Φυλάτος στο parapolitika.gr: Στην Ελλάδα έχουμε απαίτηση ο κάθε θάνατος να συμβαίνει σε ΜΕΘ ή ακόμα και σε απλή κλίνη νοσοκομείου
Ο ειδικός ερευνητής Υγείας του Πανεπιστημίου Λάνκαστερ του Ηνωμένου Βασιλείου αποδομεί ορισμένες από τις κοινές μας βεβαιότητες
Έντονος, πολλές φορές και αποπροσανατολιστικός, υπήρξε ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας, σχετικά με τον ικανοποιητικό και επαρκή αριθμό κλινών Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Ακόμη κι εάν η κυβέρνηση υπερδιπλασίασε τις κλίνες ΜΕΘ σε όλη τη χώρα, σε σχέση με το 2019, υπάρχουν ακόμη... «δυνατές φωνές», οι οποίες ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα χρειάζεται ακόμη πολύ περισσότερες κλίνες ΜΕΘ.
Στη συνέντευξή του στο parapolitika.gr, ο μεταδιδακτορικός ειδικός ερευνητής των Οικονομικών και της Πολιτικής της Υγείας στο Τμήμα Ερευνών της Υγείας του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ του Ηνωμένου Βασιλείου, Δημήτρης Φυλάτος, τολμά να περιγράψει και να διατυπώσει με γενναιότητα την πραγματικότητα της Ελλάδας, όσον αφορά το θέμα της επάρκειας των κλινών ΜΕΘ, και τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι η δομημένη μακροχρόνια νοσηλεία σε εναλλακτικές κοινοτικές δομές Υγείας είναι εκείνη η οποία πρέπει να αντικαταστήσει, επιτέλους, την «μοιραία» κατάληξη σε μία κλίνη ΜΕΘ.
- Είναι μοιραίο για τη χώρα μας να έχει ανάγκη για όλο και περισσότερες κλίνες ΜΕΘ, καθώς ορισμένοι ισχυρίζονται ότι, ακόμη και μετά από την πανδημία, ο αριθμός τους δεν είναι ικανοποιητικός;
Στην Ελλάδα έχουμε απαίτηση ο κάθε θάνατος να συμβαίνει σε ΜΕΘ ή ακόμα και σε απλή κλίνη νοσοκομείου. H επικρατούσα άποψη είναι επιζήμια για το σύστημα Υγείας, άλλα και για τον ίδιο τον άρρωστο και την οικογένειά του. Εκείνο το οποίο θα έπρεπε να κάνουμε είναι να οργανώναμε καλύτερα και να εξασφαλίζαμε τη δωρεάν πρόσβαση στα κέντρα ημερήσιας φροντίδας, τα κέντρα ανοικτής προστασίας, τα κέντρα υποβοηθούμενης διαβίωσης, τα προγράμματα βοήθειας στο σπίτι, καθώς και τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Την εποπτεία, δε, της χρήσης και πρόσβασης σε αυτές τις δομές πρέπει να αναλάβει ο οικογενειακός γιατρός. Σκοπός δεν είναι να προσπαθήσουμε το «καλύτερο» για τον ασθενή τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, άλλα να ενισχύσουμε την ποιότητα ζωής του τα τελευταία χρόνια του και στο σημείο αυτό υστερούμε κατά πολύ. Με την παραπάνω σκέψη πιστεύω ότι θα εξοικονομήσουμε και επιπλέον σημαντικούς πόρους, που θα μπορέσουμε, στη συνέχεια, να επενδύσουμε στην καλύτερη στελέχωση τον ΜΕΘ, ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Συνεπώς, αντι να αυξήσουμε τις ΜΕΘ, τρεις εναλλακτικές στρατηγικές μπορεί να ακολουθηθούν: η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, η περιφερειοποίηση της εντατικής θεραπείας και η βελτίωση του σχεδιασμού προηγμένης φροντίδας.
- Δίνεται συχνά η υποβολιμαία εντύπωση ότι ένας ασθενής καταλήγει επειδή νοσηλεύθηκε διασωληνωμένος εκτός ΜΕΘ, ενώ θα είχε κερδίσει τη μάχη με τον κορονοϊό, εάν είχε νοσηλευθεί κανονικά σε κλίνη ΜΕΘ. Ισχύει αυτή η αιτιώδης σχέση;
Αρχικά να σημειωθεί ότι με βάση τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς και την περαιτέρω ανάλυσή τους σε δημοσιευμένες μελέτες, ουδέποτε, κατά την περίοδο 2020-2021, η μέση ηλικία των ασθενών οι οποίοι κατέληξαν εκτός ΜΕΘ ήταν μικρότερη των 80 ετών, ηλικία κοντά στο προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να κρίνουμε την εισαγωγή σε ΜΕΘ με βάση την ηλικία αποκλειστικά, άλλα δεν παύει να είναι ένας σημαντικός παράγοντας διεθνώς αναγνωρισμένος ως σημαντικός. Η χώρα μας κατάφερε να νοσηλεύσει σε ΜΕΘ την πλειονότητα των ασθενών που είχαν την πιθανότητα να κερδίσουν τη μάχη με τον ιό, όπως και έγινε σε χιλιάδες περιπτώσεις.
