Βιασμός ανήλικης: Συγκλονίζει η κατάθεση του κοριτσιού - Προκαλούν με δηλώσεις τους η σύζυγος και ο συνήγορος του ιερέα
Σοκάρει η περιγραφή του εφιάλτη που ζούσε
Σοκ προκαλούν οι αποκαλύψεις για τη φρίκη που ζούσε η ανήλικη στα Κάτω Πατήσια στα χέρια του υπεράνω υποψίας για την τοπική κοινωνία ιερέα ο οποίος τη βίαζε συστηματικά. Οι αρχές διερευνούν το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος ιερέας να έχει προχωρήσει στην κακοποίηση και άλλων παιδιών.
Η δίωξη που άσκησε εναντίον του ο εισαγγελέας Πρωτοδικών, Νίκος Στεφανάτος, αφορά κατηγορίες για βιασμό, κατάχρηση σε ασέλγεια, αποπλάνηση ανηλίκου και πορνογραφικό υλικό που φέρεται να σχετίζεται με φωτογραφίες που –κατά τη δικογραφία– ο κατηγορούμενος ζητούσε να του στέλνει το κορίτσι.
Η δικογραφία περιγράφει σοκαριστικά στοιχεία που προέκυψαν από την κατάθεση της παθούσας, με τις πράξεις να έχουν τελεστεί το χρονικό διάστημα από το 2019 έως τον Μάιο του 2020, όταν το κορίτσι ήταν 14 με 15 ετών, έως τα 16.
Το κορίτσι από τον περασμένο Νοέμβριο εκμυστηρεύτηκε στη θεία της όσα είχαν συμβεί με τον κληρικό. Αμέσως, την υπόθεση που έφθασε ταχύτατα στις Αρχές ανέλαβε με προανάκριση το Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων, το οποίο χθες διαβίβασε την δικογραφία στον εισαγγελέα.
Ο κληρικός μετήχθη για την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης στον ανακριτή, από τον οποίο ζήτησε προθεσμία για να προετοιμάσει την απολογία του.
«Η αλήθεια είναι ότι έκλαιγα σχεδόν κάθε μέρα από το φόβο μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα κάτι να κάνω αλλά φοβόμουνα πάρα πολύ. Φοβόμουνα πάρα πολύ. Ήμουν διαλυμένη. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν βίασε απλά το σώμα μου, αλλά βίασε την ψυχή μου» αναφέρει το κοριτσάκι στην κατάθεση της, στην οποία όπως επισημαίνουν οι αστυνομικοί, διέκοπτε διαρκώς γιατί ξεσπούσε σε κλάματα με αναφιλητά.
Η ανήλικη εξομολογείται ότι η σειρά «13 Reasons Why» ήταν αυτή που την έκανε ψυχολογικό ράκος και παράλληλα την όπλισε με δύναμη να σπάσει τα ασφυκτικά όρια της σιωπής που η ίδια είχε θέσει από φόβο και να μιλήσει στις αρχές.
«Έτυχε να βλέπω μια σειρά που λέγεται 13 reasons why που έχει να κάνει με διάφορους βιασμούς με μια κοπέλα. Δεν ξέρω αν την ξέρετε. Ήταν ένα επεισόδιο που αυτή η κοπέλα τέλος πάντων που την βίασε αυτός και έκλαιγα για 2 ώρες. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, γιατί μου ήρθαν πράγματα στο μυαλό…».
«Όταν άρχισα να πηγαίνω στο λύκειο, σταμάτησα να πηγαίνω πια στο κατηχητικό. Είπα στη μαμά μου ότι δεν θέλω να ξαναπάω στο κατηχητικό και τότε ήταν και η περίοδος που άρχισε και ο κοροναϊός και όλα αυτά και ήμουν αρκετά στο σπίτι μου. Η αλήθεια είναι ότι έκλαιγα σχεδόν κάθε μέρα από το φόβο μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα κάτι να κάνω αλλά φοβόμουνα πάρα πολύ. Φοβόμουνα πάρα πολύ. Ήμουν διαλυμένη. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος δε βίασε απλά το σώμα μου, αλλά βίασε την ψυχή μου.
