Δίκη προπονητή ιστιοπλοΐας: Καταπέλτης ο εισαγγελέας ζήτησε να κριθεί ένοχος για βιασμό κατ' εξακολούθηση
Η πρόταση ενοχής του εισαγγελέα για τον προπονητή, οδήγησε τόσο τους γονείς της καταγγέλλουσας να ξεσπάσουν σε λυγμούς
Να κριθεί ένοχος ο προπονητής ιστιοπλοΐας για τα αδικήματα του βιασμού κατ´ εξακολούθηση της 12χρονης αθλήτριας του πριν από περίπου δέκα χρόνια και της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια ζητήθηκε ο εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας.
Η πρόταση ενοχής του εισαγγελέα για τον προπονητή, οδήγησε τόσο τους γονείς της καταγγέλλουσας όσο και την Ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου στο να ξεσπάσουν σε λυγμούς.
Αντίθετα, ο εισαγγελέας ζήτησε την απαλλαγή του κατηγορούμενου για το τρίτο αδίκημα που του αποδίδεται, αυτό των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο λόγω συνάφειας με το αδίκημα της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια.
Ο εισαγγελέας έκανε λόγο για «θρασύτατες και απάνθρωπες πράξεις» που διέπραξε ο κατηγορούμενος σε βάρος της αθλήτριας και για «εγκληματικό σχέδιο».
«Η αθλήτρια είναι 10 ετών όταν αναλαμβάνει ο κατηγορούμενος προπονητής. Άμεσα ο κατηγορούμενος έθεσε σε εφαρμογή το εγκληματικό του σχέδιο επιδιώκοντας να συνδεθεί μαζί της, συναισθηματικά και επιμελώς φρόντισε να κερδίσει εμπιστοσύνη των γονιών όλων των παιδιών, περισσότερο όμως των γονιών της καταγγέλλουσας. Ξημεροβραδιοζόταν στο κατάστημα που είχαν και έτρωγε μαζί τους, κοιμότανε στο κρεβάτι που είχαν στο κατάστημα, πήγαινε με όλα τα παιδιά σε βόλτες κ.λπ» περιέγραψε ο εισαγγελικός λειτουργός.
Παρ´ όλο που όπως εξήγησε ο εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόταν πολύ καλά την ηλικία της αθλήτριας, εκείνος ήδη από το Καλοκαίρι του 2010 ενώ βρισκόταν σε ταξίδι με την ομάδα άρχισε τις κακοποιητικές συμπεριφορές, φιλώντας την με τη βία στο στόμα, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που διέμεναν.
«Μετά την επιστροφή της ομάδας , ο κατηγορούμενος δεν έδειξε καμία μεταμέλεια. Από εκείνο το διάστημα μέχρι και το καλοκαίρι του 2011, οι λεκτικές παρενοχλήσεις, μετουσιώθηκαν σε γενετήσιες πράξεις. Όλα αυτά παρόλο που αντιλαμβανόταν ο κατηγορούμενος την ηλικία της. Αυτές οι πράξεις γινόντουσαν όπου έβρισκε διαθέσιμο χώρο και χρόνο… Το Καλοκαίρι του 2011, ο κατηγορούμενος προχωρώντας ακόμα περαιτέρω το εγκληματικό σχέδιο του, εισήλθε στο δωμάτιο της καταγγέλλουσας, την πήρε με τη βία και την οδήγησε στο αυτοκίνητο του και την εξανάγκασε σε συνουσία. Όλο το χρονικό διάστημα 2011 μέχρι και το Φθινόπωρο του 2013, γινόταν αυτό. Ακόμα και όταν άλλαξε κατηγορία η καταγγέλλουσα στο άθλημα της» επισήμανε ο εισαγγελικός λειτουργούς, εξιστορώντας το ιστορικό της κακοποίησης της καταγγέλλουσας.
Μετά την τελευταία πράξη βιασμού της, η αθλήτρια, το 2014, αποφάσισε να αποκαλύψει τι συνέβαινε στους γονείς της.
Η καταγγέλλουσα μη μπορώντας να ανεχθεί τη συμπεριφορά του, βρήκε τη δύναμη να γνωστοποιήσει στους γονείς της τι έγινε, οι οποίοι εμβρόντητοι, απευθύνθηκαν στις αστυνομικές αρχές. Η καταγγελία τότε δεν προχώρησε. Ύστερα από επτά χρόνια, βρήκε τη δύναμη να καταγγείλει τα όσα βίωσε», τόνισε ο εισαγγελέας.
