Μόνον αργή δεν θα µπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την αποκλιµάκωση των υψηλών τιµών του «σκληρού» δείκτη των διασωληνωµένων ασθενών µε πολύ σοβαρή νόσο COVID-19, η οποία άρχισε ήδη να εκδηλώνεται, ιδιαιτέρως στο χρονικό διάστηµα από τις 20 Ιανουαρίου έως την 1η Φεβρουαρίου 2022, όπως ακριβώς φαίνεται και στο γράφηµα.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι διασωληνωµένοι ασθενείς µε COVID-19 µειώθηκαν περίπου κατά 125 µέσα σε λιγότερο από δύο εβδοµάδες.

Συγκεκριµένα, µειώθηκαν από τους 688 για την 20ή Ιανουαρίου 2022 στους 563 για την 1η Φεβρουαρίου 2022, ενώ οφείλουµε να σηµειώσουµε ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο των δύο προηγουµένων εβδοµάδων παρέµειναν σε υψηλά επίπεδα οι ανθρώπινες απώλειες, ακόµα και σε τριψήφια νούµερα, µε τις νέες εισαγωγές ασθενών µε νόσο COVID-19 στα νοσοκοµεία του ΕΣΥ όλης της χώρας να έχουν µειωθεί πλέον στις 400-500, έναντι των 550-650 για το αµέσως προηγούµενο χρονικό διάστηµα.

Μάλιστα, ο καθηγητής Πνευµονολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Κρήτης Νίκος Τζανάκης εξέφρασε µε ιδιαίτερη έµφαση την περασµένη Τρίτη την εκτίµησή του, σύµφωνα µε την οποία, εάν δεν σηµειωθεί άµεσα κάµψη στον αριθµό των ηµερήσιων θανάτων από επιπλοκές της COVID-19, «θα πρέπει να εξεταστεί τι ακριβώς χαρακτηρίζει τα “δικά µας” κρούσµατα, οι ηλικίες τους, οι συννοση ρότητες, ίσως τα στοιχεία ανά περιφέρεια και ανά νοσοκοµείο».

Τεράστιες αποκλίσεις τόσο στη συχνότητα του «long COVID syndrome» (από 0,8% σε κάποιες μελέτες έως πάνω από 10% σε άλλες) όσο και στη διάρκειά του
Από τη δική του πλευρά, ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδηµιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και µέλος της Επιτροπής Εµπειρογνωµόνων του υπουργείου Υγείας, ∆ηµήτρης Παρασκευής, επισήµανε, µεταξύ άλλων, ότι καταγράφεται «µικρή αποκλιµάκωση» στους διασωληνωµένους ασθενείς οι οποίοι νοσηλεύονται µε πολύ σοβαρή COVID-19 στις µονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) των νοσοκοµείων του ΕΣΥ όλης της χώρας, ενώ ο ίδιος ανέφερε επίσης ότι περισσότερο από το 50% των ασθενών που νοσηλεύονται σε απλές κλίνες για COVID-19 αποτελούν κρούσµατα του στελέχους «Ο» και προειδοποίησε ότι η ήπια νόσηση, την οποία προκαλεί το στέλεχος «Ο», «δεν πρέπει να παρερµηνεύεται και δεν πρέπει να θεωρείται πως είναι µια ακίνδυνη µετάλλαξη, ειδικά για τους ανεµβολίαστους». Αξίζει να σηµειωθεί ότι, σύµφωνα µε την καθηγήτρια Παιδιατρικής Παθολογίας Λοιµώξεων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και µέλος της Επιτροπής Εµπειρογνωµόνων του υπουργείου Υγείας, Βάνα Παπαευαγγέλου, η πληρότητα των απλών κλινών νοσηλείας για ασθενείς µε COVID-19 έχει µειωθεί στο 57%, έναντι ακόµα και του 68% για το προηγούµενο χρονικό διάστηµα, ενώ η πληρότητα των κλινών ΜΕΘ για ασθενείς µε πολύ σοβαρή COVID-19 έχει µειωθεί επίσης στο 85%, έναντι ακόµα και του 98% για το προηγούµενο χρονικό διάστηµα.

Εξάλλου, την ίδια στιγµή και ενώ η Ελλάδα «µετρά» 381.641 κρούσµατα του νέου κορονοϊού σε παιδιά και εφήβους ηλικίας 0-17 ετών, ποσοστό 19,90% επί του συνόλου των κρουσµάτων σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, από την αρχή της επιδηµίας έως την Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022, µεγάλη και διεθνής είναι η συζήτηση στην επιστηµονική κοινότητα για το «long COVID syndrome», δηλαδή το λεγόµενο «σύνδροµο COVID µακράς διαρκείας», στα παιδιά και τους εφήβους.

