Δερμιτζάκης στα Παραπολιτικά 90,1: Στο 10 με 12% ο δείκτης θετικότητας στην Ελλάδα - Τα κρούσματα είναι πάνω από 100.000
«Στο 10 με 12% ο δείκτης θετικότητας στην Ελλάδα, που σημαίνει πως τα κρούσματα είναι περισσότερα από 100.000», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή ‘’Secret’’ με τον δημοσιογράφο Παναγιώτη Τζένο, ο καθηγητής Γενετικής Μανώλης Δερμιτζάκης.
Ο κ. Δερμιτζάκης επισήμανε ότι «στη χώρα άργησαν να ληφθούν» μέτρα λέγοντας ότι «η σημερινή εικόνα αντανακλά τα μέτρα που έχουν ληφθεί πριν από 14 ημέρες».
Την ίδια στιγμή εκτίμησε ότι «όταν η χώρα βγει από το lockdown θα έχει τριψήφιο αριθμό κρουσμάτων».
Ακόμη σημείωσε πως «θα πρέπει να αλλάξει η σύνθεση της επιστημονικής επιτροπής για τον κοροναϊό στην οποία θα συμμετέχουν παράγοντες από την οικονομία και την κοινωνία».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Μανώλη Δερμιτζάκη στα Παραπολιτικά 90,1:
Αναφορικά με τα κρούσματα, ο καθηγητής Γενετικής σημείωσε: «Δεν είναι τόσο απλό ότι κάνουμε περισσότερα τεστ βρίσκουμε αναλογικά περισσότερα κρούσματα, κανονικά όσο αυξάνονται τα τεστ τόσο μειώνεται η θετικότητα. Δηλαδή δεν θα είναι επ’ αόριστον ένα 10% θετικών και για αυτό και ο δείκτης θετικότητας είναι και κρίσιμος αν κάνουμε αρκετά τεστ. Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται συνήθως δηλαδή τα περισσότερα τεστ σε όλο τον κόσμο γίνονται με βάση ανθρώπους οι οποίοι έρχονται γιατί έχουν συμπτώματα που τους κάνει να έχουν μια πιθανότητα να είναι θετικοί, όσο λοιπόν λιγότερα τεστ έχουμε τόσο κάνουμε τις πιο σοβαρές περιπτώσεις και επομένως έχουμε μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι αυτοί πραγματικά θετικοί. Όταν τα τεστ είναι πάρα πολλά σημαίνει ότι πάμε και σε πιο απλές περιπτώσεις, σε ανθρώπους που δεν έχουνε συμπτώματα, επαφές κλπ και επομένως η πιθανότητα να βγει κανείς θετικός μειώνεται.
«Για αυτό λέμε ότι ο δείκτης θετικότητας όσο μικρότερος είναι τόσο πιο καλή κάλυψη του πληθυσμού έχουμε. Όσο μεγάλος είναι ο δείκτης θετικότητας σημαίνει ότι τόσο πολύ αφήνουμε πληθυσμό τον οποίο δεν τον ελέγχουμε. Επομένως όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης θετικότητας σημαίνει ότι τόσο λιγότερα τεστ κάνουμε και σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα. Στην Ελλάδα είναι γύρω στο 10-12% η θετικότητα. Έχουμε πάρα πολλούς οι οποίοι είναι και συμπτωματικοί τους οποίους δεν τους ξέρουμε, είναι ελαφρά συμπτωματικοί ή και ασυμπτωματικοί. Υπάρχει ένα μεγάλο εύρος ανθρώπων που δεν ξέρουμε ότι είναι θετικοί. Νομίζω ότι μια εκτίμηση αυτή τη στιγμή είναι ότι είναι πάνω από 100 χιλιάδες στην Ελλάδα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για τα μέτρα, ο κ. Δερμιτζάκης επισήμανε: «Αυτό το βλέπετε σαν πρότυπο σε όλη την Ευρώπη αυτή την πολύ συχνή ανακοίνωση μέτρων, αυτό για μένα δηλώνει ότι τα πήραμε πολύ αργά. Γιατί αν παίρνεις τα μέτρα τη σωστή στιγμή και καταλαβαίνεις ότι αυτά τα μέτρα θα πάρουνε δύο εβδομάδες, έχεις προβλέψει ότι τα μέτρα δεν τα παίρνεις για τα κρούσματα που βλέπεις τώρα αλλά για τα κρούσματα που θα έρθουν σε δύο εβδομάδες. Το γεγονός ότι παίρνουμε συχνά μέτρα σημαίνει ότι μας εκπλήσσει ο ιός και δεν τον παρακολουθούμε από μπροστά δηλαδή ουσιαστικά τον κυνηγάμε. Αυτό το κάνουν όλες οι κυβερνήσεις και νομίζω ότι το λάθος που έγινε, και δεν είναι μόνο ελληνικό λάθος ίσως και ο συντονισμός με την Ευρώπη δεν έκανε καλό, ήταν ότι ξεκινήσαμε με μια λογική ότι θα πάρουμε κάποια ελαφρά μέτρα και θα κρατήσουμε τον ιό, και το κάνανε συντονισμένα όλοι οι ευρωπαίοι με τη λογική ότι αυτό θα δουλέψει, κάποια στιγμή μπήκαμε στη λογική ότι κάθε χώρα έχει τα δικά της όρια επομένως δεν μπορεί να λειτουργήσει με τις ίδιες συνθήκες γιατί άλλο σύστημα έχει η Ελλάδα, άλλο η Γερμανία, άλλο το Βέλγιο».