Όσο αφορά τα λογικά κενά που ενδεχομένως υπάρχουν στην υπόθεση, ο εισαγγελέας τόνισε πως η απάντηση σε αυτό, βρίσκεται στο γεγονός ότι «η καταγγέλλουσα όσες φορές και να επανέλαβε τα καταγγελλόμενα, μίλησε για τα ίδια πράγματα περιστατικά. Δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας».
Για το γεγονός ότι η καταγγέλλουσα δεν αντέδρασε επί 2-3 χρόνια ο εισαγγελέας εξήγησε ότι η καταγγέλλουσα «δεν αντέδρασε γιατί ασκήθηκε σωματική βία. Κυρίως όμως δεν αντέδρασε λόγω της ψυχολογικής βίας που την έκανε να νιώθει πολύ άβολα» και πρόσθεσε ότι «είχε μπει σε μια κατάσταση υπακοής και ο κατηγορούμενος άρχισε να απειλεί ότι θα με σκοτώσει, θα σκοτώσει τους δικούς μου ότι θα σκοτωθεί ο ίδιος».
Όσο αφορά τις καταθέσεις των συναθλητριών της καταγγέλλουσας και των γονιών τους που έκαναν λόγο για σχέση ανάμεσα τους, ο κ. Μαστραντωνάκης επισήμανε «τις έλαβα υπόψη, προβληματίστηκα κι εγώ. Ουδεμία εκ των αθλητριών ή μητέρων τους, πέρα ότι ανέφεραν πως υπήρχε μια προσκόλληση του παιδιού στον προπονητή, δεν αναφέρθηκαν σε κάτι παραπάνω. Κανείς δεν αναφέρθηκε σε ερωτική περίπτυξη ή εναγκαλισμό. Οι μάρτυρες αυτοί κατέθεσαν αλήθεια. Δεν είπαν κάτι για βιασμό γιατί δεν είδαν ποτέ. Δεν είδαν ούτε το ελάσσων. Μόνο ότι η Αμαλία ήταν κοντά στον προπονητή γιατί τη είχε χειραγωγήσει. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη βία που της ασκούσε».
Ο εισαγγελέας έκανε λόγο για σωρεία αντιφάσεων στην απολογία του κατηγορούμενου σε σχέση με όσα ανέφερε στην ανακρίτρια τα οποία ανέγνωσε και υπέγραψε όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ πρόσθεσε πως δεν προέκυψε πως η αθλήτρια προέβη στην καταγγελία της για να λάβει χορηγίες ή για λόγους που αφορούν τα εσωτερικά της ομοσπονδία ιστιοπλοΐας και ζήτησε να κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τις δύο εκ των τριών κακουργηματικών πράξεων για τις οποίες κατηγορείται.
Η πρόταση ενοχής του εισαγγελέα για τον προπονητή, οδήγησε τόσο τους γονείς της καταγγέλλουσας όσο και την Ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου στο να ξεσπάσουν σε λυγμούς.
Αντίθετα, ο εισαγγελέας ζήτησε την απαλλαγή του κατηγορούμενου για το τρίτο αδίκημα που του αποδίδεται, αυτό των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο λόγω συνάφειας με το αδίκημα της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια.
Ο εισαγγελέας έκανε λόγο για «θρασύτατες και απάνθρωπες πράξεις» που διέπραξε ο κατηγορούμενος σε βάρος της αθλήτριας και για «εγκληματικό σχέδιο».
«Η αθλήτρια είναι 10 ετών όταν αναλαμβάνει ο κατηγορούμενος προπονητής. Άμεσα ο κατηγορούμενος έθεσε σε εφαρμογή το εγκληματικό του σχέδιο επιδιώκοντας να συνδεθεί μαζί της, συναισθηματικά και επιμελώς φρόντισε να κερδίσει εμπιστοσύνη των γονιών όλων των παιδιών, περισσότερο όμως των γονιών της καταγγέλλουσας. Ξημεροβραδιοζόταν στο κατάστημα που είχαν και έτρωγε μαζί τους, κοιμότανε στο κρεβάτι που είχαν στο κατάστημα, πήγαινε με όλα τα παιδιά σε βόλτες κ.λπ» περιέγραψε ο εισαγγελικός λειτουργός.
Παρ´ όλο που όπως εξήγησε ο εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόταν πολύ καλά την ηλικία της αθλήτριας, εκείνος ήδη από το Καλοκαίρι του 2010 ενώ βρισκόταν σε ταξίδι με την ομάδα άρχισε τις κακοποιητικές συμπεριφορές, φιλώντας την με τη βία στο στόμα, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που διέμεναν.
