Την ανάγκη να κλείσει ο πολυετής κύκλος των καταστροφών, των εγκληματικών ενεργειών και των εξωθεσμικών παρεμβάσεων στα Πανεπιστήμια, αναδεικνύουν οι ακαδημαϊκοί παράγοντες, δεχόμενοι ότι θα πρέπει να υπάρχει καλύτερη και αποτελεσματικότερη φύλαξη.

Παρά τις διαφορετικές αφετηρίες και τις ενστάσεις που διατυπώνουν για την ήπια αστυνόμευση των ιδρυμάτων, τεκμαίρεται εν τούτοις ότι οι προτάσεις τους άπτονται κυρίως διαδικαστικών ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να επιλυθούν με ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, μεταξύ των δύο πλευρών.

Στα parapolitika.gr μιλούν 3 διακριμένοι επιστήμονες με μεγάλη διοικητική εμπειρία, ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ν. Παπαϊωάννου, η αντιπρύτανης του Πολυτεχνείου Αθηνών Τόνια Μοροπούλου και ο πρ. πρύτανης του Πανεπiστημίου Πελοποννήσου και πρ. υφυπουργός Παιδείας, καθηγητής Θ. Παπαθεοδώρου.



Νίκος Παπαϊωάννου,

πρύτανης ΑΠΘ

Η αρμοδιότητα της φύλαξης ανήκει στην Πολιτεία

«Το σχέδιο έρχεται να ρυθμίσει σειρά ζητημάτων στα οποία η κοινωνία και η ακαδημαϊκή κοινότητα εδώ και πολλά χρόνια ζητούν επιτακτικά απαντήσεις. Πλέον γίνεται ξεκάθαρο ότι άλλο πράγμα είναι η φύλαξη και άλλο η πρόληψη και ενίοτε η καταστολή όταν διαπιστώνεται τέλεση αξιόποινων πράξεων στους χώρους του ιδρύματος. Το μεν πρώτο, δηλαδή τη φύλαξη μπορούμε από μόνοι μας ως πανεπιστήμια να την εξασφαλίσουμε. Κι αυτό άλλωστε έχει γίνει έως τώρα, ιδίως σε εμάς εδώ στη Θεσσαλονίκη γίνεται τόσο καλή δουλειά με αποτέλεσμα το campus του Αριστοτελείου να έχει «αποδοθεί» ξανά ασφαλές στους φοιτητές του και γενικώς στους Θεσσαλονικείς.

Όμως στον τομέα της πρόληψης και της προστασίας της δημόσιας περιουσίας από καταστροφές, τα πανεπιστήμια δεν μπορούν από μόνα τους να αντιμετωπίσουν τέτοιες καταστάσεις όχι γιατί δεν θέλουν αλλά γιατί δεν διαθέτουν ούτε την τεχνογνωσία, ούτε το απαραίτητο νομικό - θεσμικό πλαίσιο. Επιτέλους, πρέπει να προστατευτεί το Ελληνικό Δημόσιο πανεπιστήμιο που αποτελεί περιουσία του Ελληνικού λαού. Όλοι μας, επί σειρά ετών, ζητούσαμε από την Πολιτεία να αναλάβει τον ρόλο της και φαίνεται ότι τώρα τούτο γίνεται πράξη. Τα τεχνικά ζητήματα, θα τα συζητήσουμε στη συνέχεια και θα βρούμε τη λύση από τη στιγμή που έγινε η αρχή». Αναφορικά δε με την πρόταση της «συνδιαχείρισης» του υπό σύσταση φορέα, ο καθηγητής υπογραμμίζει τα εξής: «Το πώς θα δρα η νέα αστυνομική δύναμη δεν είναι δουλειά δική μας. Σημειώνω δε, ότι κανένας καθηγητής και κανένας πρύτανης δεν έχει εκπαιδευτεί στη διαχείριση και αντιμετώπιση εγκληματικών πράξεων. Εμείς είμαστε επιστήμονες και ως εκ τούτου δεν έχουμε άποψη για τον τρόπο δράσης. Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Πολιτεία».