» Κατά τη διάρκεια της χρονιάς ήμουνα πολύ χάλια ψυχολογικά και δεν τα πήγαινα και τόσο καλά προπαντός στα αγγλικά. Και ο κύριος έλεγε στη μαμά μου ότι «το παιδί έχει πέσει πάρα πολύ στα μαθήματα, δεν ξέρω κάτι γίνεται να της μιλήσετε μήπως κάτι την ενοχλεί. Μήπως έχει κάτι. Δεν ξέρω εδώ και λίγο καιρό περίπου ένα χρόνο δεν ξέρω τι συμβαίνει. Και τελος πάντων, συνέχεια να το λέει ο δάσκαλος μου αυτό. Και εγώ ήμουνα πολύ χάλια στην ψυχολογική μου κατάσταση. Ήμουνα ένα ράκος. Πήγαινα κάποιες φορές την κολλητή μου επειδή έκλαιγα πάρα πολύ και μου έλεγε «κάτι πρέπει να κάνεις, δεν πρέπει να το αφήσεις έτσι». Της είπα «δεν θέλω να κάνω κάτι γιατί άπλα φοβάμαι». Μου λεει «δε γίνεται όμως, βλέπεις πως είσαι;» Και της λέω «δεν ξέρω, φοβάμαι όμως. Δεν θέλω να μάθει κανείς» και μου λέει «δε γίνεται. Βλέπεις πως είσαι;» και της λέω «δεν ξέρω φοβάμαι, όμως δεν θέλω να μάθει κανείς»».
Όπως λέει η μικρή, σύμφωνα πάντα με το «Πρώτο Θέμα», ο 37χρονος ρασοφόρος, αφού την απομόνωσε και της επιτέθηκε για να εκτονώσει τις αρρωστημένες του ορέξεις, της είπε: «Ωραία, τώρα ήρθε η ώρα, να σε εξετάσω, και στο άλλο κομμάτι».
Σε αυτό το σημείο περιγράφει όσα φρικτά υπέστη και μάλιστα καθώς της ασκούσε βία σε σημείο που όπως χαρακτηριστικά λέει: «Έκανε αυτή την κίνηση και νόμιζα ότι θα μου κοπεί η ανάσα και ότι θα πεθάνω. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, και του έκανα έτσι στο πόδι για να με αφήσει. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, ενώ αυτός συνέχιζε να κάνει αυτό το πράγμα, ευτυχώς που μετά τον ξαναπήρε η γυναίκα του».
Όπως περιγράφει το παιδί, ο ιερέας, αμέσως μετά την πράξη του κάλεσε τη σύζυγό του και της είπε ότι επιστρέφει, καθώς δεν μπόρεσε να βρει το παιχνίδι που του ζήτησε να αγοράσει για τον γιο του.
«Σήμερα δεν ολοκληρώσαμε τα βήματα πως πρέπει, αλλά την επόμενη» λέει, «θα τα ολοκληρώσουμε». «Δε γίνεται», λέει, «το έχουμε καθυστερήσει» λέει. Και εγώ δεν μιλούσα, δεν μπορούσα, είχα μείνει άναυδη και μετά πήρε τη γυναίκα του στο τηλέφωνο και της λέει «τελικά δεν το βρήκα», λέει, «αυτό το παιχνίδι για το παιδί. Γυρνάω τώρα πίσω» λέει και «θα δούμε, αν θα ξαναπάμε καμιά φορά μαζί με τα παιδιά».
«Και εγώ είχα μείνει έτσι και τον κοιτούσα και μου έκανε νόημα να μη μιλήσω. Και μετά όταν φύγαμε και με άφησε κοντά στο σπίτι μου, μου λέει «να κανονίσουμε», λέει, «θα σου στείλω μήνυμα για να δούμε και πότε θα ξανάρθεις». Και μετά δεν πήγαινα στο κατηχητικό καθόλου και έτυχε, ήταν αρχές του Ιανουαρίου, που έτυχε να είναι μια γιορτή στο κατηχητικό κάτω. Δεκέμβρης ήταν νομίζω. Δεν ξέρω τι, Πρωτοχρονιά, κάποιο γλέντι, κάποιος κύριος είχε γιορτή, δεν θυμάμαι τι ήταν. Και κάπου στον Ιανουάριο, αρχές Ιανουαρίου και μετά πήγα με τα αδέρφια μου σ’ αυτή τη γιορτή, και φύγαμε νωρίς γιατί ήταν Κυριακή και την επόμενη μέρα είχα σχολείο και εγώ και τα αδέρφια μου. Και λέω στη γυναίκα του «εγώ φεύγω» λέω, «καληνύχτα». «Εντάξει» μου λέει «καληνύχτα κορίτσι μου θα τα πούμε φιλάκια». «Καλά», λέω, «Θα τα πούμε». Και φύγαμε και μετά από κανένα μισάωρο, με παίρνει τηλέφωνο ο παπάς και μου λέει «γιατί έφυγες τόσο νωρίς;».