«Μετά την επιστροφή της ομάδας , ο κατηγορούμενος δεν έδειξε καμία μεταμέλεια. Από εκείνο το διάστημα μέχρι και το καλοκαίρι του 2011, οι λεκτικές παρενοχλήσεις, μετουσιώθηκαν σε γενετήσιες πράξεις. Όλα αυτά παρόλο που αντιλαμβανόταν ο κατηγορούμενος την ηλικία της. Αυτές οι πράξεις γινόντουσαν όπου έβρισκε διαθέσιμο χώρο και χρόνο… Το Καλοκαίρι του 2011, ο κατηγορούμενος προχωρώντας ακόμα περαιτέρω το εγκληματικό σχέδιο του, εισήλθε στο δωμάτιο της καταγγέλλουσας, την πήρε με τη βία και την οδήγησε στο αυτοκίνητο του και την εξανάγκασε σε συνουσία. Όλο το χρονικό διάστημα 2011 μέχρι και το Φθινόπωρο του 2013, γινόταν αυτό. Ακόμα και όταν άλλαξε κατηγορία η καταγγέλλουσα στο άθλημα της» επισήμανε ο εισαγγελικός λειτουργούς, εξιστορώντας το ιστορικό της κακοποίησης της καταγγέλλουσας.
Μετά την τελευταία πράξη βιασμού της, η αθλήτρια, το 2014, αποφάσισε να αποκαλύψει τι συνέβαινε στους γονείς της.
Η καταγγέλλουσα μη μπορώντας να ανεχθεί τη συμπεριφορά του, βρήκε τη δύναμη να γνωστοποιήσει στους γονείς της τι έγινε, οι οποίοι εμβρόντητοι, απευθύνθηκαν στις αστυνομικές αρχές. Η καταγγελία τότε δεν προχώρησε. Ύστερα από επτά χρόνια, βρήκε τη δύναμη να καταγγείλει τα όσα βίωσε», τόνισε ο εισαγγελέας.
Όσο αφορά τα λογικά κενά που ενδεχομένως υπάρχουν στην υπόθεση, ο εισαγγελέας τόνισε πως η απάντηση σε αυτό, βρίσκεται στο γεγονός ότι «η καταγγέλλουσα όσες φορές και να επανέλαβε τα καταγγελλόμενα, μίλησε για τα ίδια πράγματα περιστατικά. Δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας».
Για το γεγονός ότι η καταγγέλλουσα δεν αντέδρασε επί 2-3 χρόνια ο εισαγγελέας εξήγησε ότι η καταγγέλλουσα «δεν αντέδρασε γιατί ασκήθηκε σωματική βία. Κυρίως όμως δεν αντέδρασε λόγω της ψυχολογικής βίας που την έκανε να νιώθει πολύ άβολα» και πρόσθεσε ότι «είχε μπει σε μια κατάσταση υπακοής και ο κατηγορούμενος άρχισε να απειλεί ότι θα με σκοτώσει, θα σκοτώσει τους δικούς μου ότι θα σκοτωθεί ο ίδιος».
Όσο αφορά τις καταθέσεις των συναθλητριών της καταγγέλλουσας και των γονιών τους που έκαναν λόγο για σχέση ανάμεσα τους, ο κ. Μαστραντωνάκης επισήμανε «τις έλαβα υπόψη, προβληματίστηκα κι εγώ. Ουδεμία εκ των αθλητριών ή μητέρων τους, πέρα ότι ανέφεραν πως υπήρχε μια προσκόλληση του παιδιού στον προπονητή, δεν αναφέρθηκαν σε κάτι παραπάνω. Κανείς δεν αναφέρθηκε σε ερωτική περίπτυξη ή εναγκαλισμό. Οι μάρτυρες αυτοί κατέθεσαν αλήθεια. Δεν είπαν κάτι για βιασμό γιατί δεν είδαν ποτέ. Δεν είδαν ούτε το ελάσσων. Μόνο ότι η Αμαλία ήταν κοντά στον προπονητή γιατί τη είχε χειραγωγήσει. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη βία που της ασκούσε».
Ο εισαγγελέας έκανε λόγο για σωρεία αντιφάσεων στην απολογία του κατηγορούμενου σε σχέση με όσα ανέφερε στην ανακρίτρια τα οποία ανέγνωσε και υπέγραψε όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ πρόσθεσε πως δεν προέκυψε πως η αθλήτρια προέβη στην καταγγελία της για να λάβει χορηγίες ή για λόγους που αφορούν τα εσωτερικά της ομοσπονδία ιστιοπλοΐας και ζήτησε να κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τις δύο εκ των τριών κακουργηματικών πράξεων για τις οποίες κατηγορείται.