Διέτης στα «Π»: Έχει και μειονεκτήματα η χορήγηση μονοκλωνικών - Πρέπει να ανανεώσουμε τώρα τα εμβόλια κατά του κοροναϊού
Ενδείκνυται η συνδυασμένη και ορθή χρήση των αντι-ιικών φαρμάκων και των μονοκλωνικών αντισωμάτων
Συνετή και έξυπνη θα είναι η κίνηση να ανανεώσουμε εγκαίρως, τώρα δηλαδή, τα εμβόλιά μας κατά του νέου κοροναϊού, καθώς αναμένεται η ταχεία και πλήρης επικράτηση του στελέχους Όμικρον στον πλανήτη, σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητής Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου και διευθυντή του Εργαστηρίου Πειραματικής Φαρμακολογίας του ιδρύματος, Νικόλα Διέτη.
Ο καθηγητής τονίζει επίσης στα «Π» ότι η συνδυασμένη και ορθή χρήση των αντι-ιικών φαρμάκων και των μονοκλωνικών αντισωμάτων στους ασθενείς για τους οποίους αυτά ενδείκνυνται θα μας δώσει το μέγιστο θεραπευτικό όφελος κατά της λοίμωξης COVID-19.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αποτροπή αυτή βασίζεται στα αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων. Δεν γνωρίζουμε ακόμη εάν αυτά θα πέσουν σε σημαντικό βαθμό σε βάθος χρόνου και, προσωπικά, δεν θα με παραξένευε αν βλέπαμε κάτι τέτοιο, αφού αυτή είναι η φυσιολογική βιολογία των αντισωμάτων.
Επομένως, ένας έξυπνος τρόπος να επαναφέρουμε την αποτελεσματικότητα των αντισωμάτων που παράγονται από το εμβόλιο, χωρίς να εξαρτάται τόσο πολύ από την ποσότητά τους, είναι να αυξήσουμε την αναγνωρισιμότητα της ακίδας. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια ανανέωση του εμβολίου, ώστε να αναγνωρίζεται πιο αποτελεσματικά η παραλλαγή «Ο».
Από τη στιγμή που τα περισσότερα επιδημιολογικά δεδομένα κάνουν πρόβλεψη για παγκόσμια επικράτηση αυτής της παραλλαγής, η οποία, όπως έχω αναφέρει, έχει ρεκόρ μεταλλάξεων, πιστεύω ότι είναι μια συνετή και έξυπνη κίνηση να ανανεώσουμε τώρα τα εμβόλιά μας.
Οποιαδήποτε κουβέντα γίνεται αυτήν τη στιγμή για τέταρτη δόση είναι καθαρά σε φιλολογικό επίπεδο, με αυξημένο ρίσκο πρόβλεψης.
Πιστεύω ότι η πορεία και ο ρυθμός των στοιχείων που συλλέξαμε για την τρίτη δόση θα είναι ο οδηγός μας και για τα επόμενα βήματα.
Θα μας έρθουν στοιχεία από την αποτελεσματικότητα της τρίτης δόσης σε βάθος χρόνου από χώρες που είναι πολύ μπροστά στον ενισχυτικό εμβολιασμό και έχουν καλά συστήματα επίβλεψης και ανάλυσης στοιχείων (Ισραήλ: 45% του πληθυσμού έκανε τρίτη δόση, Μ. Βρετανία: 40% του πληθυσμού έκανε τρίτη δόση) και με βάση αυτά θα στοιχειοθετηθούν οι πρώτες σκέψεις και στρατηγικές.
Σε αυτούς τους ανθρώπους, τα φάρμακα αυτά έχουν δείξει μείωση ρίσκου νοσηλείας και θανάτου κατά 30% ή 90% αντίστοιχα για το φάρμακο της Merck και της Pfizer, εάν είχαν κάποιον αρχικό παράγοντα ρίσκου νοσηλείας. Φανταστείτε λοιπόν τι επίπτωση θα έχει στην πανδημία εάν όσοι έχουν μολυνθεί από τον ιό και έχουν παρουσιάσει αρχικά ήπια συμπτώματα πάρουν ένα αντι-ιικό φάρμακο που θα τους μειώνει κατά 90% το ρίσκο για νοσηλεία.
