Με νέες καταθέσεις συγγενών νεκρών της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι συνεχίζεται η δίκη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας.

«Καμένα μωρά, καμένες μανάδες. Καίγανε τα πάντα. Ήταν ένα πράγμα ασύλληπτο. Ήμασταν μόνοι μας τελείως. Έπειτα από ώρες ήρθε ένα μεγάλο καΐκι. Να γίνεται χαμός. "Τους καμένους πρώτα!", να φωνάζουν. Ήρθε ο άντρας μου κατάμαυρος, μου λέει "αγάπη μου" και λιποθύμησε. Παίρνω την κόρη μου τηλέφωνο, μου λέει δεν βρίσκω τη γιαγιά. Άρχισα να ψάχνω σε ξέρες, μέσα στη θάλασσα. Τα είδα όλα. Πτώματα σε κατάσταση Πομπηίας. Τη χάσαμε τη μητέρα μου και ο άντρας μου μερικούς μήνες μετά κατέρρευσε από αυτό και πέθανε στο νοσοκομείο. Δικαίωση για τη μνήμη της μητέρας μου, του αντρούλη μου, της Χρύσας Σπηλιώτη, που ήταν φίλη μου, για όλους όσοι χάθηκαν άδικα», περιέγραψε η μάρτυρας Ευανθία Σιδέρη, η οποία έχασε τη μητέρα και τον σύζυγό της, ενώ και η ίδια έδωσε μεγάλη μάχη για να επιβιώσει εκείνη την ημέρα.

«Είμαστε στο σπίτι, ξαπλωμένοι, ο άνδρας μου σε καλή κατάσταση. Η κόρη μου κοιμόταν. Κοιτούσα τι γίνεται στη φωτιά στην Κινέτα. Έξι παρά είκοσι, βλέπω παχύ καπνό που πέρασε από πάνω μας. Και λέω η Κινέτα έφτασε εδώ! Δεν μπορεί! Τρέχω, κομπιούτερ κλειστό. Είχε περάσει ήδη η φωτιά, αλλά εγώ δεν μύριζα, έχω χάσει την αίσθηση. Η κόρη μου έπαθε κρίση πανικού, γύρισαν τα μάτια της, ούρλιαζε. "Θα καούμε". Εγώ δεν είδα κάτι. Εκείνη το είδε. "Πάμε να φύγουμε", ούρλιαζε. Εγώ πήγα να πάρω φάρμακα και κομπιούτερ. Και εκείνη φώναζε να φύγουμε, αυτά τα πέντε λεπτά μπορεί να μου κόστιζαν τη ζωή», είπε η μάρτυρας στην κατάθεσή της.

«Έτρεχε μπροστά η κόρη μου η Περσεφόνη, πίσω εγώ και η μητέρα μου και πιο πίσω ο άντρας μου. Κάποια στιγμή τον χάσαμε. Μπήκαμε στο μονοπάτι. Η μαμά μου εκείνη την ώρα μου λέει "δεν θα τα καταφέρω, άφησέ με". Της λέω πάμε. Φτάνουμε στα σκαλοπατάκια και ξαφνικά η κόρη μου φωνάζει "μαμά, καίγεσαι!". Πετάω ρούχα και πέφτω στη θάλασσα, βλέπω δευτερόλεπτα πριν την κόρη μου να αρπάζει τη μάνα μου και να την τραβάει στη θάλασσα. Τις έχασα. Έπεσε μαύρο πέπλο παντού. Βρήκα μια ξέρα και κάθισα. Ούρλιαζα για ώρες. Και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει», ανέφερε η μάρτυρας.


«Ο πατέρας μου μας φώναζε να φύγουμε»

Κλαίγοντας η μάρτυρας Μαγδαλινή Τσέκου περιέγραψε πώς βίωσε τη φονική πυρκαγιά και πώς χωρίστηκε με τον πατέρα της εκείνη την ημέρα της 23ης Ιουλίου 2018. «Βρισκόμουν σπίτι μαζί με τη μητέρα και τον πατέρα μου. Το σπίτι βρίσκεται 200 μέτρα από Μαραθώνος με θέα προς Βουτζά. Όπως κοιτάμε να δούμε τι γίνεται, με τον πατέρα μου κυρίως, τους λέω ότι βλέπω καπνούς. Κοιτάμε όλα τα κανάλια, δεν ακούμε τίποτα. Ο καπνός δυναμώνει. Ο αέρας ερχόταν προς εμάς. Βλέπουμε ότι υπάρχει από πλευράς Καλλιτεχνούπολης φωτιά. Τρομοκρατούμαστε. Αέρας πολύ δυνατός. Τη φωτιά τη βλέπουμε να έρχεται, αλλά πιστεύουμε δεν θα φτάσει ποτέ σ' εμάς. Η φωτιά δεν είχε περάσει ποτέ Μαραθώνος. Συνεχίζει όμως να κατεβαίνει. Κινείται παράλληλα και μου λέει ο πατέρας μου θα τη σβήσω. Ο πατέρας μου φωνάζει και φεύγουμε. Κλείνουμε παράθυρα και πόρτες και μαζεύουμε ό,τι μπορούμε και φεύγουμε», περιέγραψε η μάρτυρας.