- Ποια είναι τα ποσοστά της επιβίωσης των νοσηλευόμενων ασθενών στις ΜΕΘ διεθνώς και στη χώρα μας και ποια τα ποσοστά επιβίωσης στην κατ’ οίκον νοσηλεία; Μπορούμε να συγκρίνουμε τις δύο πρακτικές ή υπερβάλλουμε;
Η Ελλάδα έχει τα λιγότερα κρεβάτια σε μονάδες μακροχρόνιας νοσηλείας στην Ευρώπη. Οι ασθενείς, συνήθως αυτοί που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους, που λαμβάνουν υπηρεσίες μακροχρόνιας νοσηλείας σε ειδικά κέντρα, στο σπίτι τους ή σε συνδυασμό, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα θανάτου στο σπίτι, σε σύγκριση με εκείνους που δεν έλαβαν δομημένη μακροχρόνια νοσηλεία. Αυτό το θεωρούμε σε ένα σύστημα υγείας ως σημαντική επιτυχία, καθώς η πλειονότητα των ατόμων που βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής τους θέλει να πεθάνει όσο το δυνατόν περισσότερο ανώδυνα στο σπίτι ή σε μια παρόμοια δομή, πλάι με τους οικείους του. Στη χώρα μας πρέπει να μειώσουμε τους θανάτους εντός ΜΕΘ των ατόμων που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους και να βελτιώσουμε την παροχή νοσηλείας στα άτομα που πραγματικά χρειάζονται ΜΕΘ. Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουμε πολλούς θανάτους στις ΜΕΘ και λίγους εκτός ΜΕΘ.
- Λένε ορισμένοι ότι η Ελλάδα εμφανίζει πολύ υψηλό αριθμό θανάτων ασθενών με νόσο COVID – 19, σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Συμφωνείτε;
Εδώ πρέπει να τεθεί ο προβληματισμός για τους θανάτους από COVID ή με COVID. Την απάντηση στο ερώτημα ή έστω την κατεύθυνση για την προσέγγισή του μπορεί να μας τη δώσει ο δείκτης υπερβάλλουσας θνησιμότητας. Συγκαταλέγουμε ως ενθαρρυντικό στατιστικό ότι η υπερβάλλουσα θνησιμότητα στην Ελλάδα στην περίοδο της πανδημίας ήταν χαμηλότερη σε σχέση με χώρες της Ευρώπης αλλά και με χώρες που έχουν εξαιρετικά συστήματα υγείας εκτός Ευρώπης. Στην Ελλάδα, λόγω του αλγορίθμου καταγραφής που υιοθετήθηκε, είναι πιθανό τα στατιστικά στοιχεία με αιτία θανάτου COVID να υπερεκτιμούν το πόσοι άνθρωποι πέθαναν πραγματικά λόγω του ιού.
Στη συνέντευξή του στο parapolitika.gr, ο μεταδιδακτορικός ειδικός ερευνητής των Οικονομικών και της Πολιτικής της Υγείας στο Τμήμα Ερευνών της Υγείας του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ του Ηνωμένου Βασιλείου, Δημήτρης Φυλάτος, τολμά να περιγράψει και να διατυπώσει με γενναιότητα την πραγματικότητα της Ελλάδας, όσον αφορά το θέμα της επάρκειας των κλινών ΜΕΘ, και τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι η δομημένη μακροχρόνια νοσηλεία σε εναλλακτικές κοινοτικές δομές Υγείας είναι εκείνη η οποία πρέπει να αντικαταστήσει, επιτέλους, την «μοιραία» κατάληξη σε μία κλίνη ΜΕΘ.
- Είναι μοιραίο για τη χώρα μας να έχει ανάγκη για όλο και περισσότερες κλίνες ΜΕΘ, καθώς ορισμένοι ισχυρίζονται ότι, ακόμη και μετά από την πανδημία, ο αριθμός τους δεν είναι ικανοποιητικός;
Στην Ελλάδα έχουμε απαίτηση ο κάθε θάνατος να συμβαίνει σε ΜΕΘ ή ακόμα και σε απλή κλίνη νοσοκομείου. H επικρατούσα άποψη είναι επιζήμια για το σύστημα Υγείας, άλλα και για τον ίδιο τον άρρωστο και την οικογένειά του. Εκείνο το οποίο θα έπρεπε να κάνουμε είναι να οργανώναμε καλύτερα και να εξασφαλίζαμε τη δωρεάν πρόσβαση στα κέντρα ημερήσιας φροντίδας, τα κέντρα ανοικτής προστασίας, τα κέντρα υποβοηθούμενης διαβίωσης, τα προγράμματα βοήθειας στο σπίτι, καθώς και τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Την εποπτεία, δε, της χρήσης και πρόσβασης σε αυτές τις δομές πρέπει να αναλάβει ο οικογενειακός γιατρός. Σκοπός δεν είναι να προσπαθήσουμε το «καλύτερο» για τον ασθενή τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, άλλα να ενισχύσουμε την ποιότητα ζωής του τα τελευταία χρόνια του και στο σημείο αυτό υστερούμε κατά πολύ. Με την παραπάνω σκέψη πιστεύω ότι θα εξοικονομήσουμε και επιπλέον σημαντικούς πόρους, που θα μπορέσουμε, στη συνέχεια, να επενδύσουμε στην καλύτερη στελέχωση τον ΜΕΘ, ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Συνεπώς, αντι να αυξήσουμε τις ΜΕΘ, τρεις εναλλακτικές στρατηγικές μπορεί να ακολουθηθούν: η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, η περιφερειοποίηση της εντατικής θεραπείας και η βελτίωση του σχεδιασμού προηγμένης φροντίδας.