» Και πήγα την επόμενη ημέρα στην κολλητή μου που μαστέ μαζί από τον παιδικό σταθμό, από μωρά μαζί, και της λέω «πρέπει να σου πω κάτι που έχει γίνει». Και μου λέει «πες μου τι έχει γίνει;». Είχε μείνει άναυδη και άρχισα να της λέω ότι «ξέρεις με τον παπά….», μου λέει «τι έγινε με τον παπά;», Της λέω «με βίασε» και είχε μείνει και μου λέει τι εννοείς; Εξήγησε μου. Και άρχισα να της εξηγώ τι είχε γίνει, είχε μείνει άναυδη, και μου λεει «δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που μου λες, δεν μπορώ να πιστέψω ότι σου έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αποκλείεται». Της λέω «ναι, έχει συμβεί αυτό». Της λέω «φοβάμαι πάρα πολύ μην με σκοτώσει». Μου λέει «δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Γιατί να φοβάσαι;». Μου λέει «πρέπει να κάνεις κάτι. Κάτι πρέπει να κάνεις. Να πας στην αστυνομία». Λέω «όχι φοβάμαι δεν θέλω να πάω στην αστυνομία, φοβάμαι πάρα πολύ μη μου κάνει κάτι». Μου λέει «δεν το χεις πει στην θεία σου;» της λέω όχι «φοβάμαι να το πω στη θεία μου». « Γιατί δεν το λες τη θεία σου;» μου λέει και της λέω «δεν θέλω να το πω στη θεία μου».
«Δεν το ήθελα. Και θέλω απλά να πληρώσει για τις πράξεις του γιατί και οι φίλες μου φοβούνται και η θεία μου δεν μπορεί να με βλέπει έτσι και μου λέει ότι πρέπει να μπει φυλακή αυτός ο άνθρωπος γι’ αυτό που σου έκανε. Δεν είναι σωστό αυτό που σου έκανε. Σε αυτό το σημείο αναφέρεται ότι η μικρή ξεσπάει και πάλι σε κλάματα. Και δεν μπορώ άλλο να τον βλέπω. Τον βλέπω σε καθημερινή βάση, μπορεί να περνάει γυναίκα του με τα παιδιά του και δεν μπορώ να τον βλέπω. Κάθε φορά είναι σαν να ζω τα ίδια πράγματα και πραγματικά ξέρω ότι αυτό δεν θα γίνει από τη μία μέρα στην άλλη, να γίνω καλά, Αλλά δεν μπορώ άλλο να τον βλέπω, να είναι ελεύθερος έξω λες και δεν έχει συμβεί τίποτα. Μου έχει κάνει τόσο μεγάλο κακό, τόσο μεγάλο κακό, που δε νομίζω να έχει καταλάβει τι κακό μου έχει προκαλέσει. Βίασε εμένα, βίασε το κορμί μου, βίασε την ψυχή μου, μου κατέστρεψε τη ζωή. Σε αυτό το σημείο οι αστυνομικοί αναφέρουν το παιδί ξεσπάει και πάλι σε κλάματα».
» Και μου έστειλε το γεννητικό του μόριο, και μου λέει, «κοίτα πως είμαι τώρα», και είχα τρομάξει και πέταξα το κινητό μου. Και μου έλεγε «γιατί δεν απαντάς;». Και λέω «τι να πω»; Μου λέει «δεν σ’ άρεσε, δεν σε (σ.σ χρησιμοποιεί αγοραία διαλεκτο)….;». Λέω «όχι», μου λέει «κοίτα, κάθε φορά που θα μιλάμε θα διαγράφεις τα μηνύματα για να μην δει κανένας τίποτα, να μη δει η σύζυγός μου τίποτα». Και λέω «εντάξει».
«Για να υφίσταται βιασμός νομικά θα πρέπει να υπάρχουν δύο στοιχεία: την ιατροδικαστική εξέταση και εκτός από τη σωματική απειλή για την ακεραιότητά της θα πρέπει να έχει την απειλή της ζωής της να εξαναγκαστεί να έρθει σε συνουσία με τον ιερέα. Δεν υπάρχει κανένα ντοκουμέντο, κανένα φωτογραφικό υλικό που να στοιχειοθετεί μία επαφή με τον ιερέα», είπε τονίζοντας πως δεν υπάρχουν ντοκουμέντα και αποδεικτικά μέσα για να αποδειχτεί το έγκλημα του βιασμού.», είπε ο δικηγόρος του ιερέα, Ανδρέας Θεοδωρόπουλος μιλώντας στο MEGA.
Ο κ. Θεοδωρόπουλος μάλιστα είπε χαρακτηριστικά ότι η καταγγελία πρόκειται περί… μόδας μετά την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου και όλες τις άλλες καταγγελίες που ακολούθησαν μετά από εκείνη.
