Φωτεινή Τσαλίκογλου: Η ψυχολόγος μιλάει στα «Παραπολιτικά» για το bullying και τα «παιχνίδια θανάτου» - Τι συμβουλές δίνει στους γονείς
Τι κρατάει τον έφηβο επιρρεπή στον πειρασμό κάθε λογής επικίνδυνων παιχνιδιών
Ανεξάρτητα από την αιτία -το άγριο bullying από συμμαθητές ή η «καθοδήγηση» από ένα δήθεν παιχνίδι του Διαδικτύου- που οδήγησε τον μικρό Μάκη από τα Σεπόλια στην αυτοχειρία και τον θάνατο, η δολοφονική δράση τέτοιων δήθεν ιντερνετικών παιχνιδιών συζητιούνται στον δημόσιο διάλογο. Η καθηγήτρια Ψυχολογίας του Πάντειου Πανεπιστημίου και συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου εξηγεί στα «Παραπολιτικά».
Είναι η περιέργεια εκείνη που ωθεί μικρά παιδιά να ασχολούνται με δήθεν παιχνίδια στο Διαδίκτυο, τα οποία ωθούν τους παίκτες προς την αυτοκτονία;
Ο πειραματισμός, η αναμέτρηση με τα όρια και τις αντοχές του εαυτού «χαρίζουν» στον έφηβο μια αντικαταθλιπτική εγρήγορση. Επιτρέπουν μια ηρωική αντιπαράθεση με τη δυσφορία της ύπαρξης. Οι συμπεριφορές διακινδύνευσης είναι στενά συνυφασμένες με τις καταιγιστικές βιοσωματικές και ψυχοσυναισθηματικές εναλλαγές που σημαδεύουν τον ψυχισμό του εφήβου. Το μεγάλωμα είναι μια επιθετική διαδικασία. Προϋποθέτει τον συμβολικό φόνο των γονιών. Τον απογαλακτισμό από τον τρόπο ζωής και την αυθεντία τους. Σε περίπτωση που ένα παιδί υφίσταται bullying, τα παιχνίδια θανάτου λειτουργούν σαν σωσίβιο επιβίωσης. Οι όροι αντιστρέφονται. Ο ταπεινωμένος και απαξιωμένος εαυτός μεταμορφώνεται σε έναν παντοδύναμο άρχοντα. Αυτός τώρα ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού. Από θύμα μεταμορφώνεται σε θύτη. Aυτοαναπαράγεται. «Γίνομαι ο κίνδυνος. Γίνομαι ο φόβος». Ενας θεός, δηλαδή. Ατρόμητος. Αντίδοτο στον εκφοβισμό, που εκλαμβάνεται ως ένας συμβολικός φόνος του εαυτού. Με άλλα λόγια, η υπόσχεση μιας κάποιας ευτυχίας.
Η αυτοκτονία παραμένει ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, που κρατά για τον εαυτό της ένα ανερμήνευτο κομμάτι. Το ανερμήνευτο τρομάζει. Η εξήγηση ανακουφίζει. Ταξινομεί. Τακτοποιεί το χάος. Τα τελευταία χρόνια, το bullying προτάσσεται ως ένας κατεξοχήν παράγοντας εξήγησης των αυτοκαταστροφικών εφηβικών συμπεριφορών. Το bullying από τη στιγμή που απέκτησε το δικό του όνομα και ανακηρύχθηκε σε μείζον πρόβλημα, ονοματίστηκε, κανονικοποιήθηκε, σχεδόν φυσικοποιήθηκε. Τολμώ όμως να πω, δίχως να υποβαθμίζω σε καμία περίπτωση τη σημασία του, ότι η επίκληση του σχολικού εκφοβισμού ενδέχεται να προσφέρεται σήμερα σαν ένας άλλος τρόπος κατασκευής ενός γρήγορου «επειδή».