Δίνουν, για παράδειγμα, μια σημαντική λύση σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς που δεν έχουν αντισώματα κατά του ιού, αλλά η δράση τους μπορεί να μειωθεί σημαντικά με την εμφάνιση παραλλαγών και είναι πολύ δύσκολο να γίνει η προσαρμογή τους στον σχεδιασμό παραγωγής τους.
Αντίστοιχα, τα αντι-ιικά φάρμακα που έχουμε σήμερα μπορούν να αποτρέψουν τη νοσηλεία σε όσους έχουν ήπια συμπτώματα στην αρχή της νόσου, αλλά δεν είναι χρήσιμα σε ασθενείς που παρουσίασαν πολύ γρήγορα βαριά συμπτώματα μετά τη μόλυνσή τους.
Επομένως, είναι κατανοητό ότι και τα δύο πρέπει να χρησιμοποιηθούν εκεί που πρέπει, στους ασθενείς που ενδείκνυνται, για να παρουσιάσουν το μέγιστο όφελος.
Ο καθηγητής τονίζει επίσης στα «Π» ότι η συνδυασμένη και ορθή χρήση των αντι-ιικών φαρμάκων και των μονοκλωνικών αντισωμάτων στους ασθενείς για τους οποίους αυτά ενδείκνυνται θα μας δώσει το μέγιστο θεραπευτικό όφελος κατά της λοίμωξης COVID-19.
Κύριε καθηγητά, ενώ ο Αλμπερτ Μπουρλά, διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, μας λέει ότι η εταιρεία θα ετοιμάσει εμβόλιο ειδικά κατά του στελέχους «Ο» του νέου κορονοϊού, ο καθηγητής του LSE Ηλίας Μόσιαλος τονίζει ότι η τρίτη, ενισχυτική δόση των υφιστάμενων εμβολίων είναι εξουδετερωτική έναντι του στελέχους «Ο». Ποια είναι η δική σας γνώμη;
Η ενισχυτική τρίτη δόση των εμβολίων φαίνεται να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην αποτροπή (έως έναν βαθμό) της συμπτωματικής νόσου.Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αποτροπή αυτή βασίζεται στα αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων. Δεν γνωρίζουμε ακόμη εάν αυτά θα πέσουν σε σημαντικό βαθμό σε βάθος χρόνου και, προσωπικά, δεν θα με παραξένευε αν βλέπαμε κάτι τέτοιο, αφού αυτή είναι η φυσιολογική βιολογία των αντισωμάτων.
Επομένως, ένας έξυπνος τρόπος να επαναφέρουμε την αποτελεσματικότητα των αντισωμάτων που παράγονται από το εμβόλιο, χωρίς να εξαρτάται τόσο πολύ από την ποσότητά τους, είναι να αυξήσουμε την αναγνωρισιμότητα της ακίδας. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια ανανέωση του εμβολίου, ώστε να αναγνωρίζεται πιο αποτελεσματικά η παραλλαγή «Ο».
Από τη στιγμή που τα περισσότερα επιδημιολογικά δεδομένα κάνουν πρόβλεψη για παγκόσμια επικράτηση αυτής της παραλλαγής, η οποία, όπως έχω αναφέρει, έχει ρεκόρ μεταλλάξεων, πιστεύω ότι είναι μια συνετή και έξυπνη κίνηση να ανανεώσουμε τώρα τα εμβόλιά μας.
Αναφορικά με την αναγκαιότητα χορήγησης τέταρτης δόσης του εμβολίου κατά του νέου κορονοϊού, θεωρείτε ότι αυτή πρέπει να αφορά τον γενικό πληθυσμό ή μόνον ειδικές κατηγορίες ασθενών;
Οποιαδήποτε κουβέντα γίνεται αυτήν τη στιγμή για τέταρτη δόση είναι καθαρά σε φιλολογικό επίπεδο, με αυξημένο ρίσκο πρόβλεψης.
