Κοροναϊός – Εμβόλιο: Πόσο χρόνο διαρκούν τελικά τα αντισώματα;
Τι αποκαλύπτει νέα έρευνα
Για τουλάχιστον έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό για την πρόληψη της λοίμωξης COVID-19, τα αντισώματα που παράγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα γίνονται σταθερά πιο ισχυρά και στοχεύουν με μεγαλύτερη ακρίβεια στον ιό SARS-CoV-2, σύμφωνα με μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σεντ Λούις.
Η έρευνα αξιολόγησε το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech.
Η θεωρία ότι τα αντισώματα αυξάνουν σε ποιότητα καθώς φθίνουν σε ποσότητα δεν είναι νέα. Η διαδικασία περιγράφηκε για πρώτη φορά σε ζώα από τους Ανοσολόγους του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον Herman Eisen και Gregory Siskind, το 1964.
Στη νέα αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο Nature χαρτογραφείται λεπτομερώς η πορεία της ωρίμανσης των αντισωμάτων σε ανθρώπους.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η μείωση των επιπέδων των αντισωμάτων τους μήνες μετά τον εμβολιασμό αντιπροσωπεύει κυρίως μια στροφή προς μια «βιώσιμη ανοσοαπόκριση». Η παραγωγή τεράστιων ποσοτήτων αντισωμάτων προϋποθέτει πολλή ενέργεια. Το ανοσοποιητικό σύστημα δεν μπορεί να διατηρήσει ένα τόσο υψηλό επίπεδο δραστηριότητας επ’ αόριστον, επομένως σταδιακά μεταβαίνει στην παραγωγή μικρότερων ποσοτήτων αλλά πιο ισχυρών αντισωμάτων.
«Ακόμη και πολύ χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων θα εξακολουθούσαν να παρέχουν κάποια προστασία έναντι της λοίμωξης», υποστηρίζουν οι επιστήμονες υπό την προϋπόθεση ότι ο κοροναϊός δεν αλλάζει.
«Αν ο ιός δεν άλλαζε, οι περισσότεροι άνθρωποι που έκαναν δύο δόσεις από αυτό το εμβόλιο θα ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Η απόκριση των αντισωμάτων που είδαμε είναι ακριβώς αυτή που θα περιμέναμε από μια ισχυρή ανοσολογική απόκριση. Ποτέ δεν πιστεύαμε ότι έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση, σε πολλούς ανθρώπους θα εξακολουθούσε η ενεργή βελτίωση της ποιότητας των αντισωμάτων τους. Για μένα, αυτό είναι αξιοσημείωτο. Το πρόβλημα είναι ότι ο κοροναϊός συνεχίζει να εξελίσσεται και να παράγει νέες παραλλαγές. Έτσι, τα αντισώματα γίνονται καλύτερα στην αναγνώριση του αρχικού στελέχους, αλλά δυστυχώς ο στόχος συνεχίζει να αλλάζει», εξηγεί ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Ali Ellebedy, αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας και Ανοσολογίας, Ιατρικής και Μοριακής Μικροβιολογίας.
Τα ανοσοκύτταρα που παράγουν τα αντισώματα ανήκουν στην οικογένεια των Β-κυττάρων. Η παρακολούθηση της ανταπόκρισης των Β-κυττάρων σε όλες τις φάσεις τους – από την αρχή έως την κορύφωση της παραγωγής αντισωμάτων και τα κύτταρα μνήμης που μπορούν γρήγορα να αναδύουν νέα αντισώματα κάθε φορά που το σώμα έρχεται σε επαφή με τον ίδιο ιό – απαιτεί την κατ’ επανάληψη λήψη δειγμάτων, διαδικασία που μπορεί να είναι δύσκολη. Σε διαφορετικά στάδια της διαδικασίας, βασικά μέλη της οικογένειας των Β-κυττάρων βρίσκονται στο αίμα, του λεμφαδένες και τον μυελό των οστών. Η λήψη Β-κυττάρων από τους λεμφαδένες είναι τεχνικά δύσκολη διαδικασία και απαιτεί χρήση υπερήχων για τον εντοπισμό των λεγόμενων «βλαστικών κέντρων». Η λήψη Β-κυττάρων από τον μυελό των οστών γίνεται με χρήση λεπτής βελόνης στα οστά της πυέλου.