- Δίνεται συχνά η υποβολιμαία εντύπωση ότι ένας ασθενής καταλήγει επειδή νοσηλεύθηκε διασωληνωμένος εκτός ΜΕΘ, ενώ θα είχε κερδίσει τη μάχη με τον κορονοϊό, εάν είχε νοσηλευθεί κανονικά σε κλίνη ΜΕΘ. Ισχύει αυτή η αιτιώδης σχέση;
Αρχικά να σημειωθεί ότι με βάση τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς και την περαιτέρω ανάλυσή τους σε δημοσιευμένες μελέτες, ουδέποτε, κατά την περίοδο 2020-2021, η μέση ηλικία των ασθενών οι οποίοι κατέληξαν εκτός ΜΕΘ ήταν μικρότερη των 80 ετών, ηλικία κοντά στο προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να κρίνουμε την εισαγωγή σε ΜΕΘ με βάση την ηλικία αποκλειστικά, άλλα δεν παύει να είναι ένας σημαντικός παράγοντας διεθνώς αναγνωρισμένος ως σημαντικός. Η χώρα μας κατάφερε να νοσηλεύσει σε ΜΕΘ την πλειονότητα των ασθενών που είχαν την πιθανότητα να κερδίσουν τη μάχη με τον ιό, όπως και έγινε σε χιλιάδες περιπτώσεις.
- Ποια είναι τα ποσοστά της επιβίωσης των νοσηλευόμενων ασθενών στις ΜΕΘ διεθνώς και στη χώρα μας και ποια τα ποσοστά επιβίωσης στην κατ’ οίκον νοσηλεία; Μπορούμε να συγκρίνουμε τις δύο πρακτικές ή υπερβάλλουμε;
Η Ελλάδα έχει τα λιγότερα κρεβάτια σε μονάδες μακροχρόνιας νοσηλείας στην Ευρώπη. Οι ασθενείς, συνήθως αυτοί που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους, που λαμβάνουν υπηρεσίες μακροχρόνιας νοσηλείας σε ειδικά κέντρα, στο σπίτι τους ή σε συνδυασμό, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα θανάτου στο σπίτι, σε σύγκριση με εκείνους που δεν έλαβαν δομημένη μακροχρόνια νοσηλεία. Αυτό το θεωρούμε σε ένα σύστημα υγείας ως σημαντική επιτυχία, καθώς η πλειονότητα των ατόμων που βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής τους θέλει να πεθάνει όσο το δυνατόν περισσότερο ανώδυνα στο σπίτι ή σε μια παρόμοια δομή, πλάι με τους οικείους του. Στη χώρα μας πρέπει να μειώσουμε τους θανάτους εντός ΜΕΘ των ατόμων που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους και να βελτιώσουμε την παροχή νοσηλείας στα άτομα που πραγματικά χρειάζονται ΜΕΘ. Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουμε πολλούς θανάτους στις ΜΕΘ και λίγους εκτός ΜΕΘ.
- Λένε ορισμένοι ότι η Ελλάδα εμφανίζει πολύ υψηλό αριθμό θανάτων ασθενών με νόσο COVID – 19, σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Συμφωνείτε;
Εδώ πρέπει να τεθεί ο προβληματισμός για τους θανάτους από COVID ή με COVID. Την απάντηση στο ερώτημα ή έστω την κατεύθυνση για την προσέγγισή του μπορεί να μας τη δώσει ο δείκτης υπερβάλλουσας θνησιμότητας. Συγκαταλέγουμε ως ενθαρρυντικό στατιστικό ότι η υπερβάλλουσα θνησιμότητα στην Ελλάδα στην περίοδο της πανδημίας ήταν χαμηλότερη σε σχέση με χώρες της Ευρώπης αλλά και με χώρες που έχουν εξαιρετικά συστήματα υγείας εκτός Ευρώπης. Στην Ελλάδα, λόγω του αλγορίθμου καταγραφής που υιοθετήθηκε, είναι πιθανό τα στατιστικά στοιχεία με αιτία θανάτου COVID να υπερεκτιμούν το πόσοι άνθρωποι πέθαναν πραγματικά λόγω του ιού.