Kαθηγητής πνευμονολογίας στα Παραπολιτικά 90,1: Η περίοδος χαλαρότητας πέρασε - Αν δεν περιοριστούν οι μετακινήσεις θα βρεθούμε σε αδιέξοδο
«Είμαστε σε δύσκολη θέση» δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή «Μπρα ντε φερ» με τους δημοσιογράφους Δημήτρη Τάκη και Χριστίνα Κοραή, ο καθηγητής πνευμονολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Κιούμης.
Ο κ. Κιούμης εξέφρασε την ελπίδα «η Θεσσαλονίκη να μην γίνει Μπέργκαμο» δηλαδή να γίνεται επιλογή για ποιος ασθενής θα μπει στην εντατική.
Ωστόσο ο καθηγητής δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο «το σύστημα υγείας να φτάσει στην εξάντληση του».
Τέλος, τόνισε ότι «η περίοδος της χαλαρότητας έχει περάσει και αν δεν περιοριστούν οι μετακινήσεις θα βρεθούμε σε αδιέξοδο».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Ιωάννη Κιούμη στα Παραπολιτικά 90,1:
Για την κατάσταση της πανδημίας στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Κιούμης σημείωσε: «Δεν θα ήθελα να κάνω συγκρίσεις και προσομοιώσεις με το Μπέργκαμο, είμαστε σε πολύ δύσκολη θέση. Έχουμε κάποιες δυνάμεις ώστε να μην μπούμε στη λογική του Μπέργκαμο, όπου η λογική του Μπέργκαμο είναι το πρόβλημα της επιλογής ποιος θα διασωληνωθεί και ποιος θα πάρει την ευκαιρία να ζήσει ή αλλιώς θα αφεθεί να πεθάνει, αυτό δεν έχει γίνει στη Θεσσαλονίκη και ελπίζω να μην γίνει μέχρι τέλους γιατί γίνεται μια προσπάθεια όσο μπορούμε να διευρύνουμε τις δυνατότητές μας».
«Ανησυχώ ότι μπορεί να φτάσουμε σε εικόνες εξάντλησης του συστήματος, πριν όμως εξαντληθεί ένα σύστημα υπάρχουν και οι πιο ακραίες λύσεις πχ να εγκαταστάσεις μονάδες εντατικής θεραπείας σε κλειστούς στεγασμένους χώρους γυμναστηρίων και σε άλλα άρα το Μπέργκαμο και η λογική ''ζεις ή πεθαίνεις'' είναι η ακραία κατάσταση, δεν νομίζω θα επιτραπεί να φτάσουμε σε αυτή την περίπτωση», ανέφερε χαρακτηριστικά
Αναφορικά με τις κλίνες ΜΕΘ, ο καθηγητής επισήμανε: «Οι περισσότερες από τις κλίνες ΜΕΘ που διατίθενται για τον κορονοϊό γίνονται από μεταφορά αρμοδιοτήτων δηλαδή μια κλίνη γενικής ΜΕΘ γίνεται κλίνη κορονοϊού. Φυσικά προστέθηκαν καινούργιες κλίνες αλλά ο μεγάλος όγκος που έχει διατεθεί είναι από τις ήδη υπάρχουσες. Αυτό βέβαια δημιουργεί μια πίεση στο σύστημα σε βάρος της γενικής ΜΕΘ αλλά μέχρι στιγμής έχει φανεί ότι μέσα στις παράπλευρες συνέπειες του lockdown είναι ότι μειώνονται οι ανάγκες για ΜΕΘ γενικές γιατι μειώνονται τα τροχαία και μειώνονται τα υπόλοιπα προβλήματα».
Ερωτηθείς τι πρέπει να κάνουμε για να αποφύγουμε τα χειρότερα, απάντησε: «Πάντα όταν υπάρχουν τέτοιου είδους καταστάσεις υπάρχουν δύο πόλοι που έχει ο καθένας τη δική του ευθύνη. Είναι ο πόλος της πολιτείας με τις πολιτικές δυνάμεις και τους υπηρεσιακούς παράγοντες και ο δεύτερος είναι το υπόλοιπο κοινό άρα πρέπει να βάλουμε και οι δύο πλευρές τη δική μας συνεισφορά. Από τη μια η πολιτεία θα πρέπει να βοηθήσει ώστε να διαστείλουμε όσο μπορούμε περισσότερο τις δυνατότητες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τους ασθενείς και ο καθένας από εμας να καταλάβει ότι η περίοδος της ανοχής και της χαλαρότητας έχει περάσει και αν δεν καθίσουμε να σκεφτούμε πως θα περιορίσουμε πολύ δραστικά τις μετακινήσεις μας κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε ένα απόλυτο αδιέξοδο».