Οι ερευνητές πήραν δείγμα από 42 άτομα και δείγμα από λεμφαδένες από 15 άτομα, πριν ο καθείς εξ αυτών λάβει την πρώτη ή δεύτερη δόση του εμβολίου των Pfizer/BioNTech για την πρόληψη της COVID-19 και έπειτα τις εβδομάδες 3, 5, 7, 15 και 29 μετά τον εμβολιασμό. Επίσης, ελήφθησαν δείγμα από μυελό των οστών από 11 άτομα τις εβδομάδες 29 και 40 μετά την πρώτη δόση του εμβολίου.
Οκτώ άτομα έδωσαν και από τα τρία είδη δειγμάτων δίνοντας την δυνατότητα στους επιστήμονες να παρακολουθήσουν την πορεία της αντισωματικής αντίδρασης με την πάροδο του χρόνου σε κάθε ξεχωριστό άτομο. Κανείς από τους οκτώ δεν είχε μολυνθεί από κοροναϊό άρα η αντισωματική αντίδρασή τους οφειλόταν αποκλειστικά στον εμβολιασμό.
Ο Δρ Ellebedy σε συνεργασία με τους Wooseob Kim και Julian Q. Zhou, παρατήρησαν ότι τα Β-κύτταρα που στόχευαν τον κοροναϊό παρέμεναν στα βλαστικά κέντρα όλων των συμμετεχόντων για μήνες. Ακόμα και έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό, 10 από τους 15 συμμετέχοντες είχαν Β-κύτταρα στα βλαστικά τους κέντρα.
Τα βλαστικά κέντρα είναι σαν στρατόπεδα όπου τα Β-κύτταρα εκπαιδεύονται να παράγουν αντισώματα ολοένα και καλύτερης ποιότητας. Όσο περισσότερο χρόνο περνούν τα Β-κύτταρα στα βλαστικά κέντρα, τόσο πιο ισχυρά γίνονται τα αντισώματά τους.
«Θεωρούσαμε ότι τα βλαστικά κέντρα διαρκούσαν μόνο λίγες εβδομάδες, οπότε το να βρούμε αυτά τα ‘στρατόπεδα’ που εξακολουθούν να εκπαιδεύουν τα Β-κύτταρα στην πλειονότητα των ανθρώπων τόσο καιρό μετά τον εμβολιασμό ήταν μια έκπληξη», λέει ο καθηγητής Ellebedy, σημειώνοντας ότι πρόκειται για μια ένδειξη ισχυρής αντισωματικής απόκρισης που συνεχίζει να ωριμάζει και να βελτιώνεται.
Πράγματι έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό, τα αντισώματα ήταν αξιοσημείωτα καλύτερα απ’ ότι ήταν στην αρχή. Σε μια σειρά πειραμάτων, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι μόλις το 20% των πρώιμων αντισωμάτων δεσμεύεται σε μια πρωτεΐνη του ιού. Έξι μήνες αργότερα, σχεδόν το 80% των αντισωμάτων από τα ίδια άτομα δεσμεύονταν στην πρωτεΐνη του ιού.
«Όταν εξετάζουμε τα αντισώματα, η ποσότητα δεν πρέπει να είναι η μόνη σας ανησυχία. Τα αντισώματα στους έξι μήνες μπορεί να είναι λιγότερα σε ποσότητα, αλλά είναι πολύ καλύτερα σε ποιότητα. Και αυτή η τελειοποίηση της απόκρισης των αντισωμάτων συμβαίνει από μόνη της. Λαμβάνεις τη δόση του εμβολίου, ίσως πονάει το χέρι σου για μια μέρα και μετά το ξεχνάς. Αλλά έξι μήνες αργότερα τα βλαστικά σου κέντρα εξακολουθούν να βρίσκονται σε εξέλιξη και τα αντισώματά σου εξακολουθούν να γίνονται όλο και καλύτερα», σύμφωνα με τον Δρ Ellebedy.
Η ποιότητα των αντισωμάτων, φυσικά, μετρήθηκε έναντι του αρχικού στελέχους του κοροναϊού που εντοπίστηκε στην Ουχάν και χρησιμοποιήθηκε για τον σχεδιασμό του εμβολίου των Pfizer/BioNTech. Εάν μια νέα παραλλαγή είναι αρκετά διαφορετική από το αρχικό στέλεχος, τότε ενδεχομένως να μπορεί να διαφύγει των ισχυρών αντισωμάτων.
Η επιστημονική ομάδα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σεντ Λούις έχει αρχίσει ήδη να μελετά τις επιδράσεις των ενισχυτικών δόσεων των εμβολίων που στοχεύουν τις παραλλαγές του κοροναϊού για να δουν πως επηρεάζουν την αντισωματική αντίδραση.