Έζησε εφιαλτικές στιγμές, γύρισε την πλάτη στην Αλίκη, βίωσε παρενοχλήσεις, αλλά ο Χρήστος Κάλλοου επέστρεψε νικητής

Είναι δυνατός μαχητής της ζωής. Αν κι εκείνη ,από τα πρώτα του βήματα, του έδειξε το σκληρό της «πρόσωπο», ο Χρήστος Κάλλοου δεν το έβαλε κάτω. Γι’ αυτούς τους αγώνες που έδωσε μίλησε στην «ΟΝ time». Ο τραγουδιστής που πέρασε μεγάλες δόξες και τα κορίτσια παραληρούσαν γι’ αυτόν, ο ηθοποιός που λάτρεψε το θέατρο και γαλουχήθηκε στο σανίδι με σπουδαίους πρωταγωνιστές, αγαπήθηκε ακόμα πιο πολύ από τον κόσμο όταν... πέρασε τη «Θύρα 7» του Νίκου Φώσκολου και στη συνέχεια τον είδαν στις τηλεοπτικές σειρές του «Λάμψη» και «Καλημέρα Ζωή». Σε μια εξομολόγηση ψυχής μάς αποκάλυψε τις πολύ δύσκολες στιγμές του που τον έκαναν να κλαίει -ακόμα και τώρα η φωνή του «σπάει» όταν τις θυμάται- όταν «γαντζωμένος» στη σιδερένια πόρτα του ορφανοτροφείου προσπαθούσε να επιβιώσει και πολύ αργότερα, παράλυτος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου μετά από ένα σοβαρό εγκεφαλικό, κατάλαβε πως όταν... πέσεις εξαφανίζονται όλοι! Μας αποκάλυψε ακόμα τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις που δέχτηκε στο θεατρικό χώρο, το παράπονό του, τις αδικίες που του έκαναν αλλά και το λόγο που δεν του ξαναμίλησε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Όλα είναι κομμάτια της ζωής του, στιγμές που του χαϊδεύουν την καρδιά ή την ματώνουν, χρόνια τώρα. Εκείνος όμως στέκει όρθιος και συνεχίζει τις συναυλίες του με πάθος, ενώ ετοιμάζεται να ερμηνεύσει κι έναν ρόλο-έκπληξη (θα τραγουδάει και βυζαντινούς ύμνους) στο θεατρικό έργο «Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης – Μια Ιστορία Μέσα από τις Στάχτες» της Τάνιας Χαροκόπου, το οποίο θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα.

Μίλησε μου για τους γονείς σου και τα παιδικά σου χρόνια.

Ο πατέρας μου ήταν Βρετανός στρατιωτικός που υπηρετούσε ως αξιωματικός στα υποβρύχια στη Μάλτα, όπου ήταν οι Βάσεις των υποβρυχίων της Μεσογείου. Το 1953, όταν έγιναν οι μεγάλοι σεισμοί στην Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο, έσπευσε το Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό να προσφέρει βοήθεια στους πληγέντες. Η μητέρα μου δούλευε τότε στο κεντρικό Ταχυδρομείο στην Πλ. Κοτζιά στην Αθήνα κι εκεί την συνάντησε ο πατέρας μου. Ο νεαρός Τζέιμς Κάλλοου πήγε να πάρει γραμματόσημα. Ήταν έρωτας κεραυνοβόλος. Η μητέρα μου ήταν Αθηναία με καταγωγή από τη Δημητσάνα της Γορτυνίας και την Κάρυστο της Εύβοιας. Τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής μου μέναμε στη Βαλέτα, την πρωτεύουσα της Μάλτας.

Κι ύστερα πήγατε αλλού;

Ναι. Μετά μετακομίσαμε στο Νόουθαμπτον που βρίσκεται έξω από το Λονδίνο στη Μ. Βρετανία. Όταν ήμουν πέντε χρόνων η μητέρα μου ανακάλυψε ότι ο πατέρας μου έχει εξωσυζυγικές σχέσεις και με πήρε και γυρίσαμε στην Αθήνα. Εδώ δεν είχαμε συγγενείς ή κάποιον να μας βοηθήσει. Ήδη η μητέρα μου είχε πρόβλημα επειδή δούλευε σε κρατική υπηρεσία, στο Ταχυδρομείο, κι όταν έφυγε πήρε την υπηκοότητα του συζύγου, άρα δεν είχε δικαίωμα να εργάζεται στην Ελλάδα. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, η ζωή μας ταίριαζε απόλυτα με το τραγούδι «Φτωχολογιά για σένα κάθε μου τραγούδι», γιατί περάσαμε πολύ δύσκολα.