Για το κάλεσμα στους ιδιώτες γιατρούς, ανέφερε: «Είναι καλοδεχούμενοι να έρθουν ιδιώτες γιατροί αλλά το πρόβλημα αυτή τη στιγμή με τον κορονοϊό είναι εν μέρει μόνο αριθμητικό, το πιο σημαντικό κομμάτι του προβλήματος ειναι να αποκτήσεις ένα προσωπικό που θα έχει την εξειδίκευση, τη γνώση, την εμπειρία για να αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις. Δεν έχω τίποτα εναντίον των συναδέλφων μου που είναι ιδιώτες αλλά δυσκολεύομαι να δω πως θα με βοηθήσουν ουσιαστικά σε αυτό που κάνω και βέβαια υπάρχει και ένα δεύτερο θέμα τα περί της αμοιβής. Ότι δίνονται 2.000€ αφορολόγητα σαν μισθός οι συνάδελφοί μου που μπαίνουν καθημερινά μέσα στις μονάδες και αντιμετωπίζουν καθημερινά την ασθένεια παίρνουν πάρα πολύ λιγότερα χρήματα. Εγώ είμαι καθηγητής πανεπιστημίου και παίρνω και εγώ λιγότερα».
Για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, υπογράμμισε: «Κατέθεσα, στις αρμόδιες υπηρεσιακές αρχές, ένα σχετικό έγγραφο από το Μάρτιο που προέβλεπε ακριβώς αυτά τα πράγματα. Το δεύτερο κύμα των πανδημιών, και υπάρχει διεθνής εμπειρία από την πανδημία γρίπης του ’17-΄18 ήταν αυτό που κόστισε τους περισσότερους θανάτους. Άρα λεει η εμπειρία που υπάρχει και αυτό είναι καταγεγραμμένο στην βιβλιογραφία ότι συχνά το δεύτερο κύμα της πανδημίας είναι ισχυρότερο του πρώτου».
Ο κ. Κιούμης εξέφρασε την ελπίδα «η Θεσσαλονίκη να μην γίνει Μπέργκαμο» δηλαδή να γίνεται επιλογή για ποιος ασθενής θα μπει στην εντατική.
Ωστόσο ο καθηγητής δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο «το σύστημα υγείας να φτάσει στην εξάντληση του».
Τέλος, τόνισε ότι «η περίοδος της χαλαρότητας έχει περάσει και αν δεν περιοριστούν οι μετακινήσεις θα βρεθούμε σε αδιέξοδο».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Ιωάννη Κιούμη στα Παραπολιτικά 90,1:
Για την κατάσταση της πανδημίας στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Κιούμης σημείωσε: «Δεν θα ήθελα να κάνω συγκρίσεις και προσομοιώσεις με το Μπέργκαμο, είμαστε σε πολύ δύσκολη θέση. Έχουμε κάποιες δυνάμεις ώστε να μην μπούμε στη λογική του Μπέργκαμο, όπου η λογική του Μπέργκαμο είναι το πρόβλημα της επιλογής ποιος θα διασωληνωθεί και ποιος θα πάρει την ευκαιρία να ζήσει ή αλλιώς θα αφεθεί να πεθάνει, αυτό δεν έχει γίνει στη Θεσσαλονίκη και ελπίζω να μην γίνει μέχρι τέλους γιατί γίνεται μια προσπάθεια όσο μπορούμε να διευρύνουμε τις δυνατότητές μας».