Πιστεύω ότι η πορεία και ο ρυθμός των στοιχείων που συλλέξαμε για την τρίτη δόση θα είναι ο οδηγός μας και για τα επόμενα βήματα.
Θα μας έρθουν στοιχεία από την αποτελεσματικότητα της τρίτης δόσης σε βάθος χρόνου από χώρες που είναι πολύ μπροστά στον ενισχυτικό εμβολιασμό και έχουν καλά συστήματα επίβλεψης και ανάλυσης στοιχείων (Ισραήλ: 45% του πληθυσμού έκανε τρίτη δόση, Μ. Βρετανία: 40% του πληθυσμού έκανε τρίτη δόση) και με βάση αυτά θα στοιχειοθετηθούν οι πρώτες σκέψεις και στρατηγικές.
Κύριε καθηγητά, θα αποτελέσει τομή στην αντιμετώπιση της λοίμωξης COVID-19 η χρήση των αντι-ιικών φαρμακευτικών σκευασμάτων των εταιρειών Merck και Pfizer;
Και τα δύο αυτά φάρμακα έχουν θεραπευτική χρήση, ενδείκνυνται δηλαδή για ανθρώπους που έχουν ήδη μολυνθεί με τον ιό, δρώντας ως ανασταλτικά της αναπαραγωγής του ιού μέσα στο σώμα μας. Η δράση τους όμως είναι αποτελεσματική όταν το ιικό φορτίο στο σώμα είναι χαμηλό και έτσι το παίρνουν όσοι έχουν μολυνθεί εντός 3-5 ημερών από την εμφάνιση ήπιων συμπτωμάτων, εκδηλώνοντας ήπια/ μέτρια νόσο.Σε αυτούς τους ανθρώπους, τα φάρμακα αυτά έχουν δείξει μείωση ρίσκου νοσηλείας και θανάτου κατά 30% ή 90% αντίστοιχα για το φάρμακο της Merck και της Pfizer, εάν είχαν κάποιον αρχικό παράγοντα ρίσκου νοσηλείας. Φανταστείτε λοιπόν τι επίπτωση θα έχει στην πανδημία εάν όσοι έχουν μολυνθεί από τον ιό και έχουν παρουσιάσει αρχικά ήπια συμπτώματα πάρουν ένα αντι-ιικό φάρμακο που θα τους μειώνει κατά 90% το ρίσκο για νοσηλεία.
Τελικά, τι θα λέγατε; Να προχωρήσουμε κατά προτεραιότητα στην ευρεία χρήση των μονοκλωνικών αντισωμάτων ή των αντι-ιικών φαρμάκων, τα οποία αναμένονται;
Ολα τα διαθέσιμα φαρμακευτικά (ή μη) εργαλεία είναι χρήσιμα και πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Παρ’ όλα αυτά, τα φάρμακα και τα θεραπευτικά σχήματα δίνουν πλεονεκτήματα μόνο όταν χρησιμοποιούνται σωστά. Τα μονοκλωνικά αντισώματα έχουν δείξει ότι έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.Δίνουν, για παράδειγμα, μια σημαντική λύση σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς που δεν έχουν αντισώματα κατά του ιού, αλλά η δράση τους μπορεί να μειωθεί σημαντικά με την εμφάνιση παραλλαγών και είναι πολύ δύσκολο να γίνει η προσαρμογή τους στον σχεδιασμό παραγωγής τους.
Αντίστοιχα, τα αντι-ιικά φάρμακα που έχουμε σήμερα μπορούν να αποτρέψουν τη νοσηλεία σε όσους έχουν ήπια συμπτώματα στην αρχή της νόσου, αλλά δεν είναι χρήσιμα σε ασθενείς που παρουσίασαν πολύ γρήγορα βαριά συμπτώματα μετά τη μόλυνσή τους.
Επομένως, είναι κατανοητό ότι και τα δύο πρέπει να χρησιμοποιηθούν εκεί που πρέπει, στους ασθενείς που ενδείκνυνται, για να παρουσιάσουν το μέγιστο όφελος.