Δίκη ντράμερ: Συγκλονίζει ο πατέρας ανήλικης - «Είναι άρρωστος, έβρισκε ηδονή χαϊδεύοντας ένα παιδί»
Ο μάρτυρας περιέγραψε ότι το κοριτσάκι αισθανόταν ντροπιασμένο και ήταν μελαγχολικό, τονίζοντας «εγώ της είπα ότι οι μεγάλοι έχουν την ευθύνη και τα παιδιά δεν πρέπει να ντρέπονται»
Πεπεισμένος εμφανίστηκε στην κατάθεση του στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο ο πατέρας της ανήλικης που έχει καταγγείλει γνωστό μουσικό, πρώην ντράμερ ελληνικού συγκροτήματος, για σεξουαλική κακοποίηση, ότι η κόρη του λέει αλήθεια, δηλώνοντας ότι το παιδί του δεν είναι φαντασιόπληκτο ενώ επικαλέστηκε και τα συμπεράσματα της ψυχολόγου της αστυνομίας.
Με τρεμάμενη φωνή, ο μάρτυρας περιέγραψε ότι το κοριτσάκι αισθανόταν ντροπιασμένο και ήταν μελαγχολικό, τονίζοντας «εγώ της είπα ότι οι μεγάλοι έχουν την ευθύνη και τα παιδιά δεν πρέπει να ντρέπονται», με το παιδάκι να του απαντάει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να πάει φυλακή γι αυτά που κάνει στα παιδάκια.
«Πριν από λίγο καιρό η κόρη μου μού είπε: «το σκέφτομαι ακόμα αυτό που έγινε τότε. Θα έπρεπε και εγώ να είχα αντιδράσει, να είχα κάνει κάτι.Το σκέφτομαι τώρα και τρέμουν τα πόδια μου». Πραγματικά την κοίταξα και έτρεμε ολόκληρη. Έτρεμε τόσα χρόνια μετά», κατέθεσε ο πατέρας της ανήλικης, προσθέτοντας:«της εξήγησα πως ένα παιδί δεν μπορεί να αντιληφθεί το ανώμαλο χάδι ενός ενήλικα».
Μάλιστα ο μάρτυρας χαρακτήρισε «άρρωστο» τον κατηγορούμενο καθώς «έβρισκε ηδονή χαϊδεύοντας ένα παιδί» με αποτέλεσμα η υπεράσπιση να επαναφέρει το αίτημα για ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του κατηγορούμενου, αίτημα για το οποίο επιφυλάχθηκε το δικαστήριο.
«Η σταθερότητα, η συνέπεια, το γεγονός ότι δεν έχει πέσει σε αντιφάσεις οδηγούν στη βεβαιότητα ότι όσα αναφέρθηκαν από το παιδί είναι πραγματικά βιωματικά» κατέθεσε η μάρτυρας στο δικαστήριο, προσθέτοντας πως έκανε συνεδρίες με το παιδί επί σειρά ετών. Για την μάρτυρα αυτό που ξεκίνησε την αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψη της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου ήταν όταν εκείνος της ζήτησε να τον αγγίξει. «Αυτή ήταν η τραυματική εικόνα» ανέφερε τονίζοντας πως είναι βέβαιη πως το παιδί μιλούσε για τον κατηγορούμενο. «Το παιδί σε αυτή την ηλικία (σ.σ. 5-6 ετών) δεν μπορούσε να κατανοήσει πώς ένας άνθρωπος που παίζει μαζί του καταφεύγει σε τέτοιες συμπεριφορές. Αυτό που την μπλόκαρε , την αναστάτωσε ήταν όταν της ζήτησε να αγγίξει το πέος του. Αυτό ήταν ίσως από τα τελευταία γεγονότα… Η ενοχή που κινητοποιήθηκε την μπλόκαρε ώστε να αναλάβει δράση και να φύγει. Αυτό εκμεταλλεύονται όσοι έχουν παιδοφιλικά χαρακτηριστικά» κατέθεσε κάνοντας παράλληλα λόγο για «σοβαρή συναισθηματική σύγχυση και μπλοκάρισμα» του παιδιού και εξαιτίας του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης για την οικογένεια και δεν μπορούσε να σκεφτεί «πονηρά» γι αυτόν.