Τόνια Μοροπούλου,

Αντιπρύτανης Μετσόβιου Πολυτεχνείου

Προϋπόθεση η συνεννόηση με το Πανεπιστήμιο

«Γνωρίζω τα προβλήματα φύλαξης, τα ζούμε όλοι δεκαετίες τώρα, έχω πλήρη εικόνα για τις εξωπανεπιστημιακές παρεμβάσεις και τις σκοπιμότητες τους, αλλά η δυνατότητα περιφρούρησης και ο τρόπος προστασίας του Πανεπιστημίου από τέτοιου είδους φαινόμενα, μπορεί να επιτευχθεί μόνον κατόπιν διαλόγου με το Πανεπιστήμιο. Κι εφόσον η Πολιτεία δείχνει να έχει τη βούληση να διαθέσει τις δυνάμεις αυτές, οφείλει να προχωρήσει άμεσα στις σχετικές συνεννοήσεις με τις διοικήσεις. Η πρόταση μου είναι αυτονόητη λοιπόν, ότι για τα θέματα των ιδρυμάτων απαιτείται συνεργασία με την Πολιτεία ώστε να αντιμετωπίζονται χωρίς συγκρούσεις. Ούτε παρανοήσεις αλλά ούτε και σωφρονισμός».

Η κ. Μοροπούλου υπογραμμίζει ακόμη: «Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια, στο ζήτημα της φύλαξης του Πολυτεχνείου. Σήμερα, είναι ελάχιστες οι δυνάμεις που διαθέτουμε, ενώ χρειάζονται πρωτόκολλα και κανόνες ώστε να οργανωθεί και να έχει αποτέλεσμα κάτι τέτοιο. Βεβαίως, σε συνεννόηση με τη διοίκηση του Πανεπιστημίου κάτι άλλωστε που αποτελεί συνταγματική επιταγή. Ως αντιπρύτανης αγωνιζόμουν και αγωνίζομαι ώστε το Πολυτεχνείο να εξακολουθήσει να επιτελεί τον ρόλο του ανεξάρτητα από παρεμβάσεις τρίτων.

Θεόδωρος Π. Παπαθεοδώρου

Καθηγητής Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρ.Υφυπουργός Παιδείας

Μάτια ερμητικά κλειστά;

«Ήταν αναπόφευκτο αλλά και αναμενόμενο το γεγονός ότι ο διάλογος για την ελευθερία και την ασφάλεια στους Πανεπιστημιακούς χώρους να διεξάγεται με ιδεολογικές, πολιτικές, νομικές και ακαδημαϊκές αφετηρίες και διαστάσεις. Έτσι, εντείνονται τις τελευταίες εβδομάδες οι αντιπαραθέσεις, με αφορμή την κατάθεση του σχετικού Σχεδίου Νόμου από την Κυβέρνηση, για τις «προϋποθεσεις» ακαδημαϊκές ελευθερίες που συρρικνώνονται, τις απόπειρες καταστολής της «κινηματικής αμφισβήτησης», «την απαράδεκτη νομιμοποίηση της αστυνομοκρατίας στα Α.Ε.Ι.» το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο που παραβιάζεται.

Αυτό που δεν είναι αναμενόμενο και παραμένει αδιανόητο είναι ότι σαράντα πέντε χρόνια από τη μεταπολίτευση, μετά από τη συσσωρευμένη εμπειρία της βίας, της ανομίας, των βανδαλισμών, εμπρησμών, των καταστροφών, προπηλακισμών και της τέλεσης κάθε λογής εγκληματικών πράξεων σε πανεπιστημιακούς χώρους από ισχνές πλην όμως οργανωμένες μειοψηφίες, το ζήτημα του υπερασπίσιμου δημόσιου πανεπιστημιακού χώρου κάποιοι να συνεχίζουν να το αντιμετωπίζουν με ιδεοληπτικό αταβισμό, μικροκομματικό συμφέρον και μάτια ερμητικά κλειστά. Κι όμως τα πράγματα είναι πολύ απλά για τη λειτουργία του Πανεπιστημίου σε ένα Κράτος Δικαίου, για τους πολίτες που κρίνουν τους θεσμούς, για την κοινωνία που θέλει να αφήσει πίσω της τα άβατα της βίας και της παρανομίας. Η παρουσία αστυνομικού σώματος στα ΑΕΙ με προληπτικές και κατασταλτικές αρμοδιότητες, η κατοχύρωση της ασφάλειας στις πανεπιστημιουπόλεις και στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις δεν παραβιάζει ούτε το αυτοδιοίκητο ούτε τις ακαδημαϊκές ελευθερίες.

Πολλοί κλείνουν τα μάτια μπροστά στην παραβατική συμπεριφορά ομάδων ακραίων στα Α.Ε.Ι. και άλλοι που γνωρίζουν τη λειτουργία των Πανεπιστημίων είτε σιωπούν είτε δεν διεκδικούν την ακαδημαϊκή ελευθερία με ασφάλεια, με αποτέλεσμα να χαρίζουν την ατζέντα αυτής αναγκαίας μεταρρύθμισης στην Κυβέρνηση. Κι όμως η ασφάλεια ως όρος ποιότητας στην εκπαίδευση παραμένει μία προοδευτική διεκδίκηση».