Δηλαδή; Τι θυμάσαι;

Τα πάντα. Με πολύ μεγάλη δυσκολία βρήκαμε ένα σπίτι χωρίς σκεπή, πίσω από του Φιξ. Κάτω είχαμε κουρελούδες για να κοιμόμαστε, με τα γκαζάκια να ζεσταίνουμε νερό για να πλυθούμε, τα ποντικάκια κάνανε... βολτούλες. Τραγικές συνθήκες διαβίωσης. Έναν χρόνο περάσαμε έτσι. Έβλεπα τα άλλα παιδιά να έχουν ένα ποδήλατο κι εγώ δεν είχα ή, το πιο απλό, έπαιζαν με στρατιωτάκια, με παιδικά παιχνίδια κι εγώ τα έβλεπα περίλυπος στη γωνία. Ύστερα η καημένη η μάνα μου ικέτευσε κάποιους, γιατί βοηθούσε στο συσσίτιο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στη Φραντζή, και κατόρθωσε να με βάλει στο Ζάννειο Ορφανοτροφείο για να ζήσω καλύτερα.

Μεγάλο «χτύπημα» για ένα παιδάκι να αποχωρίζεται τη μητέρα του και να πηγαίνει σε ορφανοτροφείο.

Ναι, είναι. Φαντάσου ένα παιδάκι, σαν να κάνει το «στρατιωτικό» του, στο κάτω κρεβάτι μιας κουκέτας, από πάνω ήταν ο Ηρακλής, να τρώει ξυλιές με βίτσα από τον διευθυντή του σχολείου, γιατί π.χ. ο αρακάς που μου είχαν σερβίρει είχε μια τρίχα και δεν θέλησα να τον φάω. Περιμέναμε την Κυριακή 3-5 το μεσημέρι που θα ερχόντουσαν οι γονείς μας -αν υπήρχαν- για να μας δουν και μετά έκλεινε δυνατά η σιδερένια πόρτα και κλαίγαμε «γαντζωμένοι» στα κάγκελα που έφευγαν και μέναμε μόνοι. Κι ύστερα περιμέναμε μια βδομάδα για να μας σφίξουν στην αγκαλιά τους.

Πολύ δύσκολο όλο αυτό.

Ναι, ήταν. Θυμάμαι και κάτι πολύ συγκινητικό. Κάποια στιγμή ούρλιαζαν τα παιδάκια στην πόρτα και λέω εγώ: «Τι συμβαίνει;». Και μου απαντάνε: «Έχει έρθει η κυρία Σπεράντζα Βρανά μαζί με έναν νέο ηθοποιό που λέγεται Κώστας Βουτσάς και μοιράζουν καραμέλες και σοκολάτες». Νιώσαμε μεγάλη χαρά τότε γιατί μας θυμήθηκε η Σπεράντζα Βρανά, που ήταν σταρ και την βλέπαμε στα περιοδικά της εποχής. Τη «Βεντέτα», «Το Ρομάντσο» κ.ά. Το πιο συγκλονιστικό όμως είναι ότι το 1984 με πήρε τηλέφωνο ο Κώστας Βουτσάς και μου είπε ότι θέλει ν’ ανεβάσει μια κωμωδία, το «Δώσε, Θεοδόση, δώσε» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη και ήθελε να παίξω τον γιο του. Χάρηκα πάρα πολύ και ένιωσα μεγάλη τιμή με την πρόταση που μου έκανε. Ξεκινήσαμε λοιπόν τις παραστάσεις στο θέατρο «Γκλόρια» και κάποια στιγμή του λέω: «Κώστα, θέλω να σου πω κάτι. Ξέρεις από πότε σε ξέρω; Από την ημέρα που ήρθες στο Ζάννειο Ορφανοτροφείο και μοίρασες μαζί με τη

Σπεράντζα Βρανά καραμέλες και σοκολάτες στα παιδάκια. Είμαι ένα από εκείνα τα παιδιά». Κι έβαλε τα κλάματα. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος.