Με τρεμάμενη φωνή, ο μάρτυρας περιέγραψε ότι το κοριτσάκι αισθανόταν ντροπιασμένο και ήταν μελαγχολικό, τονίζοντας «εγώ της είπα ότι οι μεγάλοι έχουν την ευθύνη και τα παιδιά δεν πρέπει να ντρέπονται», με το παιδάκι να του απαντάει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να πάει φυλακή γι αυτά που κάνει στα παιδάκια.
«Πριν από λίγο καιρό η κόρη μου μού είπε: «το σκέφτομαι ακόμα αυτό που έγινε τότε. Θα έπρεπε και εγώ να είχα αντιδράσει, να είχα κάνει κάτι.Το σκέφτομαι τώρα και τρέμουν τα πόδια μου». Πραγματικά την κοίταξα και έτρεμε ολόκληρη. Έτρεμε τόσα χρόνια μετά», κατέθεσε ο πατέρας της ανήλικης, προσθέτοντας:«της εξήγησα πως ένα παιδί δεν μπορεί να αντιληφθεί το ανώμαλο χάδι ενός ενήλικα».
Μάλιστα ο μάρτυρας χαρακτήρισε «άρρωστο» τον κατηγορούμενο καθώς «έβρισκε ηδονή χαϊδεύοντας ένα παιδί» με αποτέλεσμα η υπεράσπιση να επαναφέρει το αίτημα για ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του κατηγορούμενου, αίτημα για το οποίο επιφυλάχθηκε το δικαστήριο.
Η κατάθεση της ψυχολόγου
Κατάθεση στο δικαστήριο έδωσε και η ψυχολόγος της αστυνομίας στην οποία η ανήλικη αποκάλυψε όσα βίωσε. Η μάρτυρας, αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. εμφανίστηκε στην κατάθεση της βέβαιη ότι το κοριτσάκι λέει αλήθεια.«Η σταθερότητα, η συνέπεια, το γεγονός ότι δεν έχει πέσει σε αντιφάσεις οδηγούν στη βεβαιότητα ότι όσα αναφέρθηκαν από το παιδί είναι πραγματικά βιωματικά» κατέθεσε η μάρτυρας στο δικαστήριο, προσθέτοντας πως έκανε συνεδρίες με το παιδί επί σειρά ετών. Για την μάρτυρα αυτό που ξεκίνησε την αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψη της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου ήταν όταν εκείνος της ζήτησε να τον αγγίξει. «Αυτή ήταν η τραυματική εικόνα» ανέφερε τονίζοντας πως είναι βέβαιη πως το παιδί μιλούσε για τον κατηγορούμενο. «Το παιδί σε αυτή την ηλικία (σ.σ. 5-6 ετών) δεν μπορούσε να κατανοήσει πώς ένας άνθρωπος που παίζει μαζί του καταφεύγει σε τέτοιες συμπεριφορές. Αυτό που την μπλόκαρε , την αναστάτωσε ήταν όταν της ζήτησε να αγγίξει το πέος του. Αυτό ήταν ίσως από τα τελευταία γεγονότα… Η ενοχή που κινητοποιήθηκε την μπλόκαρε ώστε να αναλάβει δράση και να φύγει. Αυτό εκμεταλλεύονται όσοι έχουν παιδοφιλικά χαρακτηριστικά» κατέθεσε κάνοντας παράλληλα λόγο για «σοβαρή συναισθηματική σύγχυση και μπλοκάρισμα» του παιδιού και εξαιτίας του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης για την οικογένεια και δεν μπορούσε να σκεφτεί «πονηρά» γι αυτόν.