Η Ρούλα Πισπιρίγκου, η οποία κατηγορείται για τον θάνατο της 9χρονης κόρης της, εν μέσω της εσωτερικής έρευνας που έχει διαταχθεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης για τις δύο ιατροδικαστικές εκθέσεις για τη Μαλένα και την Ίριδα, ζητά τη διεξαγωγή τρίτου συμπληρωματικού γονιδιακού ελέγχου.

Υπενθυμίζεται ότι με τους δύο πρώτους γονιδιακούς ελέγχους που είχαν πραγματοποιηθεί, τόσο για την ίδια όσο και για τον σύζυγό της, δεν είχε προκύψει κάποιο πρόβλημα το οποίο θα μπορούσαν τα παιδιά να είχαν κληρονομήσει, με αποτέλεσμα τους αιφνίδιους θανάτους τους.

Ο τρίτος έλεγχος δεν είχε γίνει, διότι όπως επισήμανε η κατηγορούμενη στοίχιζε 700 ευρώ, ποσό το οποίο δεν μπορούσε το ζεύγος να συγκεντρώσει.

Ωστόσο, όπως επισήμανε ο Ιατροδικαστής Δημήτρης Γαλεντέρης, μιλώντας στον ΣΚΑΪ, «είναι απλά μια κίνηση εντυπωσιασμού», καθώς δεν πρόκειται να προκύψει κάτι καινούργιο.

«Δε νομίζω ότι μπορεί να προκύψει κάτι από αυτόν τον έλεγχο από τη στιγμή που έχει γίνει ο γενετικός έλεγχος και έχει αποκαλύψει ότι δεν υπάρχει κάποιο νόσημα που να συνδέει τους τρεις θανάτους μεταξύ τους», είπε χαρακτηριστικά.

Ακόμα, εκτίμησε ότι θα έχουμε ανατροπές με την ιατροδικαστική έκθεση που αναμένεται σε σχέση με τις πρώτες εκθέσεις και ενδεχομένως θα βρεθούν επιπλέον στοιχεία.

Όπως εξήγησε, από τη στιγμή που δεν υποστηρίζεται ο παθολογικός θάνατος των δύο παιδιών «είναι μονόδρομος η εγκληματική ενέργεια».

Από τη μεριά του, ο συνδικαλιστής της ΕΛ.ΑΣ Σταύρος Μπαλάσκας, σχολίασε ότι η αστυνομία περιμένει τα στοιχεία των ιατροδικαστών «πώς και πώς». Από εκεί και μετά θα εξετάσει αν θα γίνουν κι άλλες συλλήψεις.

«Είμαστε στα ίχνη της διαδρομής της κεταμίνης, όπως και να γίνει όμως όλα συγκλίνουν σε ένα πρόσωπο, τη Ρούλα Πισπιρίγκου», τόνισε.


«Δεν συζητείται πια το γονιδιακό πρόβλημα»

Μιλώντας στην ΕΡΤ, ο ιατροδικαστής Σωκράτης Τσαντίρης σημείωσε ότι «διερευνώνται οι εγκληματικές πράξεις στα άλλα δύο παιδιά από τους έμπειρους ιατροδικαστές.

Εκείνοι θα πουν αν ο θάνατος οφείλεται σε δηλητηρίαση ή ασφυξία. Δεν πρόκειται απλώς για μια αναψηλάφιση που διενεργείται. Υπάρχει και η δυνατότητα επανεξέτασης σε διασωθέν βιολογικό υλικό. Δεν συζητείται πια το γονιδιακό πρόβλημα».

«Λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι έχουμε εγκληματική πράξη, η οποία μένει να αποδειχθεί στο δικαστήριο, δεν έχουμε πλέον να αξιολογήσουμε γενετικά προβλήματα και κληρονομικά νοσήματα αλλά ξεκάθαρα οι ιατροδικαστές είναι οι αρμόδιοι να αποφανθούν, μετά τη διερεύνηση», συμπλήρωσε.

Την ίδια στιγμή, η εγκληματολόγος Μαρία Αλβανού, μιλώντας στην ίδια εκπομπή, τόνισε: «Είναι σαν ο κόσμος να θέλει να αποδειχθεί η κατηγορία. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να περιμένουμε. Πρέπει να φανεί και πρέπει να αποδειχθεί στο ακροατήριο ότι έχει χορηγηθεί η συγκεκριμένη ουσία από τον συγκεκριμένο δράστη».

«Αυτή η υπόθεση και η έρευνά της συμπίπτει αυτές τις ημέρες με μια υπόθεση στις ΗΠΑ που πρέπει να μας απασχολήσει, στην οποία παραλίγο να εκτελεστεί η κατηγορούμενη βασιζόμενη σε μια κατηγορία που στηριζόταν σε λανθασμένα στερεότυπα. Δέκα πέντε χρόνια μετά, έρχεται η ποινική δικαιοσύνη των ΗΠΑ να σταματήσει την εκτέλεση και να θέσει εκ νέου την υπόθεση κάτω από έρευνα σε σχέση με τις συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στην καταδίκη αυτής της γυναίκας. Ξαφνικά όλοι ξέρουν ποιος έχει τελέσει το έγκλημα και πώς», υπογράμμισε