Χαλασμένα τρόφιμα και βρομιά στο γηροκομείο του τρόμου
Τα έγγραφα που «καίνε» την «Αγία Σκέπη» στα Χανιά
Ο ένας μετά τον άλλον οι συγγενείς των ηλικιωμένων που φέρεται να βίωσαν τον τρόμο και την απόλυτη στέρηση μέσα στο ιδιωτικό γηροκομείο «Αγία Σκέπη» των Χανίων λύνουν τη σιωπή τους και προσθέτουν νέες εφιαλτικές μαρτυρίες στην υπόθεση κακοποίησης και βασανισμού γερόντων, η αποκάλυψη της οποίας πριν από λίγες ημέρες άφησε άφωνη όλη την Ελλάδα.
Οι καταγγελίες συγγενών αλλά και πρώην εργαζομένων στη δομή πάνω-κάτω συγκλίνουν στην περιγραφή των συνθηκών υπό τις οποίες ζούσαν -ή πέθαιναν- οι ηλικιωμένοι τρόφιμοι. Δεμένοι με ιμάντες σχεδόν επί 24ώρου βάσεως, υποσιτισμένοι και κατατονικοί λόγω ισχυρών φαρμάκων, δεκάδες θάνατοι από καρδιακή ανακοπή καθώς και φήμες για μεταβιβάσεις περιουσιών συνθέτουν το πλαίσιο το οποίο καλούνται να ερευνήσουν οι Αρχές για να διαπιστώσουν αν πράγματι μέσα στον οίκο ευγηρίας δρούσε στην πραγματικότητα μια εγκληματική οργάνωση, υπεύθυνη για ανθρωποκτονίες κατά συρροή.
Συγκλονιστική είναι η κατάθεση της συζύγου ενός ηλικιωμένου, που διέμεινε για ένα διάστημα στη μονάδα, για να μεταφερθεί στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Χανίων, η οποία ήταν η πρώτη που είχε καταγγείλει την «Αγία Σκέπη» πριν από 11 χρόνια, καταγγελία που στάθηκε αφορμή να εκδοθεί απόφαση νομάρχη για κλείσιμο της δομής, κάτι που ουδέποτε έγινε.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ Χανίων, οι συνθήκες λειτουργίας της συγκεκριμένης μονάδας καταγγέλθηκαν τότε στον νομάρχη, ο οποίος διέταξε τη διενέργεια αυτοψίας, για να δώσει τελικά εντολή να κλείσει το γηροκομείο. Ωστόσο, η δομή συνέχιζε τη λειτουργία της. Η υπόθεση εκδικάσθηκε το 2015 και στην ιδιοκτήτρια επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με τριετή αναστολή. Στην κατάθεσή της η κ. Τ., τον Νοέμβριο του 2010 στις αστυνομικές Αρχές, ανέφερε ότι χρειάστηκε να μεταφέρει προσωρινά στην «Αγία Σκέπη» το σύζυγό της, ο οποίος είχε αλτσχάιμερ, χωρίς όμως άλλο οργανικό πρόβλημα, στις 9 Αυγούστου 2009.
«Τη Δευτέρα το πρωί μου τηλεφώνησε η ιδιοκτήτρια του ιδρύματος και μου είπε ότι ο σύζυγός μου ήταν ανήσυχος τη νύχτα και ότι έπρεπε να του ρίξουν τις δυνάμεις του για να τον κρατήσουν για όσο χρειαζόταν. Κοίταξα το ρολόι μου και είδα ότι ήταν πολύ πρωί. Δεν θυμάμαι ακριβώς την ώρα. Αναρωτήθηκα πότε πρόλαβε να τον δει ο γιατρός. Σηκώθηκα αμέσως, πήρα ένα ταξί και πήγα στο ίδρυμα. Τον βρήκα ναρκωμένο. Όταν ρώτησα την ιδιοκτήτρια εάν τον είχε δει γιατρός, μου απάντησε: "Ε, βέβαια, του κεφαλιού μας κάνουμε;". Μου δήλωσε ότι ο σύζυγός μου είχε και ψυχολογικά προβλήματα. Μέχρι το μεσημέρι ο σύζυγός μου δεν είχε ξυπνήσει. Στις 11/8/09 ξαναπήγα στο ίδρυμα. Ο σύζυγός μου δεν κοιμόταν, αλλά σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Και τις επόμενες δύο ημέρες που πήγα ο σύζυγός μου ήταν στην ίδια κατάσταση. Γιατρό μέχρι τότε δεν είδα. Στη συνέχεια έπεσε σε κώμα περίπου από τις 13/8. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Χανίων σε κωματώδη κατάσταση στις 21/8/09, τελείως αφυδατωμένος και σκελετωμένος, πληγιασμένος και τρυπημένος. Μου είπαν ότι ήταν πολύ βαριά και ότι είχε πνευμονική λοίμωξη. Ο σύζυγός μου πέθανε στις 26/9/10, αφού τον είχα μεταφέρει σε ιδιωτική κλινική. Στο ίδρυμα γιατρός-νευρολόγος / ψυχίατρος ήταν ο κ. Μ.».