«Ανησυχώ ότι μπορεί να φτάσουμε σε εικόνες εξάντλησης του συστήματος, πριν όμως εξαντληθεί ένα σύστημα υπάρχουν και οι πιο ακραίες λύσεις πχ να εγκαταστάσεις μονάδες εντατικής θεραπείας σε κλειστούς στεγασμένους χώρους γυμναστηρίων και σε άλλα άρα το Μπέργκαμο και η λογική ''ζεις ή πεθαίνεις'' είναι η ακραία κατάσταση, δεν νομίζω θα επιτραπεί να φτάσουμε σε αυτή την περίπτωση», ανέφερε χαρακτηριστικά
Αναφορικά με τις κλίνες ΜΕΘ, ο καθηγητής επισήμανε: «Οι περισσότερες από τις κλίνες ΜΕΘ που διατίθενται για τον κορονοϊό γίνονται από μεταφορά αρμοδιοτήτων δηλαδή μια κλίνη γενικής ΜΕΘ γίνεται κλίνη κορονοϊού. Φυσικά προστέθηκαν καινούργιες κλίνες αλλά ο μεγάλος όγκος που έχει διατεθεί είναι από τις ήδη υπάρχουσες. Αυτό βέβαια δημιουργεί μια πίεση στο σύστημα σε βάρος της γενικής ΜΕΘ αλλά μέχρι στιγμής έχει φανεί ότι μέσα στις παράπλευρες συνέπειες του lockdown είναι ότι μειώνονται οι ανάγκες για ΜΕΘ γενικές γιατι μειώνονται τα τροχαία και μειώνονται τα υπόλοιπα προβλήματα».
Ερωτηθείς τι πρέπει να κάνουμε για να αποφύγουμε τα χειρότερα, απάντησε: «Πάντα όταν υπάρχουν τέτοιου είδους καταστάσεις υπάρχουν δύο πόλοι που έχει ο καθένας τη δική του ευθύνη. Είναι ο πόλος της πολιτείας με τις πολιτικές δυνάμεις και τους υπηρεσιακούς παράγοντες και ο δεύτερος είναι το υπόλοιπο κοινό άρα πρέπει να βάλουμε και οι δύο πλευρές τη δική μας συνεισφορά. Από τη μια η πολιτεία θα πρέπει να βοηθήσει ώστε να διαστείλουμε όσο μπορούμε περισσότερο τις δυνατότητες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τους ασθενείς και ο καθένας από εμας να καταλάβει ότι η περίοδος της ανοχής και της χαλαρότητας έχει περάσει και αν δεν καθίσουμε να σκεφτούμε πως θα περιορίσουμε πολύ δραστικά τις μετακινήσεις μας κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε ένα απόλυτο αδιέξοδο».
Για το κάλεσμα στους ιδιώτες γιατρούς, ανέφερε: «Είναι καλοδεχούμενοι να έρθουν ιδιώτες γιατροί αλλά το πρόβλημα αυτή τη στιγμή με τον κορονοϊό είναι εν μέρει μόνο αριθμητικό, το πιο σημαντικό κομμάτι του προβλήματος ειναι να αποκτήσεις ένα προσωπικό που θα έχει την εξειδίκευση, τη γνώση, την εμπειρία για να αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις. Δεν έχω τίποτα εναντίον των συναδέλφων μου που είναι ιδιώτες αλλά δυσκολεύομαι να δω πως θα με βοηθήσουν ουσιαστικά σε αυτό που κάνω και βέβαια υπάρχει και ένα δεύτερο θέμα τα περί της αμοιβής. Ότι δίνονται 2.000€ αφορολόγητα σαν μισθός οι συνάδελφοί μου που μπαίνουν καθημερινά μέσα στις μονάδες και αντιμετωπίζουν καθημερινά την ασθένεια παίρνουν πάρα πολύ λιγότερα χρήματα. Εγώ είμαι καθηγητής πανεπιστημίου και παίρνω και εγώ λιγότερα».
Για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, υπογράμμισε: «Κατέθεσα, στις αρμόδιες υπηρεσιακές αρχές, ένα σχετικό έγγραφο από το Μάρτιο που προέβλεπε ακριβώς αυτά τα πράγματα. Το δεύτερο κύμα των πανδημιών, και υπάρχει διεθνής εμπειρία από την πανδημία γρίπης του ’17-΄18 ήταν αυτό που κόστισε τους περισσότερους θανάτους. Άρα λεει η εμπειρία που υπάρχει και αυτό είναι καταγεγραμμένο στην βιβλιογραφία ότι συχνά το δεύτερο κύμα της πανδημίας είναι ισχυρότερο του πρώτου».