Απάντηση Πλιώτα σε Χρυσοχοΐδη: Διερεύνηση σε βάθος των υποθέσεων οργανωμένου εγκλήματος
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τονίζει την αναγκαιότητα αξιοποίησης των «Εισαγγελέων Ειδικών Καθηκόντων»
Έγγραφη απάντηση στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, έδωσε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας, σχετικά με τους δύο φακέλους με στοιχεία για τον τρόπο δράσης του οργανωμένου εγκλήματος που του είχε παραδώσει.
Ταυτόχρονα, ο πρώτος τη τάξει εισαγγελικός λειτουργός της χώρας, διαβίβασε το περιεχόμενο της απάντησής του προς τον κ. Χρυσοχοΐδη, σε όλους τους συναδέλφους του, οι οποίοι διευθύνουν ανά την επικράτεια Εισαγγελίες Εφετών, με την εντολή οι τελευταίοι να ενημερώσουν τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών της χώρας.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επισημαίνει την ανάγκη εγρήγορσης των προανακριτικών, ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών για τη σε βάθος, ταχύτερη και πληρέστερη έρευνα στις υποθέσεις του οργανωμένου εγκλήματος, με τήρηση βεβαίως των νομίμων δικονομικών διαδικασιών.
Σε κάθε περίπτωση, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τονίζει την αναγκαιότητα αξιοποίησης από την πλευρά των Αστυνομικών αρχών των «Εισαγγελέων Ειδικών Καθηκόντων», όπως είναι του:
1) Εισαγγελέα Εφετών που έχει οριστεί να εποπτεύει και να καθοδηγεί στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής το έργο των αρχών ασφαλείας στη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος
2) Επιστημονικού Συμβουλίου Ανάλυσης, Έρευνας και Προγραμματισμού που έχει συσταθεί στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, του οποίου προεδρεύει Εισαγγελέας Εφετών.
Επιπλέον, ο κ. Πλιώτας ξεκαθαρίζει ότι για την καταπολέμηση του εγκλήματος στο πεδίο διακίνησης ναρκωτικών, η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση τελεί σε καθεστώς ειδικής νομοθετικής ρύθμισης (άρθρο 44 ν. 4139/2013), υπό την άμεση εποπτεία και καθοδήγηση του κατά νόμο αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών.
Όσο αφορά τις υποβαλλόμενες συναφείς δικογραφίες κατά του οργανωμένου εγκλήματος, σημειώνει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, «γίνεται ιδιαίτερη μέριμνα και ζητείται η υποβολή από τις Εθνικές Αρχές Ασφαλείας, που υποβάλλουν αυτεπαγγέλτως σχηματισθείσες ποινικές δικογραφίες, να κοινοποιούν αντίγραφο της υποβλητικής αναφοράς και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για να αξιολογείται κάθε φορά από εισαγγελικό λειτουργό της υπηρεσίας μας και να διατάσσεται, εξαιρετικώς, υπό τους όρους του άρθρου 32 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η άμεση επίσπευση της προδικασίας και η κατά προτεραιότητα εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο και να εξετάζεται, ακόμη, η δυνατότητα να επιληφθεί η Ολομέλεια του Εφετείου σε Συμβούλιο για την κίνηση της ποινικής δίωξης και την ανάθεση της ανάκρισης σε έμπειρο εφέτη ανακριτή, όπως εσχάτως πολλές φορές έχει επισυμβεί».
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο κλείσιμο της απάντησης του τονίζει ότι «οι εισαγγελείς, ως ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφαρμόζουν το Σύνταγμα και τους νόμους και δεν εμπλέκουν τη δικαστική εξουσία στις αρμοδιότητες των άλλων λειτουργών της Πολιτείας (του άρθρου 26 του Συντάγματος), ούτε, πράγμα αδιανόητο άλλωστε, μπορούν να αξιώνουν υποκατάσταση της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας με υπόδειξη ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο προώθηση είτε νομοθετικών ρυθμίσεων είτε διοικητικών επιλογών της σκοπιμότερης λύσης».
