Συναγερμός για δύο κρούσματα αλλαντίασης στην Ελλάδα - Τι είναι και ποια τα συμπτώματα
Άμεσα κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός διάθεσης αντιτοξίνης της αλλαντίασης μέσω του ΕΟΔΥ, σε συνεργασία με τους θεράποντες ιατρούς, για χορήγησή της στους δύο ασθενείς
Συναγερμός σήμανε στις υγειονομικές Αρχές για δύο σοβαρά περιστατικά αλλαντίασης στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή του ο ΕΟΔΥ, στις 15 Νοεμβρίου 2022 δηλώθηκε μέσω του Συστήματος Υποχρεωτικής Δήλωσης Νοσημάτων του ΕΟΔΥ συρροή δύο ύποπτων κρουσμάτων αλλαντίασης που συνδέονται μεταξύ τους με οικογενειακή σχέση (ζευγάρι).
Άμεσα κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός διάθεσης αντιτοξίνης της αλλαντίασης μέσω του ΕΟΔΥ, σε συνεργασία με τους θεράποντες ιατρούς, για χορήγησή της στους δύο ασθενείς.
Διασωληνωμένη γυναίκα με αλλαντίαση στην Ελλάδα
Με τη συνδρομή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατέστη δυνατή η χορήγηση της ειδικής αντιτοξίνης εντός του πρώτου εικοσιτετραώρου από τη δήλωση των δύο κρουσμάτων στον ΕΟΔΥ. Οι δύο ασθενείς, η μία εκ των οποίων είναι διασωληνωμένη, νοσηλεύονται σε σταθερή κλινική κατάσταση σε υγειονομικές μονάδες της Αττικής.
Από το αναφερόμενο ιστορικό κατανάλωσης τροφίμων προέκυψε ότι το ζευγάρι, αλλοδαπής εθνικότητας, που βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές, κατανάλωσε, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων, σπαράγγια παρασκευασμένα από τους ίδιους με τη διαδικασία της κονσερβοποίησης.
Σημειώνεται πως το χρονικό διάστημα 2004-2021 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ τρία εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα αλλαντίασης σε βρέφη και ένα ύποπτο κρούσμα σε ενήλικα.
Τι είναι η αλλαντίαση
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η αλλαντίαση είναι μια σπάνια, αλλά σοβαρή παραλυτική νόσος που προκαλείται από μια νευροτοξίνη, η οποία παράγεται από το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum και μερικές φορές από στελέχη των βακτηριδίων Clostridium butyricum και Clostridium baratii. Υπάρχουν έξι είδη αλλαντίασης: α) η τροφιμογενής, β) η βρεφική, γ) η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων, δ) η τραυματική, ε) η ιατρογενής και στ) η εισπνευστική.
Το Clostridium botulinum είναι ένα Gram (+) βακτηρίδιο που αναπτύσσεται καλύτερα υπό αναερόβιες συνθήκες. Το βακτηρίδιο παράγει σπόρια που του επιτρέπουν να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες μέχρι να υπάρξουν κατάλληλες συνθήκες που να επιτρέψουν την ανάπτυξή του. Υπάρχουν 7 τύποι αλλαντικής τοξίνης που διαχωρίζονται με τα γράμματα Α, Β, C, D, E, F, G. Μόνο οι τύποι Α, Β, Ε και σπάνια ο F προκαλούν νόσο στον άνθρωπο. Η αλλαντική τοξίνη θεωρείται από τις πιο θανατηφόρες ουσίες. Η μέση θανατηφόρος δόση (lethal dose- LD50) είναι 1 ng τοξίνης ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος.
Τα συμπτώματα της αλλαντίασης
Αρχικά οι ασθενείς παρουσιάζουν αδυναμία, ίλιγγο, θαμπή όραση, ξηροστομία, δυσκολία στην κατάποση και την ομιλία, λόγω της προσβολής των κρανιακών νεύρων από την αλλαντική τοξίνη.
Τα νευρολογικά συμπτώματα είναι αποτέλεσμα της μυϊκής παράλυσης που προκαλείται από την αλλαντική τοξίνη και περιγράφονται ως «χαλαρή συμμετρική κατιούσα παράλυση». Η παράλυση των αναπνευστικών μυών μπορεί να είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Δεν παρατηρείται πυρετός ή απώλεια συνείδησης. Μπορεί να συνυπάρχουν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, εμετός, δυσκοιλιότητα ή σπανιότερα διάρροια.