Ο πατέρας σου τι ρόλο είχε στη ζωή σου;

Ανύπαρκτος. Ένας άνθρωπος που έκανε μια άλλη οικογένεια εκεί. Έχω τέσσερις ετεροθαλείς αδελφές και έναν αδελφό. Ο πατέρας μου ήταν γυναικάς. Αυτό που μου κόστισε όταν αποφάσισα είκοσι χρόνων πια να πάω στο Νοθάμπτον να τον βρω -τότε πια έφτιαχνε δημόσιους δρόμους ήταν μεγαλοεργολάβος έργων- και δεν ήρθε καν στο αεροδρόμιο να με πάρει. Έστειλε τη γυναίκα του, την Ελίζαμπεθ, και με πήγε να δω τα αδέλφια μου. Αισθάνθηκα περίεργα. Κι όταν τόλμησα να του πω: «Πες μου, μπαμπά, σε εμένα δεν είχες καμιά υποχρέωση που είμαι γιος σου;», μου... τράβηξε κι ένα «μπουκέτο» και με πήραν τα αίματα. Τέτοιος τύπος ήταν!

Η μητέρα σου τι σου έλεγε για τον πατέρα σου;

Τον «πολέμησε» πολύ, λέγοντάς μου φριχτά πράγματα για εκείνον. Εγώ είχα φτάσει εκεί και με τα όσα είχα ακούσει τόσα χρόνια που ζούσα μόνο με τη μητέρα μου για τον πατέρα μου, κι ήθελα να τον δείρω. Μου τον είχε παρουσιάσει σαν ένα τέρας. Κι η αλήθεια είναι πως κι όταν τον εγκατέλειψε η μάνα μου, είχε δεχτεί πολλά. Είχε σηκώσει χέρι, την κακοποιούσε. Ήταν βάναυσος χαρακτήρας.

Κι ύστερα; Πώς και βγήκες στα δέκα σου χρόνια από το ορφανοτροφείο;

Έγινε ένας νόμος όπου μπορούσαν να επαναπροσληφθούν στις δημόσιες υπηρεσίες γυναίκες που είχαν χωρίσει. Η μητέρα μου επανήλθε στο Ταχυδρομείο κι έτσι μπορέσαμε να ξεκινήσουμε ξανά τη ζωή μας. Δηλαδή εγώ ξεκίνησα να ζω ανθρώπινα από 10 χρόνων και μετά όταν με ξαναπήρε κοντά της η μητέρα μου, η Καιτούλα μου. Νοικιάσαμε ένα σπιτάκι στο Ν. Κόσμο και ξεκινήσαμε να ζούμε. Εκεί τελείωσα και το σχολείο. Τα καλοκαίρια όμως όταν ήμουν δέκα – έντεκα χρόνων, πήγαινα και πούλαγα τσιπς, κοκ και πορτοκαλάδες, στον κινηματογράφο «Πανελλήνιον» στη Συγγρού για να βοηθάω οικονομικά τη μάνα μου. Μπήκα από νωρίς στη βιοπάλη κι ωρίμασα γρήγορα.

Με τα ετεροθαλή αδέλφια σου μιλάς; Έχεις επαφές;

Ο ετεροθαλής αδελφός μου, ο Μαρκ, δεν μου μιλάει εδώ και καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Τους ξανασυνάντησα πριν από δύο χρόνια όταν πήγα στην κηδεία του πατέρα μου και είχαν ψυχρή συμπεριφορά απέναντί μου. Με τις αδελφές μου, την Τζούλια, την Κιμ, τη Σάρον και την Τζάνετ, αλλά ιδιαίτερα με τη μεγάλη, διατηρούμε κάποια επαφή.

Πώς αποφάσισες να γίνεις τραγουδιστής;