«Κάποια στιγμή δημιουργούνται φλόγες κοντά μας. Μας λέει "προχωρήστε και έρχομαι" ο πατέρας μου. "Φύγετε και εγώ θα έρθω". Προσπαθεί να βάλει τα σκυλιά ο πατέρας μου, αυτά δεν ανταποκρίνονται. Φεύγω εγώ μπροστά με τη μητέρα μου. Ο δρόμος είναι γεμάτος φωτιά. Ένας άνθρωπος πηδάει στο καπό του αυτοκινήτου. Τον έβαλα μέσα. Μπροστά μας φωτιά. Μου λέει "πέρνα, θα καούμε", του λέω με το αμάξι θα πάρουμε φωτιά. Πήδηξε κι έφυγε με κατεύθυνση στη θάλασσα. Δεν ξέρω τι απέγινε. Εγώ έκανα αναστροφή, βγήκα στο αντίθετο ρεύμα της Μαραθώνος και αρχίζω να καλώ τον πατέρα μου. Δεν το σηκώνει. Κόσμος φωνάζει. "Η φωτιά θα σας κάψει, τρέξτε, μη μένετε εδώ!». Σε όλη τη διαδρομή δεν έχω δει κανέναν υπεύθυνο. Καμία σειρήνα, καμπάνα, κάτι! Μόνο άνθρωποι φώναζαν. Στη διασταύρωση με τη Ραφήνα, παίρνω ξανά τον πατέρα μου. Δεν το σηκώνει. Συναντιέμαι με την αδελφή μου και λέμε να γυρίσουμε στο λιμάνι της Ραφήνας γιατί ο μπαμπάς μπορεί να πέρασε τον δρόμο με τη φωτιά. Φτάσαμε στο λιμάνι, ρωτούσαμε για τον πατέρα μας. Κανείς δεν τον έχει δει», εξιστόρησε η μάρτυρας.

Τελικά, όπως ενημερώθηκε η μάρτυρας από συγγενή της, ο πατέρας της είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο. «Είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 35% εσωτερικά, ήταν από τις χειρότερες περιπτώσεις. Τον διασωλήνωσαν. Μας είπαν να περιμένουμε. Ο πατέρας μου έφυγε στις 27 Ιουλίου. Από εκείνο το απόγευμα που φύγαμε από το σπίτι δεν κατάφερα να του ξαναμιλήσω ποτέ. Ο πατέρας μου προσπάθησε να βοηθήσει μια οικογένεια που είχαν έναν ανάπηρο άνθρωπο. Εγκλωβίστηκαν μέσα στο αμάξι, που είχε πάρει φωτιά. Ο πατέρας μου σύρθηκε στο έδαφος. Αυτό συνέβη στις 19:30 και μέχρι τις 21:00 κειτόταν κάτω. Τα ξέρω αυτά γιατί η γειτόνισσα κατάφερε να επιβιώσει και έδωσε συνέντευξη και τα έμαθα. Ο ανάπηρος σύζυγός της απανθρακωθηκε μαζί με την τετραμελή οικογένεια στης οποίας το αμάξι βρισκόταν. Αργότερα πέθανε κι εκείνη από επιπλοκές».


Αντιδράσεις για φωτογραφίες

Νωρίτερα ο Θρασύβουλος Κονταξής, συνήγορος του δημάρχου Ραφήνας-Πικερμίου, Ευαγγέλου Μπουρνούς, έθεσε θέμα μεροληψίας του δικαστηρίου μετά τη συμβολική κίνηση στην οποία προχώρησαν χθες οι συγγενείς με την τοποθέτηση φωτογραφιών των νεκρών στις θέσεις του κοινού. «Δεν τίθεται για κανένα μέλος της σύνθεσης ζήτημα αποχής ή αυτοεξαίρεσης. Ο καθένας από εμάς μπορεί να ασκήσει αμερόληπτα τα καθήκοντά του», ανέφερε η πρόεδρος της έδρας έπειτα από ολιγόλεπτη διάσκεψη του δικαστηρίου.