Το νόημα της αυτοχειρίας είναι καταδικασμένο να διαφεύγει από μονο-αιτιολογήσεις. «Πεθαίνω επειδή δεν μπορώ να ζήσω… Πεθαίνω επειδή δεν μπορώ να ζήσω έτσι… Πεθαίνω για να με αναζητήσεις, πεθαίνω για να σου λείψω. Στο όνομα μιας άλλης πραγματικότητας, που δεν υπάρχει, πεθαίνω… Πεθαίνω και ό,τι κι αν πεις για τον θάνατό μου, δεν θα είναι ο θάνατός μου. Θα είναι η δική σου πρόσληψη του θανάτου μου».
Μπορεί οποιοδήποτε παιδί να εμπλακεί επικινδύνως σε τέτοια δήθεν παιχνίδια ή έχει παρατηρηθεί κάποιου είδους προδιάθεση στους παίκτες;
Αμφιθυμίες, φόβοι, αγωνίες, παλινδρομήσεις συνοδεύουν το άλμα προς τα εμπρός που συνοδεύει το πέρασμα από την παιδική στην ενήλικη ζωή. Το βασανιστικό ερώτημα «ποιος είμαι» αλλά και «ποιος μπορώ να γίνομαι» αφήνει τον έφηβο εκτεθειμένο στον πειρασμό κάθε λογής επικίνδυνων παιχνιδιών, που αφειδώς προσφέρει μια αδηφάγος βιομηχανία του θεάματος. Η έννοια του «αβοήθητου» παίζει εδώ κεντρικό ρόλο.
Προφανώς πιο εκτεθειμένα είναι τα παιδιά που νιώθουν ή και είναι στην πραγματικότητα «μόνα τους», δίχως πλαισίωση, δίχως την αίσθηση ότι υπάρχει πλάι τους κάποιος που μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα παρηγορητικό, βοηθητικό αλλά και εμψυχωτικά καθοδηγητικό «εγώ». Οταν η δίψα αναγνώρισης του εαυτού μένει στον αέρα, όταν το αίτημα που ο έφηβος απευθύνει με χίλιους δυο καμουφλαρισμένους τρόπους στον περίγυρό του, «αγάπα με, για να με αγαπώ», μένει αναπάντητο, τότε όλα είναι δυνατόν να συμβούν. Και μάλιστα σε έναν κόσμο που καθημερινά, στην κυριολεξία πλέον -και όχι μόνο μεταφορικά-, συνομιλεί με τον θάνατο.
Η αναγνώριση των προειδοποιητικών σημείων είναι πρωταρχικής σημασίας για την αποτροπή του μοιραίου. Το 80% των εφήβων που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας έχουν στείλει στον περίγυρό τους εκκλήσεις βοήθειας μέσα από προειδοποιητικά σημάδια. Όπως, π.χ., απειλές αυτοκτονίας, επίμονη ενασχόληση με την ιδέα του θανάτου (στα λόγια, ακόμα και στα ποιήματα, στα κείμενα, στις ζωγραφικές), δραματικές αλλαγές στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά, στον ύπνο, στις διατροφικές συνήθειες, καταιγιστικά αισθήματα ενοχής και ντροπής, ξαφνικός, ηθελημένος αποχωρισμός από αγαπημένα τους αντικείμενα.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να απαγορευτούν τέτοια δήθεν παιχνίδια από τις εταιρείες του Διαδικτύου;
Η απαγόρευση επιτείνει την επιθυμία. Η απαγόρευση ποτέ δεν έλυσε το θέμα της επιθυμίας. Πιο σπαρακτική, πιο επιτακτική γίνεται μέσω της απαγόρευσης η επιθυμία «κάτι να γίνει και όλα να αλλάξουν». Από την άλλη μεριά, η επικερδής βιομηχανία «ψυχαγωγίας» θανάτου διευρύνει συνεχώς τον τζίρο της, αδιαφορώντας για οτιδήποτε δεν αποτιμάται σε χρήμα...
