Υψηλότερο το κόστος δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά το Νοέμβριο
Η αβεβαιότητα λόγω της πανδημίας άνοιξε την "ψαλίδα" μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων, κάνοντας πιο ακριβό το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις και νοικοκυριά και κρατώντας σχεδόν αμετάβλητο το επιτόκιο καταθέσεων. Έτσι, το περιθώριο επιτοκίου αυξήθηκε στις 3,70 εκατοστιαίες μονάδες στα υφιστάμενα δάνεια και καταθέσεις, κάτι το οποίο θα είχε εκτιναχθεί εάν δεν υπήρχαν οι ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ στο πλαίσιο των πακέτων στήριξης λόγω πανδημίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το κόστος δανεισμού αυξήθηκε περισσότερο κυρίως για νέα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ τα επιτόκια για μεγάλες χορηγήσεις σημείωσαν μικρότερη άνοδο. Τα επιτόκια για δάνεια προς νοικοκυριά σημείωσαν οριακή άνοδο, γεγονός που αποδίδεται από τραπεζικά στελέχη, στη σχεδόν μηδενική ζήτηση.
Η αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου προέκυψε κυρίως από την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά κατά 4 μονάδες βάσεις, σε σχέση με τον Οκτώβριο, και διαμορφώθηκε στο 4,14%.
Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο αυξήθηκε, το Νοέμβριο του 2020, κατά 16 μονάδες βάσης στο 3,08%, ενώ το αντίστοιχο ποσό των δανείων αυξήθηκε σε 1.153 εκατ. ευρώ έναντι 1.080 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Ειδικότερα, τo μέσο επιτόκιο των δανείων τακτής λήξης με κυμαινόμενο επιτόκιο προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) αυξήθηκε στο 4,28% από 3,63% τον προηγούμενο μήνα, ενώ το αντίστοιχο ποσό των δανείων αυξήθηκε σε 288 εκατ. ευρώ από 265 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.
Όσον αφορά τη διάρθρωση των επιτοκίων ως προς το ύψος του δανείου σημειώνεται ότι το μέσο επιτόκιο για δάνεια μέχρι και 250.000 ευρώ αυξήθηκε κατά 46 μονάδες βάσης στο 5,99%, για δάνεια από 250.001 μέχρι 1 εκατ. ευρώ αυξήθηκε κατά 12 μονάδες βάσης στο 3,59%, ενώ για δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 2,68%.
Tο μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 4,44%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων παρέμεινε επίσης σχεδόν αμετάβλητο στο 6,67%.
Υφιστάμενα δάνεια
Σε ό,τι αφορά στα υφιστάμενα δάνεια το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των υφιστάμενων δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 3,79%.
Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των 5 ετών παρέμεινε αμετάβλητο στο 2,01%. Το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα με διάρκεια άνω των 5 ετών παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 6,47%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων παρέμεινε αμετάβλητο στο 3,25%. Το επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων με διάρκεια άνω των 5 ετών αυξήθηκε κατά 4 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,33%.
Δάνεια προς νοικοκυριά
το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια (κατηγορία που περιλαμβάνει τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών, τα ανοικτά δάνεια και τις υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς) παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 14,51%.
Το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε κατά 11 μονάδες βάσης στο 10,97%. Το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε κατά 16 μονάδες βάσης στο 2,33%.
Καταθέσεις
Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,09%.
Ειδικότερα, τα μέσα επιτόκια των καταθέσεων μίας ημέρας από νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα στο 0,04% και 0,05%, αντίστοιχα. Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος από νοικοκυριά μειώθηκε κατά 3 μονάδες βάσης στο 0,21%.
Αντίστοιχα, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων (συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων μίας ημέρας) παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,09%.
Το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 2 έτη από νοικοκυριά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,22%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των καταθέσεων από επιχειρήσεις παρέμεινε επίσης σχεδόν αμετάβλητο στο 0,16%