«Έχουμε το εξής παράδοξο: Έχουμε μία καταγγελία και κανένα αποδεικτικό μέσο, κανένα μήνυμα. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι της είχε στείλει σε φωτογραφία τα γεννητικά όργανα του. Γιατί δεν κράτησε αυτά τα στοιχεία να τα παραθέσει στον ανακριτή για να αποδείξει ότι ο ιερέας είναι ένα τέρας; Ο ιερέας αρνείται τις κατηγορίες, γιατί δεν υπάρχουν αποδείξεις. Μήπως εάν δεν υπάρχουν οι αποδείξεις να μην κατηγορούμε και να μην καταδικάζουμε έναν άνθρωπο; Έγινε μόδα πλέον να καταγγέλουμε βιασμούς! Όταν τα κορίτσια υφίστανται ψυχολογική πίεση θα πρέπει να τα καταγγέλουν αμέσως, όχι να περιμένουν τρία ή τέσσερα ή πέντε χρόνια», είπε.
«Είναι αθώος. Δεν έχει κάνει τίποτα. Όλα αυτά που ισχυρίζεται είναι ψέματα και θα αποδειχτούν», είπε και πρόσθεσε πως η μήνυση εναντίον του έγινε επειδή είχαν θέμα μαζί τους, όταν η γυναίκα του ιερέα αναγκάστηκε να φύγει από τη δουλειά λόγω της εγκυμοσύνης της. Στη δουλειά, ισχυρίζεται η γυναίκα, την έβαλε η θεία της ανήλικης και θεωρεί πως με το να φύγει το πήραν ως προσβολή.
Η σύζυγος του ιερέα διαψεύδει ότι έμπαιναν κορίτσια μέσα στο σπίτι τους ή ότι ο σύζυγός της τα χρημάτιζε.
«Είναι αθώος και θα το λέω μέχρι τέλος. Το διάστημα που λέει το κορίτσι, από τον Δεκέμβριο του 2019 μέχρι τον Μάιο του 2020, τα κατηχητικά ήταν κλειστά», είπε.
«Ως νομικός, ως επιστήμονας και ως γυναίκα με θλίβει να ακούγονται απόψεις ότι οι καταγγελίες βιασμού είναι μόδα. Δεν θα αναφερθώ στη δικογραφία, γιατί με μόνο μία λέξη μπορεί να χαρακτηριστεί όσα βίωσε το κορίτσι: Φρίκη», δήλωσε.
Η ίδια δεν γνωρίζει εάν υπάρχουν κι άλλα θύματα του ιερέα, ωστόσο έκανε έκκληση να ανοίξουν τα στόματα και να μιλήσουν κι άλλα κορίτσια στις αρχές.
«Μου προκαλεί εντύπωση ότι αρνείταια τις κατηγορίες, αλλά δεν εξηγεί ποιο είναι το κίνητρο αυτού του νεαρού κοριτσιού. Από την πλευρά του ιερέα υπήρχε μεθοδευμένη συμπεριφορά, εκμεταλλεύτηκε την ανήλικη και το μυστήριο της εξομολόγησης και την προσέγγισε με δόλιο τρόπο», είπε χαρακτηριστικά.
Η δίωξη που άσκησε εναντίον του ο εισαγγελέας Πρωτοδικών, Νίκος Στεφανάτος, αφορά κατηγορίες για βιασμό, κατάχρηση σε ασέλγεια, αποπλάνηση ανηλίκου και πορνογραφικό υλικό που φέρεται να σχετίζεται με φωτογραφίες που –κατά τη δικογραφία– ο κατηγορούμενος ζητούσε να του στέλνει το κορίτσι.
Η δικογραφία περιγράφει σοκαριστικά στοιχεία που προέκυψαν από την κατάθεση της παθούσας, με τις πράξεις να έχουν τελεστεί το χρονικό διάστημα από το 2019 έως τον Μάιο του 2020, όταν το κορίτσι ήταν 14 με 15 ετών, έως τα 16.
Το κορίτσι από τον περασμένο Νοέμβριο εκμυστηρεύτηκε στη θεία της όσα είχαν συμβεί με τον κληρικό. Αμέσως, την υπόθεση που έφθασε ταχύτατα στις Αρχές ανέλαβε με προανάκριση το Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων, το οποίο χθες διαβίβασε την δικογραφία στον εισαγγελέα.
Ο κληρικός μετήχθη για την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης στον ανακριτή, από τον οποίο ζήτησε προθεσμία για να προετοιμάσει την απολογία του.
Η κόλαση που ζούσε το κορίτσι
Στην κατάθεση που έδωσε -και την οποία φέρνει στο φως της δημοσιότητας το «Πρώτο Θέμα»– στις 9 Νοεμβρίου του 2021, η ανήλικη μαθήτρια ξεδιπλώνει τον εφιάλτη που έζησε.«Η αλήθεια είναι ότι έκλαιγα σχεδόν κάθε μέρα από το φόβο μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα κάτι να κάνω αλλά φοβόμουνα πάρα πολύ. Φοβόμουνα πάρα πολύ. Ήμουν διαλυμένη. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν βίασε απλά το σώμα μου, αλλά βίασε την ψυχή μου» αναφέρει το κοριτσάκι στην κατάθεση της, στην οποία όπως επισημαίνουν οι αστυνομικοί, διέκοπτε διαρκώς γιατί ξεσπούσε σε κλάματα με αναφιλητά.