Πρόκειται για µια πολύ ενδιαφέρουσα και έντονη συζήτηση, σε συνέχεια τόσο των τεκµηριωµένων πλέον παρατηρήσεων για τους ενήλικες όσο και της δικαιολογηµένης ανησυχίας των γονέων και των κηδεµόνων παιδιών και εφήβων ηλικίας 0-17 ετών σχετικά µε τις ενδεχόµενες µακροχρόνιες επιπτώσεις της, ήπιας κατά βάση, νόσησης από τη λοίµωξη COVID-19 στα παιδιά και στους εφήβους. Τι είναι, όµως, αυτό το σύνδροµο; Σύµφωνα µε όσα εξηγεί σήµερα στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο αντιπρόεδρος της Ενωσης Ελευθεροεπαγγελµατιών Παιδιάτρων Θεσσαλονίκης, Νίκος Καρανταγλής, το σύνδροµο «long COVID» «είναι η παραµονή ή η εµφάνιση συµπτωµάτων, που διαρκούν για αρκετές εβδοµάδες έως µήνες µετά την οξεία νόσο». Μια από τις σηµαντικές επιστηµονικές δηµοσιεύσεις για το θέµα, µε συντάκτες της πέντε ∆ανούς παιδιάτρους και ερευνητές, είχε στις 9 Ιανουαρίου 2022 η κορυφαία διεθνώς στο είδος της Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Παιδιατρικής (European Journal of Pediatrics).

Τα κύρια συµπεράσµατα της εν λόγω µελέτης έχουν ως εξής:
1. Το σύνδροµο «long COVID» στα παιδιά και στους εφήβους είναι και σπάνιο και µικρής χρονικής διάρκειας.
2. Μόλις το 0,8% των θετικών στον SARS-CoV-2 παιδιών και εφήβων ανέφεραν συµπτώµατα διάρκειας µεγαλύτερης των τεσσάρων εβδοµάδων.
3. Τα πιο κοινά συµπτώµατα του συνδρόµου «long COVID» ήταν η κόπωση, η απώλεια όσφρησης και η απώλεια γεύσης, η ζάλη, η µυϊκή αδυναµία, ο πόνος στο στήθος και τα αναπνευστικά προβλήµατα.
4. Αυτά τα συµπτώµατα του συνδρόµου COVID µακράς διάρκειας δεν µπορούν να αποδοθούν σε ψυχολογικές συνέπειες από τα περιοριστικά µέτρα έναντι του νέου κορονοϊού.
5. Συµπτώµατα όπως οι δυσκολίες συγκέντρωσης, ο πονοκέφαλος, ο µυϊκός πόνος και ο πόνος στις αρθρώσεις, καθώς και η ναυτία, δεν συνιστούν συµπτώµατα του συνδρόµου COVID µακράς διάρκειας.
6. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα συµπτώµατα του συνδρόµου COVID µακράς διάρκειας υποχωρούν εντός 1-5 µηνών.

Σχεδιο_χωρις_τιτλο_-_2022-02-09T180310_892

Οµως, «αποτελεί µεγάλη πρόκληση και δυσκολία να αναγνωρίσουµε τα παιδιά που ταλαιπωρούνται από “long COVID”, για πολλούς λόγους», σηµειώνει στα «Π» ο κ. Καρανταγλής και αναφέρει ενδεικτικά:

«Τα πολύ µικρά παιδιά δεν µπορούν από µόνα τους να περιγράψουν τα συµπτώµατα, οπότε η ευθύνη βαρύνει τους γονείς στην αναγνώρισή τους. Μεγαλύτερα παιδιά και έφηβοι αντιλαµβάνονται και αναφέρουν συµπτώµατα, πολλές φορές όµως ενδέχεται αυτά να µην οφείλονται στη λοίµωξη καθαυτή, αλλά σε όλο το σηµαντικό στρες που έχουν υποστεί αυτές οι ηλικίες, µε την αλλαγή της καθηµερινότητας στο σχολείο, στο σπίτι και στην κοινωνική ζωή, κατά τα τελευταία δύο χρόνια. Και σαν να µη φτάνουν τα παραπάνω, είναι πολλά τα παιδιά που υποψιαζόµαστε ότι ενδεχοµένως έχουν νοσήσει, χωρίς αυτό να έχει τεκµηριωθεί εργαστηριακά, άρα δεν µπορούµε να είµαστε σίγουροι αν συµπτώµατα που µοιάζουν µε το σύνδροµο αυτό οφείλονται ή όχι στη νόσο».

Ο κ. Καρανταγλής διευκρινίζει, επίσης, ότι «για τους παραπάνω λόγους, ακόµα και σηµαντικές µελέτες που έχουν πρόσφατα δηµοσιευτεί σε διεθνώς αναγνωρισµένα επιστηµονικά περιοδικά, παρουσιάζουν τεράστιες αποκλίσεις τόσο στη συχνότητα του φαινοµένου (από 0,8% σε κάποιες µέχρι πάνω από 10% σε άλλες) όσο και στη διάρκειά του». Ο ίδιος σπεύδει να διευκρινίσει µε ιδιαίτερη έµφαση: «Μια απάντηση σε όλη αυτή την αβεβαιότητα βρίσκεται στην πρόληψη, τόσο µε την τήρηση κατά το δυνατόν των µέτρων προστασίας όσο και µε τον εµβολιασµό σε παιδιά άνω των 5 ετών και τους εφήβους, όπου έχουµε αποτελεσµατικά και ασφαλή εµβόλια. Και, φυσικά, στην έγκαιρη αναγνώριση από τους γονείς και τον παιδίατρο ενός παιδιού που έπειτα από λοίµωξη φαίνεται να µην είναι όπως πριν, ώστε να το φροντίσουµε µε τον καλύτερο τρόπο. Αλλωστε, η παιδιατρική φροντίδα στη χώρα µας βρίσκεται σε υψηλότατο επίπεδο».

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 5/2