Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων για υπόθεση Λιγνάδη: Υποκινούμενη η δημόσια προσβολή της Δικαιοσύνης
Δικαστές και εισαγγελείς ξεκαθαρίζουν ότι «στο Κράτος Δικαίου οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους της Ελληνικής Πολιτείας.
Σε πολιτικές σκοπιμότητες αποδίδει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων τις συνεχιζόμενες αντιδράσεις για την απόφαση για αποφυλάκιση του Δημήτρη Λιγνάδη καθώς και τις επιθέσεις σε βάρος της προέδρου και των μελών της σύνθεσης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.
Δικαστές και εισαγγελείς ξεκαθαρίζουν ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν την υποκινούμενη, «για πολιτικές σκοπιμότητες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν «προσβολή και διαπόμπευση της προσωπικότητας της Προέδρου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, καθώς και των υπολοίπων Δικαστών της Συνθέσεως»
Συγκεκριμένα στη δριμεία ανακοίνωση της μεγαλύτερης δικαστικής ένωσης της χώρας, επισημαίνεται «Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δεν πρόκειται να ανεχθεί τη δημόσια και ΥΠΟΚΙΝΟΥΜΕΝΗ για πολιτικές σκοπιμότητες προσβολή και διαπόμπευση της προσωπικότητας της Προέδρου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, καθώς και των υπολοίπων Δικαστών της Συνθέσεως, που επί σειρά ετών κοσμούν την Ελληνική Δικαιοσύνη με την εξαίρετη νομική τους κατάρτιση, το ακέραιο ήθος και την ευσυνειδησία τους και οι οποίοι βρίσκονται τις τελευταίες ημέρες στο στόχαστρο κατ' εξακολούθηση συκοφαντικών επιθέσεων, που συνοδεύονται από έμμεσες προτροπές ακόμη και τέλεσης πράξεων βίας σε βάρος τους».
Δικαστές και εισαγγελείς ξεκαθαρίζουν ότι «στο Κράτος Δικαίου οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους της Ελληνικής Πολιτείας. Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 497 παρ. 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων και κρίνονται από το Δικαστήριο με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, τη θεμελιώδη αρχή της ηθικής απόδειξης και την ελεύθερη συνείδηση των Δικαστών».
Δικαστές και εισαγγελείς ξεκαθαρίζουν ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν την υποκινούμενη, «για πολιτικές σκοπιμότητες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν «προσβολή και διαπόμπευση της προσωπικότητας της Προέδρου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, καθώς και των υπολοίπων Δικαστών της Συνθέσεως»
Συγκεκριμένα στη δριμεία ανακοίνωση της μεγαλύτερης δικαστικής ένωσης της χώρας, επισημαίνεται «Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δεν πρόκειται να ανεχθεί τη δημόσια και ΥΠΟΚΙΝΟΥΜΕΝΗ για πολιτικές σκοπιμότητες προσβολή και διαπόμπευση της προσωπικότητας της Προέδρου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, καθώς και των υπολοίπων Δικαστών της Συνθέσεως, που επί σειρά ετών κοσμούν την Ελληνική Δικαιοσύνη με την εξαίρετη νομική τους κατάρτιση, το ακέραιο ήθος και την ευσυνειδησία τους και οι οποίοι βρίσκονται τις τελευταίες ημέρες στο στόχαστρο κατ' εξακολούθηση συκοφαντικών επιθέσεων, που συνοδεύονται από έμμεσες προτροπές ακόμη και τέλεσης πράξεων βίας σε βάρος τους».
Καταγγέλλει «δημόσια, στοχευμένη και εκβιαστική παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης
Η μεγαλύτερη δικαστική ένωση της χώρας καταγγέλλει «δημόσια, στοχευμένη και εκβιαστική παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης, μετά την έκδοση της απόφασης σε πρώτο βαθμό, και θα προβεί άμεσα σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την αποτροπή της θεσμικής αυτής εκτροπής, την προστασία Προσωπικοτήτων της Δικαιοσύνης έναντι εξακολουθητικών συκοφαντικών δυσφημίσεων και τη διαφύλαξη των αρχών του Κράτους Δικαίου. Διαμηνύουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι ο έλεγχος της Δικαιοσύνης και ο εκφοβισμός των εκπροσώπων της δεν θα περάσει.Καλούμε τα κοινοβουλευτικά κόμματα να λάβουν θέση και να καταδικάσουν τα παραπάνω πρωτοφανή φαινόμενα για την ευνομούμενη πολιτεία μας».Δικαστές και εισαγγελείς ξεκαθαρίζουν ότι «στο Κράτος Δικαίου οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους της Ελληνικής Πολιτείας. Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 497 παρ. 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων και κρίνονται από το Δικαστήριο με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, τη θεμελιώδη αρχή της ηθικής απόδειξης και την ελεύθερη συνείδηση των Δικαστών».