Η ανήλικη εξομολογείται ότι η σειρά «13 Reasons Why» ήταν αυτή που την έκανε ψυχολογικό ράκος και παράλληλα την όπλισε με δύναμη να σπάσει τα ασφυκτικά όρια της σιωπής που η ίδια είχε θέσει από φόβο και να μιλήσει στις αρχές.
«Έτυχε να βλέπω μια σειρά που λέγεται 13 reasons why που έχει να κάνει με διάφορους βιασμούς με μια κοπέλα. Δεν ξέρω αν την ξέρετε. Ήταν ένα επεισόδιο που αυτή η κοπέλα τέλος πάντων που την βίασε αυτός και έκλαιγα για 2 ώρες. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, γιατί μου ήρθαν πράγματα στο μυαλό…».
«Όταν άρχισα να πηγαίνω στο λύκειο, σταμάτησα να πηγαίνω πια στο κατηχητικό. Είπα στη μαμά μου ότι δεν θέλω να ξαναπάω στο κατηχητικό και τότε ήταν και η περίοδος που άρχισε και ο κοροναϊός και όλα αυτά και ήμουν αρκετά στο σπίτι μου. Η αλήθεια είναι ότι έκλαιγα σχεδόν κάθε μέρα από το φόβο μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα κάτι να κάνω αλλά φοβόμουνα πάρα πολύ. Φοβόμουνα πάρα πολύ. Ήμουν διαλυμένη. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος δε βίασε απλά το σώμα μου, αλλά βίασε την ψυχή μου.
» Κατά τη διάρκεια της χρονιάς ήμουνα πολύ χάλια ψυχολογικά και δεν τα πήγαινα και τόσο καλά προπαντός στα αγγλικά. Και ο κύριος έλεγε στη μαμά μου ότι «το παιδί έχει πέσει πάρα πολύ στα μαθήματα, δεν ξέρω κάτι γίνεται να της μιλήσετε μήπως κάτι την ενοχλεί. Μήπως έχει κάτι. Δεν ξέρω εδώ και λίγο καιρό περίπου ένα χρόνο δεν ξέρω τι συμβαίνει. Και τελος πάντων, συνέχεια να το λέει ο δάσκαλος μου αυτό. Και εγώ ήμουνα πολύ χάλια στην ψυχολογική μου κατάσταση. Ήμουνα ένα ράκος. Πήγαινα κάποιες φορές την κολλητή μου επειδή έκλαιγα πάρα πολύ και μου έλεγε «κάτι πρέπει να κάνεις, δεν πρέπει να το αφήσεις έτσι». Της είπα «δεν θέλω να κάνω κάτι γιατί άπλα φοβάμαι». Μου λεει «δε γίνεται όμως, βλέπεις πως είσαι;» Και της λέω «δεν ξέρω, φοβάμαι όμως. Δεν θέλω να μάθει κανείς» και μου λέει «δε γίνεται. Βλέπεις πως είσαι;» και της λέω «δεν ξέρω φοβάμαι, όμως δεν θέλω να μάθει κανείς»».
Όπως λέει η μικρή, σύμφωνα πάντα με το «Πρώτο Θέμα», ο 37χρονος ρασοφόρος, αφού την απομόνωσε και της επιτέθηκε για να εκτονώσει τις αρρωστημένες του ορέξεις, της είπε: «Ωραία, τώρα ήρθε η ώρα, να σε εξετάσω, και στο άλλο κομμάτι».
Σε αυτό το σημείο περιγράφει όσα φρικτά υπέστη και μάλιστα καθώς της ασκούσε βία σε σημείο που όπως χαρακτηριστικά λέει: «Έκανε αυτή την κίνηση και νόμιζα ότι θα μου κοπεί η ανάσα και ότι θα πεθάνω. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, και του έκανα έτσι στο πόδι για να με αφήσει. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, ενώ αυτός συνέχιζε να κάνει αυτό το πράγμα, ευτυχώς που μετά τον ξαναπήρε η γυναίκα του».
Όπως περιγράφει το παιδί, ο ιερέας, αμέσως μετά την πράξη του κάλεσε τη σύζυγό του και της είπε ότι επιστρέφει, καθώς δεν μπόρεσε να βρει το παιχνίδι που του ζήτησε να αγοράσει για τον γιο του.