Ταυτόχρονα, ο πρώτος τη τάξει εισαγγελικός λειτουργός της χώρας, διαβίβασε το περιεχόμενο της απάντησής του προς τον κ. Χρυσοχοΐδη, σε όλους τους συναδέλφους του, οι οποίοι διευθύνουν ανά την επικράτεια Εισαγγελίες Εφετών, με την εντολή οι τελευταίοι να ενημερώσουν τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών της χώρας.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επισημαίνει την ανάγκη εγρήγορσης των προανακριτικών, ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών για τη σε βάθος, ταχύτερη και πληρέστερη έρευνα στις υποθέσεις του οργανωμένου εγκλήματος, με τήρηση βεβαίως των νομίμων δικονομικών διαδικασιών.
Σε κάθε περίπτωση, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τονίζει την αναγκαιότητα αξιοποίησης από την πλευρά των Αστυνομικών αρχών των «Εισαγγελέων Ειδικών Καθηκόντων», όπως είναι του:
1) Εισαγγελέα Εφετών που έχει οριστεί να εποπτεύει και να καθοδηγεί στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής το έργο των αρχών ασφαλείας στη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος
2) Επιστημονικού Συμβουλίου Ανάλυσης, Έρευνας και Προγραμματισμού που έχει συσταθεί στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, του οποίου προεδρεύει Εισαγγελέας Εφετών.
Συνεργασία όλων των αστυνομικών υπηρεσιών
Η αποστολή του τελευταίου αυτού συμβουλίου εντάσσεται στο πλαίσιο καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος και μπορεί να συνεργάζεται με όλες τις αστυνομικές υπηρεσίες, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας και το Λιμενικό Σώμα, ενώ παράλληλα έχει την δυνατότητα να αντλεί πληροφορίες από τις δημόσιες αρχές.Επιπλέον, ο κ. Πλιώτας ξεκαθαρίζει ότι για την καταπολέμηση του εγκλήματος στο πεδίο διακίνησης ναρκωτικών, η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση τελεί σε καθεστώς ειδικής νομοθετικής ρύθμισης (άρθρο 44 ν. 4139/2013), υπό την άμεση εποπτεία και καθοδήγηση του κατά νόμο αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών.
Όσο αφορά τις υποβαλλόμενες συναφείς δικογραφίες κατά του οργανωμένου εγκλήματος, σημειώνει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, «γίνεται ιδιαίτερη μέριμνα και ζητείται η υποβολή από τις Εθνικές Αρχές Ασφαλείας, που υποβάλλουν αυτεπαγγέλτως σχηματισθείσες ποινικές δικογραφίες, να κοινοποιούν αντίγραφο της υποβλητικής αναφοράς και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για να αξιολογείται κάθε φορά από εισαγγελικό λειτουργό της υπηρεσίας μας και να διατάσσεται, εξαιρετικώς, υπό τους όρους του άρθρου 32 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η άμεση επίσπευση της προδικασίας και η κατά προτεραιότητα εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο και να εξετάζεται, ακόμη, η δυνατότητα να επιληφθεί η Ολομέλεια του Εφετείου σε Συμβούλιο για την κίνηση της ποινικής δίωξης και την ανάθεση της ανάκρισης σε έμπειρο εφέτη ανακριτή, όπως εσχάτως πολλές φορές έχει επισυμβεί».
Εξασφάλιση δημόσιας ειρήνης
Επιπλέον, ο κ. Πλιώτας, να επισημάνει ότι «οι αστυνομικοί, μόνον ως γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι υπόκεινται στην Εισαγγελική αρχή, κατ’ εξοχήν εποπτική του ανακριτικού έργου τους, ενώ ως έμμεσα διοικητικά όργανα του κράτους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δημόσια ειρήνη, ευταξία και απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών δραστηριοποιούνται υπό την ευθύνη της πολιτικής τους ηγεσίας (εκτελεστικής εξουσίας)».Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο κλείσιμο της απάντησης του τονίζει ότι «οι εισαγγελείς, ως ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφαρμόζουν το Σύνταγμα και τους νόμους και δεν εμπλέκουν τη δικαστική εξουσία στις αρμοδιότητες των άλλων λειτουργών της Πολιτείας (του άρθρου 26 του Συντάγματος), ούτε, πράγμα αδιανόητο άλλωστε, μπορούν να αξιώνουν υποκατάσταση της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας με υπόδειξη ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο προώθηση είτε νομοθετικών ρυθμίσεων είτε διοικητικών επιλογών της σκοπιμότερης λύσης».