Η μητέρα μου ήταν πολύ θρήσκα. Πήγαινε και βοηθούσε στην εκκλησία. Εγώ ήμουν ένα παιδί που ανήκα στις Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες κι έψελνα πολύ καλά από τα δέκα μου χρόνια. Φαντάσου ότι στα δέκα μου χρόνια έκανα συναυλία ως σολίστ στη Χορωδία των Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων. Φτιάχναμε και συγκροτήματα και πηγαίναμε και παίζαμε σε σχολεία. Εγώ τραγουδούσα. Έχω κάνει διάφορες δουλειές Έχω δουλέψει ως υπάλληλος σε φωτοτυπικά μηχανήματα, σε ταξιδιωτική εταιρεία και παραλάμβανα τουρίστες από το αεροδρόμιο. Κατόρθωσα όμως στα δεκαπέντε μου χρόνια, επειδή ήταν καλά τα αγγλικά μου, να μπω και να δουλεύω σε ξένη ιδιωτική τράπεζα, ενώ παράλληλα πήγαινα και σε νυχτερινό οικονομικό γυμνάσιο. Eκείνη την εποχή θεωρούνταν πολύ καλό να είσαι τραπεζικός υπάλληλος. Η μητέρα μου τότε με παρακίνησε, καθώς είχε δει στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» ότι γίνεται μια ακρόαση, το 1978, για το «Jesus Christ Superstar» στην Πατησίων, να πάω. Μέσα σε 800 παιδιά από Ωδεία με παρτιτούρες, εγώ δεν ήξερα από αυτά, θυμάμαι τότε μου λέει ο Μίμης Πλέσσας «τι θα μας τραγουδήσετε, νεαρέ μου;» κι εγώ του απαντάω: «Δεν ξέρω νότες αλλά θα σας τραγουδήσω την ‘‘Ανάμνηση’’... «Το καλοκαίρι μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά...» άρχισα να τραγουδάω και ο Μίμης Πλέσσας ενθουσιάστηκε. Κι έτσι για πρώτη φορά πάτησα στο θεατρικό σανίδι, παίζοντας στη θρυλική εκείνη ροκ όπερα, μ’ έναν θίασο τριάντα ατόμων, όπου ο Δημήτρης Μαλαβέτας ήταν ο σκηνοθέτης της και τη ζωντανή ορχήστρα διεύθυνε ο Μιχάλης Ροζάκης. Ο συγγραφέας του έργου, Τιμ Ράις, ήθελε να δώσει την ανθρώπινη διάσταση του Χριστού. Αυτό ενόχλησε μέλη θρησκευτικών οργανώσεων που αντέδρασαν φανατικά. Φαντάσου ότι οι ουρές στο θέατρο ήταν από την Πλ. Αμερικής ως την Πλ. Κολιάτσου. Την ώρα λοιπόν που μπαίναμε στο θέατρο «Καλουτά», αυτοί οι φανατικοί θρησκόληπτοι ήταν απέξω με τους σταυρούς και μας πλάκωναν στο ξύλο! Φάγαμε πολύ ξύλο. Ο κόσμος φοβήθηκε κι ενώ πηγαίναμε καταπληκτικά τέσσερις μήνες, αναγκαστικά η παράσταση κατέβηκε νωρίτερα. Τότε για να παίξεις στο θέατρο ως ηθοποιός χρειαζόταν ειδική άδεια, δεν ήταν «ξέφραγο αμπέλι» όπως σήμερα. Υπήρχε η Επιτροπή Αδείας Ασκήσεως Επαγγέλματος και μου επέτρεψαν με τα χίλια ζόρια να παίξω ως τραγουδιστής. Έτσι αποφάσισα να πάω να σπουδάσω σε δραματική σχολή αφού ήδη έπαιζα στο θέατρο. Πήγα λοιπόν από ανάγκη και σπούδασα για να δουλεύω, αλλά μετά το αγάπησα το θέατρο.

Πώς γνωριστήκατε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο;

Τότε νοίκιαζα ένα σπίτι στην πλατεία Κολιάτσου μαζί με τη μητέρα μου. Το όνειρο τότε πολλών ηθοποιών ήταν να παίξουν με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ήταν και δικό μου όνειρο. Κάνει οντισιόν για την «Εύθυμη χήρα» στο καλοκαιρινό θέατρο «Αλίκη», όπου ήταν μαζί της ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Καίτη Λαμπροπούλου, ο Δάνης Κατρανίδης, ο Γρηγόρης Βαλτινός και πολλοί άλλοι. Έτσι το όνειρό μου για να συνεργαστώ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη έγινε πραγματικότητα. Εκεί μου πρότεινε αργότερα ο Ντίνος Ηλιόπουλος να κάνουμε τον χειμώνα τις «Θεσμοφοριάζουσες». Φαντάσου ότι δεν το πίστευα. Στην «Εύθυμη χήρα» είχα όλη κι όλη μία ατάκα, και θα συνεργαζόμουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο παίζοντας δίπλα στον Ντίνο Ηλιόπουλο. Μέσα σε ενάμιση χρόνο, με ευνόησε η τύχη κι έγινα πρωταγωνιστής. Το καλοκαίρι πάλι ήμουν με την Αλίκη στο «Άννυ». Εκεί γνώρισα -το 1979- και την Τάνια Τρύπη, που ήταν ένα από τα κοριτσάκια του ορφανοτροφείου της παράστασης, και φέτος συναντιόμαστε πάλι και θα παίξουμε μαζί στο θέατρο.