Ανατριχίλα προκαλούν και τα όσα αποκάλυψε στο Οpen και η κόρη ενός 70χρονου, ο οποίος επίσης έμεινε για δύο μήνες στο ιδιωτικό γηροκομείο. «Ο μπαμπάς μου ήταν δεμένος στα πόδια και στα χέρια στο κρεβάτι και φώναζε όλη τη νύχτα “νερό, νερό, νερό” και κανείς δεν πήγαινε να του δώσει ένα μπουκάλι νερό. Η κόρη μου τον βρήκε με ανοιχτό το κεφάλι, είχε πέσει ο άνθρωπος, ούτε μας ενημέρωσαν. Μας έλεγαν δεν ξέρουμε, μπορεί λέει λίγο να χτύπησε, δεν ξέρουμε, εδώ κάπου χτύπησε, δεν έχει τίποτα, ενώ ο άνθρωπος ήταν με ανοιχτό το κεφάλι. Και η κόρη μου πήγε και του έβαλαν ένα χανζαπλάστ, ενώ χρειαζόταν ράμματα. Δεν ξέρουμε πόσες ημέρες ήταν με ανοιχτό το κεφάλι».
Μόλις ο ηλικιωμένος γύρισε στο σπίτι του, ήταν σε άσχημη κατάσταση. Όπως λέει η κόρη του: «Tις μέρες αυτές που ήταν στο σπίτι, κάποια στιγμή μιλούσε, επανερχόταν στη μνήμη του και έλεγε όταν τον έβαζα στο μπάνιο: “Μη μου πετάς κρύο νερό, όπως μου πετάνε εκεί. Μη μου πετάς κρύο νερό, όπως μου πετάνε εκεί. Δεν θέλω να κρυώνω”».
«Τα φάρμακα των ασθενών είναι διασκορπισμένα σε WC, αποθήκες – χώρους εντελώς ακατάλληλους, με συνθήκες επικίνδυνες για τη φύλαξή τους», «μέσα στο ψυγείο βρέθηκαν αλλοιωμένα τρόφιμα, επίσης υπήρχαν κατεψυγμένα κρέατα χωρίς ενδείξεις, ημερομηνίες παραγωγής - λήξης - προέλευσης», «στον ίδιο χώρο» -δηλαδή τα αποδυτήρια προσωπικού- «φυλάσσονται είδη καθαριότητας και είδη προσωπικής καθαριότητας (ξυραφάκια χρησιμοποιημένα, βούρτσες) και όχι στα ατομικά συρτάρια στα δωμάτια των ασθενών, με προφανείς τους δυνητικούς κινδύνους». Στην ίδια αυτοψία διαπιστώνεται ότι «ο χώρος ακαθάρτων και σκοραμιδών έχει μετατραπεί σε αποθήκη όπου φυλάσσονται σε άσχημη κατάσταση τα ρούχα των ασθενών». Επισημαίνεται μάλιστα ότι «η υπεύθυνη αρνείται να δώσει στοιχεία συγγενών» για να τους ειδοποιήσει η Υπηρεσία για την απόφαση διακοπής λειτουργίας της.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time
Οι καταγγελίες συγγενών αλλά και πρώην εργαζομένων στη δομή πάνω-κάτω συγκλίνουν στην περιγραφή των συνθηκών υπό τις οποίες ζούσαν -ή πέθαιναν- οι ηλικιωμένοι τρόφιμοι. Δεμένοι με ιμάντες σχεδόν επί 24ώρου βάσεως, υποσιτισμένοι και κατατονικοί λόγω ισχυρών φαρμάκων, δεκάδες θάνατοι από καρδιακή ανακοπή καθώς και φήμες για μεταβιβάσεις περιουσιών συνθέτουν το πλαίσιο το οποίο καλούνται να ερευνήσουν οι Αρχές για να διαπιστώσουν αν πράγματι μέσα στον οίκο ευγηρίας δρούσε στην πραγματικότητα μια εγκληματική οργάνωση, υπεύθυνη για ανθρωποκτονίες κατά συρροή.