«Νομίζω ότι εκεί χάθηκε το παιχνίδι και υπήρχε και μια αισιοδοξία ότι δεν θα αυξηθούν τόσο γρήγορα τα κρούσματα. Εμείς που είμαστε στην κεντρική Ευρώπη και βλέπαμε τι γίνεται δύο τρεις βδομάδες μπροστά από την Ελλάδα, γιατί η κεντρική Ευρώπη είναι 2-3 βδομάδες μπροστά από την Ελλάδα στην καμπύλη αυτή που βλέπουμε , βλέπαμε τη μεγάλη ανησυχία και αυτό που βλέπετε τώρα τα 2,5-3 χιλιάδες κρούσματα ήταν οφθαλμοφανέστατο σε εμάς. Θεωρώ ότι υπήρχε μια αρρυθμία, δεν υπήρχε αυτός ο συντονισμός και η αυτοσυγκέντρωση που πρέπει να υπάρχει για αυτό το σοβαρό πρόβλημα που έρχεται μπροστά μας. Τώρα έγινε συνειδητοποίηση και για αυτό παίρνονται τα μέτρα», εκτίμησε ο ίδιος.
Για το lockdown, ανέφερε: «Υπάρχουν τρεις παράγοντες, ο πρώτος είναι που θέλουμε να φτάσουμε και αυτό εξαρτάται από το δεύτερο παράγοντα, τι θέλουμε να κάνουμε μετά από εκεί που θα φτάσουμε . Δηλαδή αν θέλουμε να πάμε τα κρούσματα στα επίπεδα που είχαμε μετά το lockdown του Μαρτίου αυτό μπορεί να πάρει και ενάμισι μήνα μπορεί και παραπάνω επομένως μην περιμένουμε να βγούμε από το lockdown με 5 -10 κρούσματα την ημέρα, αυτό είναι αδύνατον. Θα βγούμε από το lockdown με τριψήφιο αριθμό. Από εκεί και πέρα πρέπει να σκεφτούμε πως βγαίνουμε με δεδομένο ότι θα έχουμε αυτά τα στοιχεία. Πρέπει να ξεκινήσουμε από τώρα να δούμε ποιον στόχο θέλουμε να πετύχουμε από το lockdown και ουσιαστικά να καθορίσουμε την πορεία του lockdown με βάση το στόχο. Αν ο στόχος μας είναι 400-500 κρούσματα να δούμε φτάσαμε το στόχο μας ή αν τα 400-500 για παράδειγμα τα φτάσουμε νωρίτερα ίσως να βγούμε και νωρίτερα αλλά πρέπει να βάλουμε το στόχο όχι το χρόνο. Και με βάση αυτό το στόχο θα πρέπει να δούμε μετά ποια θα είναι τα μέτρα της εξόδου με βάση αυτό που έχει επιτευχθεί. Επομένως ο χρόνος δεν είναι τόσο σχετικός όσο ο στόχος του τι πρέπει να πετύχουμε στο τέλος του lockdown».
Ερωτηθείς αν πιστεύει ότι έχει γίνει λάθος από την πλευρά των ειδικών στις προβλέψεις, απάντησε: «Πάντα θα υπάρχουν απόψεις επιστημονικές οι οποίες από τη στιγμή που μένουν σε αυτό το επιστημονικό πλαίσιο δηλαδή με συγκεκριμένα στοιχεία και χωρίς να υπάρχουν κάποια κίνητρα από πίσω νομίζω ότι πρέπει να ακούγονται, από τη στιγμή που εκφράζονται πολιτισμένα. Προφανώς υπάρχει μια επιτροπή η οποία είναι η υπεύθυνη αρμόδια επιτροπή η οποία συμβουλεύει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση για να πάρει τα τελικά μέτρα. Η κυβέρνηση ακούει τις απόψεις των επιστημόνων και συνυπολογίζει διότι δυστυχώς η επιτροπή δεν έχει όλες τις ειδικότητες που έπρεπε να έχει. Ένα πρόβλημα που έχει προκύψει σε αυτή την επιτροπή είναι ότι ήταν πάρα πολύ καλή επιτροπή για την πρώτη φάση όπου βασικά το πρόβλημα ήταν υγειονομικό, κλινικό και κλείσαμε την οικονομία και πήγαμε στο να λύσουμε το πρόβλημα στα νοσοκομεία, τώρα πια το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό».
«Νομίζω ότι εκεί υπάρχει μια αστοχία, θα έπρεπε να αλλάξει η μορφή της επιτροπής και να είναι πολύ πιο ευρεία για να μπορούν να συνυπολογίζονται και τα κοινωνικά και τα οικονομικά θέματα. Να υπάρχουν ειδικοί, άνθρωποι που με αντικειμενικά και με επιστημονικά στοιχεία μπορούν να εκτιμήσουν τα προβλήματα στην οικονομία, τα κοινωνικά προβλήματα και αυτοί να συνυπολογίσουν ώστε η πρόταση στον πρωθυπουργό να μην είναι ''εμείς αυτό κάνουμε ως λοιμωξιολόγοι και ως υγειονομικοί πάρτε εσείς την απόφαση για όλες τις άλλες παραμέτρους''. Αυτό νομίζω δυσκολεύει τα πράγματα. Εγώ δεν πιστεύω ότι η επιστημονική κοινότητα ήταν κατώτερη των περιστάσεων την Ελλάδα ειδικά αυτό που έχει σημασία είναι ότι πρέπει εμείς να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να σκεφτόμαστε πως εκφράζουμε απόψεις», δήλωσε επιπρόσθετα.