Αληθεύει ότι τα είχατε «σπάσει» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη; Αποκάλυψέ μας τι είχε συμβεί;

Η Αλίκη ήταν γλυκός άνθρωπος. Όταν ετοίμαζε την «Εβίτα», πήγαινα στη Στησιχόρου και κάναμε πρόβα. Είχαμε πολύ καλή, φιλική σχέση. Μου λέει τότε: «Εσύ δεν χρειάζεται να έρθεις στην οντισιόν, γιατί θα κάνεις τον Μαγκάλντι» κι εγώ -ξέρεις έχοντας το θράσος του πιτσιρικά ο οποίος νιώθει ότι είναι ταλαντούχος- της λέω: «Καλά, ποιος θα παίξει τον Τσε;». Μου απαντάει: «Δεν σε απασχολεί εσένα. Θα κάνω οντισιόν». Πήγα στην οντισιόν και το ρόλο του Τσε τον διεκδικούσαμε εγώ, ο Γιάννης Σαμψιάρης και ο Βλάσσης Μπονάτσος. Θεώρησα ότι τα πήγα καλύτερα από τους άλλους, είδα και την ανταπόκριση όσων με είδαν εκεί στην οντισιόν και μου ανακοίνωσε η Αλίκη ότι θα παίξω τον Μαγκάλντι και θα είμαι «ντουμπλίρ» του Βλάσση Μπονάτσου στον Τσε. Ήξερα ότι είχα μεγάλες δυνατότητες στο μιούζικαλ. Έτσι, αν και πιτσιρικάς, είχα τσαμπουκά και πούλησα τρέλα. Σηκώθηκα κι έφυγα. Την έκανα έξαλλη.

Το θεώρησες λάθος σου όταν το ξανασκέφτηκες;

Ναι, αλλά μου βγήκε σε καλό. Με το που γύρισα σπίτι μου και συνειδητοποίησα τι είχα κάνει, με έπιασε απελπισία. Όχι για πολύ, γιατί χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν ο Γιώργος Μαρίνος. «Χρηστάρα, σε περιμένω. Αύριο έχεις πρόβα στη ‘‘Μέδουσα’’. Καλά της έκανες», μου είπε. Ο Γιώργος είχε τότε μια κόντρα με την Αλίκη κι εγώ αναρωτιόμουν πώς μαθεύτηκε μέσα σε μισή ώρα πως ένας νέος ηθοποιός τόλμησε μέσα στο θέατρό της να πει στην Αλίκη «φεύγω». Τελικά όμως το δέκα χιλιάδες δραχμές μισθός στο «Αλίκη» έγινε είκοσι πέντε χιλιάδες δραχμές στη «Μέδουσα». Έτσι άρχισα να σκέφτομαι ότι μπορώ να προγραμματίσω ν’ αγοράσω ένα διαμερισματάκι. Κι έκανα και κάτι άλλο που την εξόργισε την Αλίκη. Με φώναξε ο Βαγγέλης Λιβαδάς κι έπαιξα στο «Σμαρούλα», απέναντι από το «Αλίκη», και πήρα κι εκεί διπλάσιο μισθό. Έτσι δεν μου το συγχώρεσε ποτέ. Μέχρι που «έφυγε» μου το κράτησε μανιάτικο.

Ποιον θεωρείς το μεγάλο επαγγελματικό σταθμό σου που σε «απογείωσε» σε δημοσιότητα;

Θεωρώ ότι ο μεγάλος σταθμός μου ήταν όταν με πήρε ο Νίκος Φώσκολος μετά από μια ακρόαση για την ταινία «Θύρα 7», όπου έψαχναν τον πρωταγωνιστή, τον ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού. Τότε είχε γίνει χαμός με τα εισιτήρια αυτής της ταινίας. Πηγαίνω στην ακρόαση και λέει ο Φώσκολος: «Αυτόν θέλω». Υπέγραψα και ξεκίνησα την καριέρα μου την κινηματογραφική με μια ταινία που έκανε πάταγο, ενώ ταυτόχρονα συνεργάστηκα με κορυφαίους ηθοποιούς στο θέατρο. Δούλεψα με τον Θανάση Βέγγο και τον Νίκο Ρίζο όταν έκανα το θεατρικό «Ο Αλή Μπαμπά και οι σαράντα ψεύτες», με τον Θανάση Βέγγο, κι είχα τον Λογοθέτη αδελφό όταν έπαιξα στο «Είμαστε όλοι θεατές» του Μπάμπη Τσικληρόπουλου, σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Εγώ έχω ερμηνεύσει για πρώτη φορά την «Ελένη» κι άλλα τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου που έχουν ερμηνεύσει η Αλεξίου και ο Κούτρας. Εγώ τα πρωτοτραγούδησα στο θέατρο «Ακροπόλ». Πάντα ήμουν ο ηθοποιός που έπαιζα αλλά τραγουδούσα κιόλας.