«Σήμερα δεν ολοκληρώσαμε τα βήματα πως πρέπει, αλλά την επόμενη» λέει, «θα τα ολοκληρώσουμε». «Δε γίνεται», λέει, «το έχουμε καθυστερήσει» λέει. Και εγώ δεν μιλούσα, δεν μπορούσα, είχα μείνει άναυδη και μετά πήρε τη γυναίκα του στο τηλέφωνο και της λέει «τελικά δεν το βρήκα», λέει, «αυτό το παιχνίδι για το παιδί. Γυρνάω τώρα πίσω» λέει και «θα δούμε, αν θα ξαναπάμε καμιά φορά μαζί με τα παιδιά».
«Και εγώ είχα μείνει έτσι και τον κοιτούσα και μου έκανε νόημα να μη μιλήσω. Και μετά όταν φύγαμε και με άφησε κοντά στο σπίτι μου, μου λέει «να κανονίσουμε», λέει, «θα σου στείλω μήνυμα για να δούμε και πότε θα ξανάρθεις». Και μετά δεν πήγαινα στο κατηχητικό καθόλου και έτυχε, ήταν αρχές του Ιανουαρίου, που έτυχε να είναι μια γιορτή στο κατηχητικό κάτω. Δεκέμβρης ήταν νομίζω. Δεν ξέρω τι, Πρωτοχρονιά, κάποιο γλέντι, κάποιος κύριος είχε γιορτή, δεν θυμάμαι τι ήταν. Και κάπου στον Ιανουάριο, αρχές Ιανουαρίου και μετά πήγα με τα αδέρφια μου σ’ αυτή τη γιορτή, και φύγαμε νωρίς γιατί ήταν Κυριακή και την επόμενη μέρα είχα σχολείο και εγώ και τα αδέρφια μου. Και λέω στη γυναίκα του «εγώ φεύγω» λέω, «καληνύχτα». «Εντάξει» μου λέει «καληνύχτα κορίτσι μου θα τα πούμε φιλάκια». «Καλά», λέω, «Θα τα πούμε». Και φύγαμε και μετά από κανένα μισάωρο, με παίρνει τηλέφωνο ο παπάς και μου λέει «γιατί έφυγες τόσο νωρίς;».
«Μην πεις σε κανέναν τίποτα γιατί θα σε σκοτώσει»
Σε άλλο κομμάτι η μικρή αναφέρει: «Σταμάτησα πια να πηγαίνω στο κατηχητικό… Αρχές Ιουλίου και τελοσπάντων μετά, πήγαμε διακοπές στο εξοχικό μου τον Αύγουστο, όταν γυρίσαμε εγώ είχα σκεφτεί ότι «δεν θα το πεις σε κανέναν αυτό που είχε γίνει, τελείωσε. Τελείωσε θα μείνει μέσα σου, λεω, δεν πειράζει δεν είναι κάτι. Δεν είναι κάτι σκέφτηκα δεν θα το πεις σε κανένα γιατί θα σε σκοτώσει. Τελείωσε δεν θα το πεις σε κανέναν αυτό το πράγμα. Αυτό σκεφτόμουν εγώ και μετά τον Αύγουστο, όταν γύρισα τέλη Αυγούστου, έτυχε να δω μία ταινία που είχε κάνει με το βιασμό, και μου ήρθαν όλα αυτά τα σκηνικά στο νου και άρχισα να κλαίω με λυγμούς και τότε κατάλαβα ότι κάτι έπρεπε να κάνω γι’ αυτό, ότι πρέπει να το πω σε κάποιον αυτό που μου είχε συμβεί.» Και πήγα την επόμενη ημέρα στην κολλητή μου που μαστέ μαζί από τον παιδικό σταθμό, από μωρά μαζί, και της λέω «πρέπει να σου πω κάτι που έχει γίνει». Και μου λέει «πες μου τι έχει γίνει;». Είχε μείνει άναυδη και άρχισα να της λέω ότι «ξέρεις με τον παπά….», μου λέει «τι έγινε με τον παπά;», Της λέω «με βίασε» και είχε μείνει και μου λέει τι εννοείς; Εξήγησε μου. Και άρχισα να της εξηγώ τι είχε γίνει, είχε μείνει άναυδη, και μου λεει «δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που μου λες, δεν μπορώ να πιστέψω ότι σου έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αποκλείεται». Της λέω «ναι, έχει συμβεί αυτό». Της λέω «φοβάμαι πάρα πολύ μην με σκοτώσει». Μου λέει «δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Γιατί να φοβάσαι;». Μου λέει «πρέπει να κάνεις κάτι. Κάτι πρέπει να κάνεις. Να πας στην αστυνομία». Λέω «όχι φοβάμαι δεν θέλω να πάω στην αστυνομία, φοβάμαι πάρα πολύ μη μου κάνει κάτι». Μου λέει «δεν το χεις πει στην θεία σου;» της λέω όχι «φοβάμαι να το πω στη θεία μου». « Γιατί δεν το λες τη θεία σου;» μου λέει και της λέω «δεν θέλω να το πω στη θεία μου».