Οι γονείς είναι «άοπλοι» και «αμέτοχοι» σε αυτό που συμβαίνει με τα δήθεν παιχνίδια στο Διαδίκτυο;
Ποιος γονιός μπορεί να αναμετρηθεί με τη σαγήνη και τη γοητεία της καταστροφής που προσφέρει ένα παιχνίδι θανάτου στον έφηβο; Κάποιοι γονείς είναι πιο «άοπλοι» από τους «άοπλους» γονείς. Ονειρεύομαι γονείς που δεν θα είναι χειριστές ή ιδιοκτήτες των επιθυμιών του παιδιού τους, γονείς που αγαπούν να αγαπάνε... ένα παιδί που δεν τους ανήκει, ένα παιδί που έχουν την περιέργεια να γνωρίσουν όπως είναι, αλλά έτσι και όπως μπορεί να γίνεται. Ονειρεύομαι έναν κόσμο που δεν συνομιλεί καθημερινά με τον θάνατο, αλλά επιμένει να επενδύει στις ενορμήσεις της ζωής.
Είναι η περιέργεια εκείνη που ωθεί μικρά παιδιά να ασχολούνται με δήθεν παιχνίδια στο Διαδίκτυο, τα οποία ωθούν τους παίκτες προς την αυτοκτονία;
Ο πειραματισμός, η αναμέτρηση με τα όρια και τις αντοχές του εαυτού «χαρίζουν» στον έφηβο μια αντικαταθλιπτική εγρήγορση. Επιτρέπουν μια ηρωική αντιπαράθεση με τη δυσφορία της ύπαρξης. Οι συμπεριφορές διακινδύνευσης είναι στενά συνυφασμένες με τις καταιγιστικές βιοσωματικές και ψυχοσυναισθηματικές εναλλαγές που σημαδεύουν τον ψυχισμό του εφήβου. Το μεγάλωμα είναι μια επιθετική διαδικασία. Προϋποθέτει τον συμβολικό φόνο των γονιών. Τον απογαλακτισμό από τον τρόπο ζωής και την αυθεντία τους. Σε περίπτωση που ένα παιδί υφίσταται bullying, τα παιχνίδια θανάτου λειτουργούν σαν σωσίβιο επιβίωσης. Οι όροι αντιστρέφονται. Ο ταπεινωμένος και απαξιωμένος εαυτός μεταμορφώνεται σε έναν παντοδύναμο άρχοντα. Αυτός τώρα ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού. Από θύμα μεταμορφώνεται σε θύτη. Aυτοαναπαράγεται. «Γίνομαι ο κίνδυνος. Γίνομαι ο φόβος». Ενας θεός, δηλαδή. Ατρόμητος. Αντίδοτο στον εκφοβισμό, που εκλαμβάνεται ως ένας συμβολικός φόνος του εαυτού. Με άλλα λόγια, η υπόσχεση μιας κάποιας ευτυχίας.
Το νόημα της αυτοχειρίας είναι καταδικασμένο να διαφεύγει από μονο-αιτιολογήσεις. «Πεθαίνω επειδή δεν μπορώ να ζήσω… Πεθαίνω επειδή δεν μπορώ να ζήσω έτσι… Πεθαίνω για να με αναζητήσεις, πεθαίνω για να σου λείψω. Στο όνομα μιας άλλης πραγματικότητας, που δεν υπάρχει, πεθαίνω… Πεθαίνω και ό,τι κι αν πεις για τον θάνατό μου, δεν θα είναι ο θάνατός μου. Θα είναι η δική σου πρόσληψη του θανάτου μου».
Μπορεί οποιοδήποτε παιδί να εμπλακεί επικινδύνως σε τέτοια δήθεν παιχνίδια ή έχει παρατηρηθεί κάποιου είδους προδιάθεση στους παίκτες;
Αμφιθυμίες, φόβοι, αγωνίες, παλινδρομήσεις συνοδεύουν το άλμα προς τα εμπρός που συνοδεύει το πέρασμα από την παιδική στην ενήλικη ζωή. Το βασανιστικό ερώτημα «ποιος είμαι» αλλά και «ποιος μπορώ να γίνομαι» αφήνει τον έφηβο εκτεθειμένο στον πειρασμό κάθε λογής επικίνδυνων παιχνιδιών, που αφειδώς προσφέρει μια αδηφάγος βιομηχανία του θεάματος. Η έννοια του «αβοήθητου» παίζει εδώ κεντρικό ρόλο.