Κι ήρθε και η τηλεόραση αρκετά νωρίς. Η δημοσιότητά σου ενισχύθηκε κι από τη «Λάμψη» αλλά και από το «Καλημέρα Ζωή» του Νίκου Φώσκολου.

Ναι, έκανα τον προικοθήρα γαμπρό που πήγε να φάει τα λεφτά της νεαρής κόρης Δράκου, που την έπαιζε η Άριελ Κωνσταντινίδη. Στο «Καλημέρα Ζωή» έφαγα πολύ ξύλο από τον αστυνόμο Θεοχάρη (Γιώργος Βασιλείου). Θυμάμαι ότι τότε με αυτά τα δύο σίριαλ γινόταν χαμός. Κλεινόταν ο κόσμος σπίτι για να τα δει.

Έχεις 44 χρόνια στο θέατρο κι έχεις γνωρίσει σχεδόν όλο το παλιό ελληνικό θέατρο. Υπήρχε η σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση κι εκείνες τις εποχές;

Ναι, υπήρχε πάντα. Θεωρώ υποκριτικό το γεγονός ότι βγαίνουν κάποιοι και λένε «αχ δεν το ξέραμε και δεν έχει ξαναγίνει». Αυτό είναι δυστυχώς το επάγγελμά μας. Και θα σου πω μια βαριά κουβέντα: Το θέατρο στην Ελλάδα είναι ένα χαμαιτυπείο. Δηλαδή, αν είμαι ο μεγάλος θεατρώνης ή ο μεγάλος σκηνοθέτης ή ο μεγάλος τηλεοπτικός παραγωγός, έχω τη δυνατότητα να εκμεταλλευτώ, αν το «πηγαίνω», ένα κοριτσάκι, αν είμαι ομοφυλόφιλος ένα αγοράκι κ.τ.λ. Αυτό δεν είναι κάτι που το είδαμε τώρα. Δηλαδή, με λυπεί πάρα πολύ το γεγονός ότι βγαίνουν όλοι υποκριτικά και λένε «α, δεν το περίμενα να είναι έτσι». Είναι κάτι που συμβαίνει. Εγώ το βίωσα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το σανίδι του θεάτρου. Φαντάζομαι όμως ότι συμβαίνει και στα άλλα επαγγέλματα. Το ότι με το #MeToo βγήκαν κάποια παιδιά κι είχαν τη μαγκιά να διεκδικήσουν τα αυτονόητα -δηλαδή να βγουν να πουν τώρα γι’ αυτά που συνέβησαν- δεν θα μπω στη συλλογιστική κάποιων συναδέλφων που λένε «το κάνανε για διαφημιστικούς λόγους». Όχι, είχαν τη μαγκιά και το έκαναν. Το προσχηματικό στην όλη ιστορία είναι να μου παίζεις τον αδιάφορο ότι αυτά δεν έχουν γίνει. Δεν σου κρύβω ότι στην Ελλάδα έχουν εξαφανιστεί πολλά ταλέντα -αγόρια και κορίτσια- ακριβώς γιατί δεν ενέδωσαν σε αυτήν τη συμπεριφορά.

Εσύ έχεις δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση;

Μόνο μία φορά; Δέκα – είκοσι φορές. Με μεγάλους σκηνοθέτες. Θα έβγαινα ποτέ να το πω; Κατ’ αρχάς δεν θα έβγαινα να το πω γιατί δεν θα ήθελα να μειώσω τους συναδέλφους μου. Είχα έναν τρόπο εγώ και το αντιμετώπισα. Μπορούσα να δημιουργήσω μεγάλο θόρυβο. Αλλά ήμουν κύριος, το αποσιώπησα. Δεν υπάρχει πάντα λόγος να βγαίνεις να ανακινείς κάτι και να το συζητάς. Το κράταγα για μένα, το αντιμετώπισα και πάμε παρακάτω.

Ταυτόχρονα θεωρώ ότι επειδή πέρασες και δύσκολα παιδικά χρόνια, έδωσες μεγάλη σημασία στην οικογένεια. Έχεις έναν ευτυχισμένο γάμο και δύο υπέροχους γιους.

