Ολοένα και προοδεύει το τείχος ανοσίας στην Ελλάδα, δεδομένου ότι χθες ολοκληρώθηκαν πάνω από 5 εκατ. εμβολιασμοί.
Δεν είναι λίγοι όμως αυτοί που παραμένουν να μην έχουν κάνει το εμβόλιο, πράγμα που συνεπάγεται ότι σε περίπτωση τέταρτου κύματος το ΕΣΥ θα βρεθεί υπό πίεση.

Ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στη LSE Ηλίας Μόσιαλος ανέφερε ότι αυτοί που θα επηρεαστούν περισσότερο είναι όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί «είτε γιατί δεν θέλουν να εμβολιαστούν, είτε γιατί δεν μπορούν για ειδικούς λόγους, είτε γιατί δεν προβλέπεται να εμβολιαστούν». Μάλιστα, ο ίδιος πρόσθεσε ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο πιθανόν μια νέα έξαρση να επηρεάσει και τον παιδικό πληθυσμό – δεδομένου ότι δεν έχει εγκριθεί ο εμβολιασμός τους -, υπογραμμίζοντας συνεπώς τη σημασία να εμβολιαστεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του ενήλικου πληθυσμού.

Παρόλα αυτά όμως, βάσει του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), το 35% των Ελλήνων άνω των 80 ετών δεν έχει κλείσει ραντεβού με την… ανοσία, όταν σε Ισπανία, Δανία και Ιρλανδία το ποσοστό των εμβολιασμένων της ευαίσθητης αυτής ηλικιακής κατηγορίας αγγίζει το 100%.

Αντίστοιχα, τουλάχιστον τέσσερις στους δέκα πολίτες ηλικίας 60-69 ετών παραμένουν ανεμβολίαστοι, ωστόσο και σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες ο γενικός γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους η «ψαλίδα» αναμένεται να κλείσει το επόμενο διάστημα εάν συνυπολογίσει κανείς και τα προγραμματισμένα ραντεβού.

Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό των εμβολιασμένων στην ηλικιακή κατηγορία 65-69 ετών θα αγγίζει το 76,35% και στην αμέσως προηγούμενη πενταετία το 70,05%. Αντίστοιχα βάσει των ήδη καθορισμενων ραντεβού στο emvolio.gov.gr, το ποσοστό των 50-59 ετών αναμένεται να ξεπεράσει το 60%, μειώνοντας την «ψαλίδα», ωστόσο το ποσοστό απέχει απ’ το επιθυμητό της επιστημονικής κοινότητας.

Ενθαρρυντική σε κάθε περίπτωση είναι η ανταπόκριση των πολιτών 40-44 ετών, καθώς, παρότι η πλατφόρμα άνοιξε πρόσφατα με όλα τα διαθέσιμα εμβόλια, ήδη έχουν δεσμευτεί 145.000 ραντεβού, με το 21% να έχει ήδη εμβολιαστεί και με τα ραντεβού να φτάνουν στο 45%.

Θα ακολουθήσει η ομάδα 30-34 ετών μέσα στον Ιούνιο, οπότε και εκτιμάται ότι θα ανοίξει η πλατφόρμα για τον εμβολιασμό της ηλικιακής ομάδας 20-29 ετών.

Γραφημα


Ανατροπές

Εν τω μεταξύ, ανατροπές στον προγραμματισμό της δεύτερης δόσης φέρνουν τα ευρήματα νέων ερευνών που δείχνουν ότι η ανοσία έπειτα από φυσική νόσηση φτάνει τουλάχιστον τους οκτώ μήνες και μπορεί να επιμηκυνθεί έως και ένα έτος. Πιο συγκεκριμένα, από την ερχόμενη Τρίτη θα χορηγείται μία δόση εμβολίου σε όσους έχουν αναρρώσει από τη λοίμωξη Covid-19 και συγκεκριμένα έξι έως δώδεκα μήνες μετά τη νόσησή τους. Μάλιστα, πριν παρέλθει το εξάμηνο θα λαμβάνουν μήνυμα ότι δικαιούνται εμβολιασμό, καθώς εφεξής προβλέπεται στο σύστημα η καταχώριση του πιστοποιητικού νόσησης. Σχετική πρόβλεψη, όμως, υπάρχει και για εκείνους που νόσησαν ή θα νοσήσουν στο μεσοδιάστημα της πρώτης και της δεύτερης δόσης. Στις περιπτώσεις αυτές θα ακυρώνεται το δεύτερο ραντεβού και θα επαναπρογραμματίζεται έξι έως και δώδεκα μήνες μετά την ανάρρωση.

Η τρίτη δόση

Σε ό,τι αφορά την αναμνηστική (τρίτη δόση), ο καθηγητής της LSE σημείωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του ότι όσοι έχουν κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου είναι προστατευμένοι σε συντριπτικό ποσοστό, ενώ όσοι ξεκίνησαν τον εμβολιασμό τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο θα πρέπει να κάνουν αναμνηστική δόση το φθινόπωρο – και πρώτα οι ευάλωτες ομάδες.

Εν τω μεταξύ, η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο γεγονός ότι ορισμένοι πολίτες, οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν από τις συνήθεις παρενέργειες της πρώτης δόσης, τείνουν να ακυρώνουν ή να έχουν δεύτερες σκέψεις για τη δεύτερη. Όπως όμως τόνισε, αυτό είναι «λάθος, καθώς το τίμημα της παράλειψης της δεύτερης δόσης είναι σημαντικό». Παράλληλα έδωσε απαντήσεις και στο κρίσιμο ερώτημα για το εάν μπορεί κανείς να υποβληθεί σε δεύτερη δόση με άλλο εμβόλιο, υπογραμμίζοντας ότι ο κανόνας είναι «με όποιο αρχίζεις με αυτό να τελειώνεις». Εξαίρεση αποτελούν όσοι εκδήλωσαν σοβαρή αναφυλακτική αντίδραση ή θρομβοεμβολική νόσο με ή χωρίς θρομβοπενία, με την ειδικό να προσθέτει ότι πρόκειται για σπάνιες περιπτώσεις.