«Νόμιζα ότι ήμουν καταδικασμένη»
Όπως λέει η μικρή δεν μιλούσε γιατί «ήμουν πάρα πολύ φοβισμένη. Γιατί δεν είχα βρει τόσο καιρό τη δύναμη να το κάνω αυτό, δηλαδή να έρθω και νόμιζα πως ήμουν καταδικασμένη σε αυτό το πράγμα και ότι αυτό θα με κυνηγάει για όλη μου τη ζωή, αλλά είπα ότι το σκέφτηκα και εγώ ότι δεν μπορούσα άλλο, όλο αυτό τον πόνο, όλο αυτό τον φόβο και έτσι ήρθαμε και ήρθα να το καταγγείλω. Και μετά το είπα και στην μητέρα μου και έχω αρχίσει να νιώθω πάρα πολύ δυνατή και να δίνω δύναμη στον εαυτό μου για να καταφέρω να τιμωρήσω, όχι να τιμωρήσω δεν είναι ωραία έκφραση αυτό που λέω, να πάθει σε εισαγωγικά αυτός ο άνθρωπος αυτό που πρέπει γιατί με βίασε. Με βίασε, με βίασε ενώ δεν το ήθελα. Δεν το ήθελα αυτό το πράγμα.»«Δεν το ήθελα. Και θέλω απλά να πληρώσει για τις πράξεις του γιατί και οι φίλες μου φοβούνται και η θεία μου δεν μπορεί να με βλέπει έτσι και μου λέει ότι πρέπει να μπει φυλακή αυτός ο άνθρωπος γι’ αυτό που σου έκανε. Δεν είναι σωστό αυτό που σου έκανε. Σε αυτό το σημείο αναφέρεται ότι η μικρή ξεσπάει και πάλι σε κλάματα. Και δεν μπορώ άλλο να τον βλέπω. Τον βλέπω σε καθημερινή βάση, μπορεί να περνάει γυναίκα του με τα παιδιά του και δεν μπορώ να τον βλέπω. Κάθε φορά είναι σαν να ζω τα ίδια πράγματα και πραγματικά ξέρω ότι αυτό δεν θα γίνει από τη μία μέρα στην άλλη, να γίνω καλά, Αλλά δεν μπορώ άλλο να τον βλέπω, να είναι ελεύθερος έξω λες και δεν έχει συμβεί τίποτα. Μου έχει κάνει τόσο μεγάλο κακό, τόσο μεγάλο κακό, που δε νομίζω να έχει καταλάβει τι κακό μου έχει προκαλέσει. Βίασε εμένα, βίασε το κορμί μου, βίασε την ψυχή μου, μου κατέστρεψε τη ζωή. Σε αυτό το σημείο οι αστυνομικοί αναφέρουν το παιδί ξεσπάει και πάλι σε κλάματα».
«Να διαγράφεις τα μηνύματα για να μην τα δει η γυναίκα μου»
Σε ό,τι έχει να κάνει με το κομμάτι των φωτογραφιών, σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, η μικρή αναφέρει χαρακτηριστικά: «με πίεζε και μου έλεγε «έλα γιατί δεν θέλεις» και το ένα, και το άλλο, λέω «όχι δεν θέλω», λέω «δεν θέλω σε καμία περίπτωση». «Έλα μου» λέει «κάντο για μένα, αφού ξέρω πόσο πολύ το θέλεις». Και λέω «δεν θέλω, να στείλω κάτι τέτοιο, δεν στέλνω ποτέ φωτογραφίες», λέω, «σε αγνώστους και ούτε στα social media ποτέ». «Έλα», μου λέει, «θα σου στείλω και γω το δικό μου (σ.σ αναφέρεται με χυδαιο τροπο στα γεννητικα του όργανα), Και τότε πιστεύω ότι θα αλλάξεις γνώμη».» Και μου έστειλε το γεννητικό του μόριο, και μου λέει, «κοίτα πως είμαι τώρα», και είχα τρομάξει και πέταξα το κινητό μου. Και μου έλεγε «γιατί δεν απαντάς;». Και λέω «τι να πω»; Μου λέει «δεν σ’ άρεσε, δεν σε (σ.σ χρησιμοποιεί αγοραία διαλεκτο)….;». Λέω «όχι», μου λέει «κοίτα, κάθε φορά που θα μιλάμε θα διαγράφεις τα μηνύματα για να μην δει κανένας τίποτα, να μη δει η σύζυγός μου τίποτα». Και λέω «εντάξει».
