Άμεση ανίχνευση του κοροναϊού με το κινητό σε τρία λεπτά
Τι ετοιμάζουν οι ερευνητές του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρωτοποριακή εφαρμογή με βιοαισθητήρα που ανέπτυξε το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ανιχνεύει τον κοροναϊό μόλις σε τρία λεπτά με αποτελεσματικότητα 93%. Το σημαντικό είναι ότι αυτό μπορεί να γίνει αμέσως μετά τη μόλυνση.
Τη δυνατότητα δίνουν επιστήμονες του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, οι οποίοι ανέπτυξαν έναν βιοαισθητήρα, που μπορεί να ενσωματωθεί σε μια εύχρηστη πλατφόρμα και προσφέρει αστραπιαία ανίχνευση της επιφανειακής πρωτεΐνης-ακίδας S1 του κορονοϊού SARS-CoV-2, του πιο σημαντικού δείκτη του ιού, ακόμα και την πρώτη μέρα της πιθανής μόλυνσης, ακόμα και εάν δεν υφίσταται κανένα σύμπτωμα.
Με απλά λόγια ο χρήστης θα έχει ένα «κιτ», το οποίο περιέχει μια ειδική μπατονέτα για να παίρνει το δείγμα από τη μύτη ή το στόμα, ένα διάλυμα και ένα αναλώσιμο τροποποιημένο ηλεκτρόδιο (όπως αυτό που χρησιμοποιείται για μέτρηση του σακχάρου), το οποίο θα συνδέεται με μια μικρή ειδική συσκευή με το κινητό ή το τάμπλετ και ως προς τη χρήση θα είναι απλό – απλούστερο και από τα self tests. Ο ελληνικός βιοαισθητήρας μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης για την ταχεία και μαζική αξιολόγηση φαρμάκων τα οποία μπλοκάρουν την είσοδο του ιού ή και την αλληλεπίδρασή του με τα κύτταρα του ξενιστή (δηλαδή των ανθρώπων).
Οι ερευνητές του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών ετοιμάζουν την επιστημονική δημοσίευση των νέων δεδομένων των επιτυχημένων πρόσφατων κλινικών δοκιμών σε δείγματα από ρινοφαρυγγικό επίχρισμα αλλά και σάλιο σε συνεργασία με μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο αναφοράς, για τη βελτιστοποίηση περισσότερων παραμέτρων του αισθητήρα.
Οι ερευνητές θεωρούν ότι αυτές οι βελτιώσεις αποτελούν εφαλτήριο για την προώθηση της χρήσης του τεστ σε εκτεταμένους μαζικούς ελέγχους σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συγκεκριμένη μέθοδος ανίχνευσης του SARS-CoV-2, που παρουσιάστηκε αρχικά πριν από λίγους μήνες στο περιοδικό «Sensors» (Αισθητήρες), επιτρέπει δυνητικά τον εντοπισμό του κοροναϊού ακόμη και αμέσως μετά τη μόλυνση ενός ατόμου, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα ταυτοποίησης ασυμπτωματικών φορέων στα αρχικά στάδια της μετάδοσης του ιού. Συγκρινόμενη με τις παραδοσιακές μοριακές μεθόδους, η τεχνολογία του κυτταρικού βιοαισθητήρα παρουσίασε ευαισθησία της τάξης του 93% και 97,8% ακρίβεια στη διάγνωση του COVID-19.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time
Τη δυνατότητα δίνουν επιστήμονες του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, οι οποίοι ανέπτυξαν έναν βιοαισθητήρα, που μπορεί να ενσωματωθεί σε μια εύχρηστη πλατφόρμα και προσφέρει αστραπιαία ανίχνευση της επιφανειακής πρωτεΐνης-ακίδας S1 του κορονοϊού SARS-CoV-2, του πιο σημαντικού δείκτη του ιού, ακόμα και την πρώτη μέρα της πιθανής μόλυνσης, ακόμα και εάν δεν υφίσταται κανένα σύμπτωμα.
Με απλά λόγια ο χρήστης θα έχει ένα «κιτ», το οποίο περιέχει μια ειδική μπατονέτα για να παίρνει το δείγμα από τη μύτη ή το στόμα, ένα διάλυμα και ένα αναλώσιμο τροποποιημένο ηλεκτρόδιο (όπως αυτό που χρησιμοποιείται για μέτρηση του σακχάρου), το οποίο θα συνδέεται με μια μικρή ειδική συσκευή με το κινητό ή το τάμπλετ και ως προς τη χρήση θα είναι απλό – απλούστερο και από τα self tests. Ο ελληνικός βιοαισθητήρας μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης για την ταχεία και μαζική αξιολόγηση φαρμάκων τα οποία μπλοκάρουν την είσοδο του ιού ή και την αλληλεπίδρασή του με τα κύτταρα του ξενιστή (δηλαδή των ανθρώπων).
Οι ερευνητές του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών ετοιμάζουν την επιστημονική δημοσίευση των νέων δεδομένων των επιτυχημένων πρόσφατων κλινικών δοκιμών σε δείγματα από ρινοφαρυγγικό επίχρισμα αλλά και σάλιο σε συνεργασία με μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο αναφοράς, για τη βελτιστοποίηση περισσότερων παραμέτρων του αισθητήρα.
Οι ερευνητές θεωρούν ότι αυτές οι βελτιώσεις αποτελούν εφαλτήριο για την προώθηση της χρήσης του τεστ σε εκτεταμένους μαζικούς ελέγχους σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συγκεκριμένη μέθοδος ανίχνευσης του SARS-CoV-2, που παρουσιάστηκε αρχικά πριν από λίγους μήνες στο περιοδικό «Sensors» (Αισθητήρες), επιτρέπει δυνητικά τον εντοπισμό του κοροναϊού ακόμη και αμέσως μετά τη μόλυνση ενός ατόμου, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα ταυτοποίησης ασυμπτωματικών φορέων στα αρχικά στάδια της μετάδοσης του ιού. Συγκρινόμενη με τις παραδοσιακές μοριακές μεθόδους, η τεχνολογία του κυτταρικού βιοαισθητήρα παρουσίασε ευαισθησία της τάξης του 93% και 97,8% ακρίβεια στη διάγνωση του COVID-19.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time