Ναι. Ήθελα οικογένεια και την έκανα. Και περισσότερο ήθελα να δώσω στα παιδιά μου αυτό που έλειψε σε εμένα. Έχω καλά παιδιά. Ο Χρήστος είναι 31 χρόνων και εργάζεται ως καθηγητής σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας και ο Βαγγέλης είναι έναν χρόνο μικρότερος και έχει σπουδάσει σκηνοθεσία στο εξωτερικό. Η σύζυγός μου, η Ευτυχία, ήταν χορεύτρια στον μπαλέτο του Φώτη Μεταξόπουλου όταν κάναμε την παράσταση στο «Ακροπόλ» «Δώσε Θεοδόση δώσε», ερωτευθήκαμε, παντρευτήκαμε και κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια, 31 χρόνια μαζί.

Νιώθεις ότι έκανες αυτά που θέλησες στη δουλειά σου; Ή αισθάνεσαι αδικημένος;

Το δεύτερο. Νιώθω αδικημένος, γιατί πραγματικά έχω δυνατότητες και θα μπορούσα να έχω κάνει πολύ περισσότερα πράγματα. Δεν θα ρίξω τις ευθύνες στους άλλους, αλλά σε εμένα, γιατί το μειονέκτημα που είχα είναι ότι ήξερα πως έχω δυνατότητες και το έδειχνα. Στην Ελλάδα μπορεί να είσαι μέτριος, αλλά να ελιχθείς κατάλληλα και να γίνεις πασίγνωστος. Μπορεί να είσαι καλός, να το ξέρεις ότι είσαι καλός και τελικά ο τρόπος που το επικοινωνείς να φοβίζει τον άλλον. Στην Ελλάδα είναι κακό να ξέρει κάποιος ότι είναι ικανός. Στην Ελλάδα για να κάνεις καριέρα πρέπει να είσαι αυλοκόλακας, σκυφτοκεφαλάκης, να έρπεσαι... Έχουν «φαγωθεί» πολλά ταλαντούχα αγόρια και κορίτσια γιατί δεν ήταν έτσι. Και βγαίνουν στην επιφάνεια κάποιοι και κάποιες. Και τι πρέπει να κάνω τώρα εγώ; Να τους αποδεχτώ επειδή τους βλέπω στην τηλεόραση; Μην τρελαθούμε τώρα.

Είσαι πολύ δυνατός χαρακτήρας. Πέρασες μια μεγάλη περιπέτεια με την υγεία σου.

Ναι. Αλλά βγήκα πιο δυνατός μέσα απ’ αυτό. Το 2005 γυρνούσα από την Επίδαυρο όπου έπαιζα στον «Προμηθέα Δεσμώτη» που παρουσίαζε το Θεσσαλικό Θέατρο με τον Κώστα Καζάκο και υποδυόμουν το Κράτος. Ξαφνικά από θρόμβωση έπαθα εγκεφαλικό και έμεινα παράλυτος. Πέρασα για έναν χρόνο πολύ δύσκολα. Εξαφανίστηκα από το χώρο. Όταν πήγα να επανέλθω, όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Έπαθα σοκ. Πέρασα 11 μαρτυρικά χρόνια ξεχασμένος. Άντε να έκανα καμιά συναυλία με το ζόρι, καμιά παραστασούλα. Δεν με έπαιρνε κανείς. Έτσι αποφάσισα, το 2016, να πάω στην Αγγλία και να περάσω από οντισιόν. Με πήραν αμέσως στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, όπου είναι σπουδαίοι ηθοποιοί. Στην Αγγλία όταν ένας άνθρωπος έχει μια διαφορετικότητα, του ανοίγεις την πόρτα γιατί έκρινες ότι είναι πολύ καλός τραγουδιστής, πως είναι πολύ καλός ηθοποιός, όταν σηκώνεται ένα θέατρο και τον χειροκροτεί και σου λένε «Κύριε Κάλλοου, υπογράψτε το συμβόλαιό σας». Εδώ δυστυχώς υπάρχει μια νοοτροπία πως όταν ένας άνθρωπος έχει μια αναπηρία είναι «δεύτερος». Στην Αγγλία με πήρε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θέατρου, Ρούφους Νόρις – ο οποίος είναι 21 χρόνια στη θέση του που δεν εξαρτάται από το ποιο κόμμα θα βγει, και μου λέει «Χρήστο έλα να σου δείξω που παίζουμε στο ‘‘Λόρενς Ολιβιέ’’ την ‘‘Όπερα της Πεντάρας’’». Και βλέπω έναν τύπο που τον κρατούσαν δύο για να βγει στη σκηνή. Λέω «τι γίνεται;» Και μου απαντάει: «Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με την Ελλάδα.

