Ηλίας Μόσιαλος: Ο εμβολιασμός μειώνει τις πιθανότητες εμφάνισης μακροχρόνιων επιπτώσεων Long Covid
Διάχυτη η ανησυχία για το λεγόμενο σύνδρομο του μακροχρόνιου COVID
Ο Ηλίας Μόσιαλος σε κείμενό του αναφέρεται στο σύνδρομο του Long Covid και στη σημασία του εμβολιασμού για την αντιμετώπισή του.
Όπως φαίνεται από επιστημονικές έρευνες που ανέλυσε ο καθηγητής του LSE, οι εμβολιασμένοι που θα νοσήσουν από τον κοροναϊό έχουν σημαντικά μικρότερες πιθανότητες να υποστούν τις επιπτώσεις του Long Covid.
Ακολουθεί το κείμενο του Ηλία Μόσιαλου:
Με την έλευση των πολύ μεταδοτικών παραλλαγών του κοροναϊού, από τις οποίες κόλλησαν ή και νοσηλεύτηκαν για κάποιο διάστημα και κάποιοι εμβολιασμένοι, κυκλοφορεί μια διάχυτη ανησυχία για το λεγόμενο σύνδρομο του μακροχρόνιου COVID.
Μια ανάλυση του Οργανισμού Ασφάλειας Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKHSA) εξέτασε τα αναδυόμενα στοιχεία για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της νόσου του κοροναϊού, όπως προκύπτουν μετά τη νόσο ή μετά τον εμβολιασμό. Η ανασκόπηση συμπεριέλαβε 15 βρετανικές και διεθνείς μελέτες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τον Ιανουάριο του 2022. Τα στοιχεία επίσης δείχνουν πως τα άτομα που έχουν κάνει μία ή περισσότερες δόσεις του εμβολίου για τον κοροναϊό και νόσησαν μετά τον εμβολιασμό έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν το σύνδρομο του μακροχρόνιου COVID σε σχέση με εκείνους που παραμένουν μη εμβολιασμένοι και νόσησαν.
Επιπρόσθετα, οι εμβολιασμένοι είχαν μικρότερες πιθανότητες να εμφανίσουν συμπτώματα για μικρότερο χρονικό διάστημα, σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν εμβολιαστεί.
Θα αναφερθώ σε κάποια από τα στοιχεία που παραθέτει η μελέτη (www.gov.uk/government/news/ukhsa-review-shows-vaccinated-less-likely-to-have-long-covid-than-unvaccinated)
Α. Αναφορικά με αυτούς που κόλλησαν μετά τον εμβολιασμό
8 από τις 15 μελέτες εξέτασαν την επίδραση των εμβολιασμών πριν από μόλυνση. Οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες έδειξαν ότι οι εμβολιασμένοι (με 1 ή 2 δόσεις) είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν μακροχρόνια συμπτώματα σε σύγκριση με μη εμβολιασμένους, και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (4 εβδομάδες έως 6 μήνες μετά τη μόλυνση).
Τα άτομα που είχαν κάνει 2 δόσεις των εμβολίων Pfizer, AstraZeneca ή Moderna ή μία δόση του εμβολίου Janssen, είχαν περίπου τις μισές πιθανότητες από τα άτομα που έλαβαν 1 δόση ή δεν εμβολιάστηκαν να αναπτύξουν μακροχρόνια συμπτώματα COVID με διάρκεια άνω των 28 ημερών.
Τα εμβόλια ήταν περισσότερο αποτελεσματικά έναντι των περισσότερων συμπτωμάτων μετά τη νόσηση σε άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, και λιγότερο αποτελεσματικά για τους νεότερους (19 έως 35 ετών).
Β. Αναφορικά με αυτούς που κόλλησαν πριν τον εμβολιασμό
4 από τις 15 μελέτες συνέκριναν τα μακροχρόνια συμπτώματα COVID πριν και μετά τον εμβολιασμό.
Άλλες 3 μελέτες σε άτομα μη εμβολιασμένα που κόλλησαν και ανέπτυξαν μακροχρόνιο COVID συνέκριναν τα συμπτώματα σε αυτούς που είτε μετά τη νόσηση εμβολιάστηκαν είτε παρέμειναν ανεμβολίαστοι. Όσοι εμβολιάστηκαν είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναφέρουν μακροχρόνια συμπτώματα COVID μετά τον εμβολιασμό σε σχέση με αυτούς που παρέμειναν ανεμβολίαστοι την ίδια περίοδο.
Τα άτομα με COVID-19 που εμβολιάστηκαν νωρίτερα μετά τη διάγνωση είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες να αναφέρουν μακροχρόνια συμπτώματα COVID σε σχέση με άτομα που εμβολιάστηκαν αργότερα μετά τη διάγνωση.
Ξέρουμε πως για τους περισσότερους ανθρώπους τα συμπτώματα της νόσου που προκαλεί ο κοροναϊός είναι βραχύβια και υποχωρούν. Αλλά ξέρουμε επίσης πως για μερικούς τα συμπτώματα μπορεί να είναι πιο σοβαρά και να νοσηλευτούν σε κρίσιμη κατάσταση. Για κάποιους όμως επίσης η νόσος μπορεί τελικά να γίνει τροχοπέδη στην καθημερινότητά τους με μακροχρόνια συμπτώματα.
Θα κλείσω προσθέτοντας πως στο Ηνωμένο Βασίλειο υπολογίζεται ότι το 2% του πληθυσμού έχει αναφέρει συμπτώματα, τα οποία μπορεί να διαρκέσουν για περισσότερες από 4 εβδομάδες μετά την αρχική μόλυνση. Τα 3 πιο κοινά συμπτώματα είναι η κόπωση, η δύσπνοια και ο πόνος στους μυς ή στις αρθρώσεις.
Εάν κάποιος που νόσησε αντιμετωπίζει τα παραπάνω ή άλλα ασυνήθιστα συμπτώματα, ιδιαίτερα για περισσότερο από 4 εβδομάδες μετά τη λοίμωξη, θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να επικοινωνήσει με τον γιατρό του.