Η βρεφική αλλαντίαση εμφανίζεται σε βρέφη ηλικίας από 6 εβδομάδων έως και 6 μηνών. Oφείλεται στην κατανάλωση σπόρων του Clostridium botuiinum σε τροφή ή σκόνη, οι οποίοι στη συνέχεια εκβλαστάνουν σε βακτήρια στο έντερο, τα οποία απελευθερώνουν την τοξίνη. Θεωρείται ότι ο αποικισμός του εντέρου από τους σπόρους του Clostridium botuiinum στα βρέφη συμβαίνει γιατί στις ηλικίες αυτές δεν έχει εγκατασταθεί πλήρως η φυσιολογική χλωρίδα του εντέρου που ανταγωνίζεται την εγκατάσταση των παθογόνων μικροβίων. Τα κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκοιλιότητα, απώλεια όρεξης, αδύναμο κλάμα, αδύναμο μυϊκό τόνο, λήθαργο και απώλεια στήριξης της κεφαλής. Η κλινική εικόνα κυμαίνεται από ήπια που δεν απαιτεί εισαγωγή στο νοσοκομείο μέχρι αιφνίδιο θάνατο. Μελέτες αναφέρουν την κατανάλωση μελιού ως προδιαθεσικό παράγοντα της βρεφικής αλλαντίασης, γι’ αυτό και υπάρχει η οδηγία τα βρέφη να μην καταναλώνουν μέλι μέχρι να ολοκληρώσουν το πρώτο έτος ζωής.
Η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων αποτελεί πολύ σπάνιο είδος αλλαντίασης. Προκαλείται όπως ακριβώς και η βρεφική αλλαντίαση, αλλά αφορά ενήλικους ασθενείς με ανοσοκαταστολή, με ανατομικές ή λειτουργικές διαταραχές στην κοιλιακή χώρα.
Η τραυματική αλλαντίαση προκαλείται από νευροτοξίνη που παράγεται σε τραύμα ή παραμελημένο ανοιχτό κάταγμα μολυσμένο από Clostridium botuiinum. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά περιστατικά τραυματικής αλλαντίασης καταγράφονται σε χρήστες ναρκωτικών ουσιών σε αποστήματα που δημιουργούνται από υποδόριες ή ενδομυϊκές ενέσεις.
Η ιατρογενής αλλαντίαση προκαλείται από λανθασμένη χορήγηση νευροτοξίνης στη συστηματική κυκλοφορία ανθρώπου, αντί του προκαθορισμένου θεραπευτικού στόχου.
Η εισπνευστική αλλαντίαση προκαλείται από εισπνοή τοξίνης με τη μορφή αερολύματος. Έχει καταγραφεί μόνο σε προσωπικό εργαστηρίων. Η θνητότητα της αλλαντίασης ανέρχεται στο 3-5% και οφείλεται συνήθως σε αναπνευστική ανεπάρκεια ή σε λοιμώξεις και άλλες επιπλοκές που προκύπτουν από την παρατεταμένη παρουσία της παράλυσης. Μετά την αποδρομή του νοσήματος οι ασθενείς μπορεί να αισθάνονται κόπωση ή δυσκολία στην αναπνοή για χρόνια και γι' αυτό συνήθως χρειάζονται μακροχρόνια θεραπεία.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή του ο ΕΟΔΥ, στις 15 Νοεμβρίου 2022 δηλώθηκε μέσω του Συστήματος Υποχρεωτικής Δήλωσης Νοσημάτων του ΕΟΔΥ συρροή δύο ύποπτων κρουσμάτων αλλαντίασης που συνδέονται μεταξύ τους με οικογενειακή σχέση (ζευγάρι).
Άμεσα κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός διάθεσης αντιτοξίνης της αλλαντίασης μέσω του ΕΟΔΥ, σε συνεργασία με τους θεράποντες ιατρούς, για χορήγησή της στους δύο ασθενείς.
Διασωληνωμένη γυναίκα με αλλαντίαση στην Ελλάδα
Με τη συνδρομή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατέστη δυνατή η χορήγηση της ειδικής αντιτοξίνης εντός του πρώτου εικοσιτετραώρου από τη δήλωση των δύο κρουσμάτων στον ΕΟΔΥ. Οι δύο ασθενείς, η μία εκ των οποίων είναι διασωληνωμένη, νοσηλεύονται σε σταθερή κλινική κατάσταση σε υγειονομικές μονάδες της Αττικής.Από το αναφερόμενο ιστορικό κατανάλωσης τροφίμων προέκυψε ότι το ζευγάρι, αλλοδαπής εθνικότητας, που βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές, κατανάλωσε, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων, σπαράγγια παρασκευασμένα από τους ίδιους με τη διαδικασία της κονσερβοποίησης.
Σημειώνεται πως το χρονικό διάστημα 2004-2021 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ τρία εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα αλλαντίασης σε βρέφη και ένα ύποπτο κρούσμα σε ενήλικα.