Συγκλονιστική είναι η κατάθεση της συζύγου ενός ηλικιωμένου, που διέμεινε για ένα διάστημα στη μονάδα, για να μεταφερθεί στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Χανίων, η οποία ήταν η πρώτη που είχε καταγγείλει την «Αγία Σκέπη» πριν από 11 χρόνια, καταγγελία που στάθηκε αφορμή να εκδοθεί απόφαση νομάρχη για κλείσιμο της δομής, κάτι που ουδέποτε έγινε.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ Χανίων, οι συνθήκες λειτουργίας της συγκεκριμένης μονάδας καταγγέλθηκαν τότε στον νομάρχη, ο οποίος διέταξε τη διενέργεια αυτοψίας, για να δώσει τελικά εντολή να κλείσει το γηροκομείο. Ωστόσο, η δομή συνέχιζε τη λειτουργία της. Η υπόθεση εκδικάσθηκε το 2015 και στην ιδιοκτήτρια επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με τριετή αναστολή. Στην κατάθεσή της η κ. Τ., τον Νοέμβριο του 2010 στις αστυνομικές Αρχές, ανέφερε ότι χρειάστηκε να μεταφέρει προσωρινά στην «Αγία Σκέπη» το σύζυγό της, ο οποίος είχε αλτσχάιμερ, χωρίς όμως άλλο οργανικό πρόβλημα, στις 9 Αυγούστου 2009.
«Τη Δευτέρα το πρωί μου τηλεφώνησε η ιδιοκτήτρια του ιδρύματος και μου είπε ότι ο σύζυγός μου ήταν ανήσυχος τη νύχτα και ότι έπρεπε να του ρίξουν τις δυνάμεις του για να τον κρατήσουν για όσο χρειαζόταν. Κοίταξα το ρολόι μου και είδα ότι ήταν πολύ πρωί. Δεν θυμάμαι ακριβώς την ώρα. Αναρωτήθηκα πότε πρόλαβε να τον δει ο γιατρός. Σηκώθηκα αμέσως, πήρα ένα ταξί και πήγα στο ίδρυμα. Τον βρήκα ναρκωμένο. Όταν ρώτησα την ιδιοκτήτρια εάν τον είχε δει γιατρός, μου απάντησε: "Ε, βέβαια, του κεφαλιού μας κάνουμε;". Μου δήλωσε ότι ο σύζυγός μου είχε και ψυχολογικά προβλήματα. Μέχρι το μεσημέρι ο σύζυγός μου δεν είχε ξυπνήσει. Στις 11/8/09 ξαναπήγα στο ίδρυμα. Ο σύζυγός μου δεν κοιμόταν, αλλά σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Και τις επόμενες δύο ημέρες που πήγα ο σύζυγός μου ήταν στην ίδια κατάσταση. Γιατρό μέχρι τότε δεν είδα. Στη συνέχεια έπεσε σε κώμα περίπου από τις 13/8. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Χανίων σε κωματώδη κατάσταση στις 21/8/09, τελείως αφυδατωμένος και σκελετωμένος, πληγιασμένος και τρυπημένος. Μου είπαν ότι ήταν πολύ βαριά και ότι είχε πνευμονική λοίμωξη. Ο σύζυγός μου πέθανε στις 26/9/10, αφού τον είχα μεταφέρει σε ιδιωτική κλινική. Στο ίδρυμα γιατρός-νευρολόγος / ψυχίατρος ήταν ο κ. Μ.».
