ15 και ΠΣ16, που εδρεύουν στον ΟΛΠ Πειραιά.
Και τούτο γιατί η απόσταση µέχρι την περιοχή όπου υπήρχε κόσµος µέσα στη θάλασσα είναι 19 ναυτικά µίλια, απόσταση που θα την διένυαν σε µία µε µιάµιση ώρα το πολύ. Επίσης, δεν λειτούργησε και το ολοκληρωµένο σύστηµα διαχείρισης πυροπροστασίας και πυρόσβεσης το οποίο, εκτιµά ο µάρτυρας, πως όφειλε να έχει ενεργό η Περιφέρεια Αττικής.