Προφανώς πιο εκτεθειμένα είναι τα παιδιά που νιώθουν ή και είναι στην πραγματικότητα «μόνα τους», δίχως πλαισίωση, δίχως την αίσθηση ότι υπάρχει πλάι τους κάποιος που μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα παρηγορητικό, βοηθητικό αλλά και εμψυχωτικά καθοδηγητικό «εγώ». Οταν η δίψα αναγνώρισης του εαυτού μένει στον αέρα, όταν το αίτημα που ο έφηβος απευθύνει με χίλιους δυο καμουφλαρισμένους τρόπους στον περίγυρό του, «αγάπα με, για να με αγαπώ», μένει αναπάντητο, τότε όλα είναι δυνατόν να συμβούν. Και μάλιστα σε έναν κόσμο που καθημερινά, στην κυριολεξία πλέον -και όχι μόνο μεταφορικά-, συνομιλεί με τον θάνατο.
Η έννοια του «αβοήθητου» παίζει κεντρικό ρόλο. Προφανώς πιο εκτεθειμένα είναι τα παιδιά που νιώθουν ή και είναι στην πραγματικότητα «μόνα τους», δίχως πλαισίωση, δίχως την αίσθηση ότι υπάρχει πλάι τους κάποιος
Η αναγνώριση των προειδοποιητικών σημείων είναι πρωταρχικής σημασίας για την αποτροπή του μοιραίου. Το 80% των εφήβων που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας έχουν στείλει στον περίγυρό τους εκκλήσεις βοήθειας μέσα από προειδοποιητικά σημάδια. Όπως, π.χ., απειλές αυτοκτονίας, επίμονη ενασχόληση με την ιδέα του θανάτου (στα λόγια, ακόμα και στα ποιήματα, στα κείμενα, στις ζωγραφικές), δραματικές αλλαγές στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά, στον ύπνο, στις διατροφικές συνήθειες, καταιγιστικά αισθήματα ενοχής και ντροπής, ξαφνικός, ηθελημένος αποχωρισμός από αγαπημένα τους αντικείμενα.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να απαγορευτούν τέτοια δήθεν παιχνίδια από τις εταιρείες του Διαδικτύου;
Η απαγόρευση επιτείνει την επιθυμία. Η απαγόρευση ποτέ δεν έλυσε το θέμα της επιθυμίας. Πιο σπαρακτική, πιο επιτακτική γίνεται μέσω της απαγόρευσης η επιθυμία «κάτι να γίνει και όλα να αλλάξουν». Από την άλλη μεριά, η επικερδής βιομηχανία «ψυχαγωγίας» θανάτου διευρύνει συνεχώς τον τζίρο της, αδιαφορώντας για οτιδήποτε δεν αποτιμάται σε χρήμα...
Οι γονείς είναι «άοπλοι» και «αμέτοχοι» σε αυτό που συμβαίνει με τα δήθεν παιχνίδια στο Διαδίκτυο;
Ποιος γονιός μπορεί να αναμετρηθεί με τη σαγήνη και τη γοητεία της καταστροφής που προσφέρει ένα παιχνίδι θανάτου στον έφηβο; Κάποιοι γονείς είναι πιο «άοπλοι» από τους «άοπλους» γονείς. Ονειρεύομαι γονείς που δεν θα είναι χειριστές ή ιδιοκτήτες των επιθυμιών του παιδιού τους, γονείς που αγαπούν να αγαπάνε... ένα παιδί που δεν τους ανήκει, ένα παιδί που έχουν την περιέργεια να γνωρίσουν όπως είναι, αλλά έτσι και όπως μπορεί να γίνεται. Ονειρεύομαι έναν κόσμο που δεν συνομιλεί καθημερινά με τον θάνατο, αλλά επιμένει να επενδύει στις ενορμήσεις της ζωής.