Δεν υπήρχε άλλη δομή
Σημειώνεται ότι η απόφαση αναστολής λειτουργίας της μονάδας υπογράφηκε τον Μάιο του 2010, ενώ στις 17 Ιουλίου ο τότε νομάρχης Χανίων Γρηγόρης Αρχοντάκης επέβαλε πρόστιμο ύψους 14.673,51 ευρώ, αφού η Μονάδα συνέχιζε τη λειτουργία της. Η άδεια λειτουργίας τελικά δόθηκε τον Αύγουστο του 2011, όταν διαπιστώθηκε ότι καμία αντίστοιχη υποδομή στην Περιφερειακή Ενότητα Χανίων δεν είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει τους ανθρώπους που έμεναν στην ιδιωτική δομή.Ανατριχίλα προκαλούν και τα όσα αποκάλυψε στο Οpen και η κόρη ενός 70χρονου, ο οποίος επίσης έμεινε για δύο μήνες στο ιδιωτικό γηροκομείο. «Ο μπαμπάς μου ήταν δεμένος στα πόδια και στα χέρια στο κρεβάτι και φώναζε όλη τη νύχτα “νερό, νερό, νερό” και κανείς δεν πήγαινε να του δώσει ένα μπουκάλι νερό. Η κόρη μου τον βρήκε με ανοιχτό το κεφάλι, είχε πέσει ο άνθρωπος, ούτε μας ενημέρωσαν. Μας έλεγαν δεν ξέρουμε, μπορεί λέει λίγο να χτύπησε, δεν ξέρουμε, εδώ κάπου χτύπησε, δεν έχει τίποτα, ενώ ο άνθρωπος ήταν με ανοιχτό το κεφάλι. Και η κόρη μου πήγε και του έβαλαν ένα χανζαπλάστ, ενώ χρειαζόταν ράμματα. Δεν ξέρουμε πόσες ημέρες ήταν με ανοιχτό το κεφάλι».
Μόλις ο ηλικιωμένος γύρισε στο σπίτι του, ήταν σε άσχημη κατάσταση. Όπως λέει η κόρη του: «Tις μέρες αυτές που ήταν στο σπίτι, κάποια στιγμή μιλούσε, επανερχόταν στη μνήμη του και έλεγε όταν τον έβαζα στο μπάνιο: “Μη μου πετάς κρύο νερό, όπως μου πετάνε εκεί. Μη μου πετάς κρύο νερό, όπως μου πετάνε εκεί. Δεν θέλω να κρυώνω”».
Απορρίφθηκε η αδειοδότηση
Έγγραφο-φωτιά για τους λόγους για τους οποίους είχε απορριφθεί η αδειοδότηση της «Αγίας Σκέπης» έφερε στη δημοσιότητα η ΕΡΤ Χανίων. Στην έκθεση απορρίπτεται το αίτημα για συνολικά 28 σοβαρές παρατυπίες:«Τα φάρμακα των ασθενών είναι διασκορπισμένα σε WC, αποθήκες – χώρους εντελώς ακατάλληλους, με συνθήκες επικίνδυνες για τη φύλαξή τους», «μέσα στο ψυγείο βρέθηκαν αλλοιωμένα τρόφιμα, επίσης υπήρχαν κατεψυγμένα κρέατα χωρίς ενδείξεις, ημερομηνίες παραγωγής - λήξης - προέλευσης», «στον ίδιο χώρο» -δηλαδή τα αποδυτήρια προσωπικού- «φυλάσσονται είδη καθαριότητας και είδη προσωπικής καθαριότητας (ξυραφάκια χρησιμοποιημένα, βούρτσες) και όχι στα ατομικά συρτάρια στα δωμάτια των ασθενών, με προφανείς τους δυνητικούς κινδύνους». Στην ίδια αυτοψία διαπιστώνεται ότι «ο χώρος ακαθάρτων και σκοραμιδών έχει μετατραπεί σε αποθήκη όπου φυλάσσονται σε άσχημη κατάσταση τα ρούχα των ασθενών». Επισημαίνεται μάλιστα ότι «η υπεύθυνη αρνείται να δώσει στοιχεία συγγενών» για να τους ειδοποιήσει η Υπηρεσία για την απόφαση διακοπής λειτουργίας της.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time