Τι είναι η αλλαντίαση
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η αλλαντίαση είναι μια σπάνια, αλλά σοβαρή παραλυτική νόσος που προκαλείται από μια νευροτοξίνη, η οποία παράγεται από το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum και μερικές φορές από στελέχη των βακτηριδίων Clostridium butyricum και Clostridium baratii. Υπάρχουν έξι είδη αλλαντίασης: α) η τροφιμογενής, β) η βρεφική, γ) η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων, δ) η τραυματική, ε) η ιατρογενής και στ) η εισπνευστική.Το Clostridium botulinum είναι ένα Gram (+) βακτηρίδιο που αναπτύσσεται καλύτερα υπό αναερόβιες συνθήκες. Το βακτηρίδιο παράγει σπόρια που του επιτρέπουν να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες μέχρι να υπάρξουν κατάλληλες συνθήκες που να επιτρέψουν την ανάπτυξή του. Υπάρχουν 7 τύποι αλλαντικής τοξίνης που διαχωρίζονται με τα γράμματα Α, Β, C, D, E, F, G. Μόνο οι τύποι Α, Β, Ε και σπάνια ο F προκαλούν νόσο στον άνθρωπο. Η αλλαντική τοξίνη θεωρείται από τις πιο θανατηφόρες ουσίες. Η μέση θανατηφόρος δόση (lethal dose- LD50) είναι 1 ng τοξίνης ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος.
Τα συμπτώματα της αλλαντίασης
Αρχικά οι ασθενείς παρουσιάζουν αδυναμία, ίλιγγο, θαμπή όραση, ξηροστομία, δυσκολία στην κατάποση και την ομιλία, λόγω της προσβολής των κρανιακών νεύρων από την αλλαντική τοξίνη.Τα νευρολογικά συμπτώματα είναι αποτέλεσμα της μυϊκής παράλυσης που προκαλείται από την αλλαντική τοξίνη και περιγράφονται ως «χαλαρή συμμετρική κατιούσα παράλυση». Η παράλυση των αναπνευστικών μυών μπορεί να είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Δεν παρατηρείται πυρετός ή απώλεια συνείδησης. Μπορεί να συνυπάρχουν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, εμετός, δυσκοιλιότητα ή σπανιότερα διάρροια.
Η βρεφική αλλαντίαση εμφανίζεται σε βρέφη ηλικίας από 6 εβδομάδων έως και 6 μηνών. Oφείλεται στην κατανάλωση σπόρων του Clostridium botuiinum σε τροφή ή σκόνη, οι οποίοι στη συνέχεια εκβλαστάνουν σε βακτήρια στο έντερο, τα οποία απελευθερώνουν την τοξίνη. Θεωρείται ότι ο αποικισμός του εντέρου από τους σπόρους του Clostridium botuiinum στα βρέφη συμβαίνει γιατί στις ηλικίες αυτές δεν έχει εγκατασταθεί πλήρως η φυσιολογική χλωρίδα του εντέρου που ανταγωνίζεται την εγκατάσταση των παθογόνων μικροβίων. Τα κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκοιλιότητα, απώλεια όρεξης, αδύναμο κλάμα, αδύναμο μυϊκό τόνο, λήθαργο και απώλεια στήριξης της κεφαλής. Η κλινική εικόνα κυμαίνεται από ήπια που δεν απαιτεί εισαγωγή στο νοσοκομείο μέχρι αιφνίδιο θάνατο. Μελέτες αναφέρουν την κατανάλωση μελιού ως προδιαθεσικό παράγοντα της βρεφικής αλλαντίασης, γι’ αυτό και υπάρχει η οδηγία τα βρέφη να μην καταναλώνουν μέλι μέχρι να ολοκληρώσουν το πρώτο έτος ζωής.
Η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων αποτελεί πολύ σπάνιο είδος αλλαντίασης. Προκαλείται όπως ακριβώς και η βρεφική αλλαντίαση, αλλά αφορά ενήλικους ασθενείς με ανοσοκαταστολή, με ανατομικές ή λειτουργικές διαταραχές στην κοιλιακή χώρα.
Η τραυματική αλλαντίαση προκαλείται από νευροτοξίνη που παράγεται σε τραύμα ή παραμελημένο ανοιχτό κάταγμα μολυσμένο από Clostridium botuiinum. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά περιστατικά τραυματικής αλλαντίασης καταγράφονται σε χρήστες ναρκωτικών ουσιών σε αποστήματα που δημιουργούνται από υποδόριες ή ενδομυϊκές ενέσεις.
Η ιατρογενής αλλαντίαση προκαλείται από λανθασμένη χορήγηση νευροτοξίνης στη συστηματική κυκλοφορία ανθρώπου, αντί του προκαθορισμένου θεραπευτικού στόχου.
Η εισπνευστική αλλαντίαση προκαλείται από εισπνοή τοξίνης με τη μορφή αερολύματος. Έχει καταγραφεί μόνο σε προσωπικό εργαστηρίων. Η θνητότητα της αλλαντίασης ανέρχεται στο 3-5% και οφείλεται συνήθως σε αναπνευστική ανεπάρκεια ή σε λοιμώξεις και άλλες επιπλοκές που προκύπτουν από την παρατεταμένη παρουσία της παράλυσης. Μετά την αποδρομή του νοσήματος οι ασθενείς μπορεί να αισθάνονται κόπωση ή δυσκολία στην αναπνοή για χρόνια και γι' αυτό συνήθως χρειάζονται μακροχρόνια θεραπεία.