Προκαλεί ο συνήγορος του ιερέα: «Έγιναν μόδα πλέον οι καταγγελίες βιασμού»
Αλγεινή εντύπωση κάνουν οι δηλώσεις του συνηγόρου του ιερέα ο οποίος έκανε λόγο για «μόδα καταγγελιών» προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να υπερασπιστεί τον πελάτη του.«Για να υφίσταται βιασμός νομικά θα πρέπει να υπάρχουν δύο στοιχεία: την ιατροδικαστική εξέταση και εκτός από τη σωματική απειλή για την ακεραιότητά της θα πρέπει να έχει την απειλή της ζωής της να εξαναγκαστεί να έρθει σε συνουσία με τον ιερέα. Δεν υπάρχει κανένα ντοκουμέντο, κανένα φωτογραφικό υλικό που να στοιχειοθετεί μία επαφή με τον ιερέα», είπε τονίζοντας πως δεν υπάρχουν ντοκουμέντα και αποδεικτικά μέσα για να αποδειχτεί το έγκλημα του βιασμού.», είπε ο δικηγόρος του ιερέα, Ανδρέας Θεοδωρόπουλος μιλώντας στο MEGA.
Ο κ. Θεοδωρόπουλος μάλιστα είπε χαρακτηριστικά ότι η καταγγελία πρόκειται περί… μόδας μετά την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου και όλες τις άλλες καταγγελίες που ακολούθησαν μετά από εκείνη.
«Έχουμε το εξής παράδοξο: Έχουμε μία καταγγελία και κανένα αποδεικτικό μέσο, κανένα μήνυμα. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι της είχε στείλει σε φωτογραφία τα γεννητικά όργανα του. Γιατί δεν κράτησε αυτά τα στοιχεία να τα παραθέσει στον ανακριτή για να αποδείξει ότι ο ιερέας είναι ένα τέρας; Ο ιερέας αρνείται τις κατηγορίες, γιατί δεν υπάρχουν αποδείξεις. Μήπως εάν δεν υπάρχουν οι αποδείξεις να μην κατηγορούμε και να μην καταδικάζουμε έναν άνθρωπο; Έγινε μόδα πλέον να καταγγέλουμε βιασμούς! Όταν τα κορίτσια υφίστανται ψυχολογική πίεση θα πρέπει να τα καταγγέλουν αμέσως, όχι να περιμένουν τρία ή τέσσερα ή πέντε χρόνια», είπε.
Σύζυγος ιερέα: «Είναι αθώος, όλα είναι ψέματα»
Η σύζυγος του ιερέα ισχυρίζεται ότι ο 37χρονος είναι αθώος και όσα καταγγέλλει η ανήλικη είναι ψέματα.«Είναι αθώος. Δεν έχει κάνει τίποτα. Όλα αυτά που ισχυρίζεται είναι ψέματα και θα αποδειχτούν», είπε και πρόσθεσε πως η μήνυση εναντίον του έγινε επειδή είχαν θέμα μαζί τους, όταν η γυναίκα του ιερέα αναγκάστηκε να φύγει από τη δουλειά λόγω της εγκυμοσύνης της. Στη δουλειά, ισχυρίζεται η γυναίκα, την έβαλε η θεία της ανήλικης και θεωρεί πως με το να φύγει το πήραν ως προσβολή.
Η σύζυγος του ιερέα διαψεύδει ότι έμπαιναν κορίτσια μέσα στο σπίτι τους ή ότι ο σύζυγός της τα χρημάτιζε.
«Είναι αθώος και θα το λέω μέχρι τέλος. Το διάστημα που λέει το κορίτσι, από τον Δεκέμβριο του 2019 μέχρι τον Μάιο του 2020, τα κατηχητικά ήταν κλειστά», είπε.
«Φρίκη όσα βίωσε η ανήλικη»
Η δικηγόρος της ανήλικης, Γιάννα Παναγοπούλου, εξέφρασε τη θλίψη της για όσα ακούστηκαν περί μόδας καταγγελίας βιασμών.«Ως νομικός, ως επιστήμονας και ως γυναίκα με θλίβει να ακούγονται απόψεις ότι οι καταγγελίες βιασμού είναι μόδα. Δεν θα αναφερθώ στη δικογραφία, γιατί με μόνο μία λέξη μπορεί να χαρακτηριστεί όσα βίωσε το κορίτσι: Φρίκη», δήλωσε.
Η ίδια δεν γνωρίζει εάν υπάρχουν κι άλλα θύματα του ιερέα, ωστόσο έκανε έκκληση να ανοίξουν τα στόματα και να μιλήσουν κι άλλα κορίτσια στις αρχές.
«Μου προκαλεί εντύπωση ότι αρνείταια τις κατηγορίες, αλλά δεν εξηγεί ποιο είναι το κίνητρο αυτού του νεαρού κοριτσιού. Από την πλευρά του ιερέα υπήρχε μεθοδευμένη συμπεριφορά, εκμεταλλεύτηκε την ανήλικη και το μυστήριο της εξομολόγησης και την προσέγγισε με δόλιο τρόπο», είπε χαρακτηριστικά.