Εδώ βάσει νόμου είμαστε υποχρεωμένοι να παίρνουμε και άτομα με αναπηρία, κι αυτός ο ηθοποιός μας είναι τυφλός!».

Οι συνάδελφοι εκείνα τα 11 χρόνια που υπέφερες, όλοι εκείνοι και όλες εκείνες που ήταν δίπλα σου στις δόξες σου, σε θυμήθηκαν, σε βοήθησαν;

Εκεί συνειδητοποίησα την αδιαφορία των Ελλήνων ηθοποιών συναδέλφων για τους οποίους πάλευα από την πρώτη μέρα που μπήκα μέσα στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Οι μόνες που ενδιαφέρθηκαν ήταν η Άννα Φόνσου και η Μαρία Αλιφέρη. Και έλεγα «είμαι τόσα χρόνια στο θέατρο, έχω δουλέψει με τόσους ανθρώπους κι ούτε ένα τηλέφωνο;». Αυτή είναι η απαράδεκτη νοοτροπία των Ελλήνων ηθοποιών.

Τότε λοιπόν ήσουν σε μια πολύ καλή παράσταση, είχες δημοσιότητα και ξαφνικά βρέθηκες παράλυτος σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Σαν εφιάλτης ακούγεται όλο αυτό. Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη;

Ναι, αλλά ήταν αληθινός εφιάλτης. Έβαλα τα κλάματα. Είχα υπογράψει να αρχίσω πρόβες στο θέατρο και τότε θυμάμαι τη γιατρό μου που μου είπε: «Εδώ δεν ξέρουμε αν θα μπορέσετε να περπατήσετε σε κανένα χρόνο κι εσείς κλείνετε δουλειά σε δύο βδομάδες;». Εκεί τα είδα όλα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πώς ένιωσα. Εκεί βάζεις τα κλάματα και λες «πάει, τελείωσα!». Έκανα έναν χρόνο φυσικοθεραπείες για να συνέλθω. Ήμουν πολύ φιλόδοξος και τελικά έφαγα μια «κατραπακιά» τόσο δυνατή που το είδα αλλιώς. Κατάλαβα μέσα σε μια στιγμή ότι ήμαστε ένα «τίποτα». Προσγειώθηκα ανώμαλα. Δεν έχω τον «τσαμπουκά» που είχα, γιατί έπαρση, «καλάμι» δεν είχα ποτέ.

Το πάλεψες όμως με δύναμη ψυχής. Το αντιμετώπισες. Έχεις νέα επαγγελματικά σχέδια.

Ναι. Κάνω τις συναυλίες μου. Επίσης συνεργάζομαι με τον Νίκο Παπακλεοβούλου, ο οποίος έχει γράψει τους στίχους και τα θεατρικά που κάνω σε μια μουσικοθεατρική παράσταση με τίτλο «Από το ’21 στο ’55» Ταυτόχρονα κάνω πρόβες για το έργο της Τάνιας Χαροκόπου «Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης – Μια Ιστορία Μέσα από τις Στάχτες», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Λοϊζίδη, με το οποίο θα πάμε μια μεγάλη καλοκαιρινή περιοδεία. Στο θίασο είναι και οι: Χάρης Εμμανουήλ Αγγουράκης, Τάνια Τρύπη, Σταύρος Νικολαΐδης, Παναγιώτης Πετράκης και Κωνσταντίνα Σιλεβρή. Είναι μια συγκλονιστική, αληθινή ιστορία κι εγώ κάνω τον παπα-Γεράσιμο, το «δεξί χέρι» του Χρυσόστομου που μαρτύρησε στα χέρια των Τούρκων στη Σμύρνη. Είμαι και ο ψάλτης της παράστασης, γιατί υπάρχουν και θαυμάσιοι βυζαντινοί και εκκλησιαστικοί ύμνοι. Στην ουσία περιγράφω τη ζωή του προπάππου της Τάνιας Χαροκόπου. Μέσα από αυτό το έργο στεριώνει λίγο η πίστη την οποία την έχουμε απολέσει και δυναμώνει ο πατριωτισμός μας.

Της ΣΙΣΣΥ ΜΕΝΕΓΑΤΟΥ 

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time στις 4 Ιουνίου 2022