Δίκη για το Μάτι: «Καταπέλτης» οι μάρτυρες - «Υπήρχαν καμένοι που κολυμπούσαν - Οι ψαράδες έδωσαν υψηλό μάθημα ανθρωπιάς»
«Πυροσβεστική, Αστυνομία, Περιφέρεια δεν υπήρχαν. Δήμος πουθενά, ενημέρωση καμία», είπε μάρτυρας
«Οι ψαράδες μας έδωσαν υψηλό μάθημα ανθρωπιάς. Περισυνέλεξαν την κόρη μου. Πήγα να τους ευχαριστήσω και δεν δέχθηκαν ούτε ένα συμβολικό αντίτιμο», κατέθεσε συγκινημένος στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας ο μάρτυρας Δημοσθένης Βονικόπουλος, ο οποίος έχασε τον αδερφό του στις φλόγες, ενώ κινδύνευσε και η οικογένειά του.
Ο ένας μετά τον άλλον οι μάρτυρες, συγγενείς νεκρών στην πλειονότητά τους, αναβιώνουν στις καταθέσεις τους, στο δικαστήριο, τις τραγικές ιστορίες που έζησαν οι ίδιοι ή οι δικοί τους άνθρωποι στις 21 Ιουλίου 2018.
Η σύζυγος του κ. Βονικόπουλου, Ελένη Κουτσίκου, περιέγραψε στην κατάθεσή της πώς κατάφερε να σωθεί.
«Μπήκα στη θάλασσα και άρχισα να ψάχνω το παιδί μου. Να φωνάζω με όλες μου τις δυνάμεις. Δεν μπορούσα να το βρω. Με πήρε το κύμα μέσα», είπε και συνέχισε: «Υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Πεντακόσια άτομα ήταν εκεί… Κολυμπούσα τέσσερις ώρες. Όταν βγήκα στην ακτή, μας πήρε το θερμικό κύμα και μας έκαιγε τα μαλλιά. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, μαυρίσαμε. Δυστυχώς ζήσαμε τραγικές καταστάσεις», κατέθεσε η μάρτυρας.
Το παιδί της, όπως είπε, «βγήκε από την άλλη πλευρά», καθώς «κολυμπούσε τρεις-τέσσερις ώρες. Πυροσβεστική, Αστυνομία, Περιφέρεια δεν υπήρχαν. Δήμος πουθενά, ενημέρωση καμία. Ο κόσμος πανικόβλητος. Κολυμπούσανε και βγαίναμε λίγο έξω να αναζητάμε τους ανθρώπους μας. Υπήρχαν καμένοι που κολυμπούσαν... Όταν βγήκαμε στη Ραφήνα, δεν υπήρχε ούτε ένα λεωφορείο. Προσπαθούσαμε ο ένας με τον άλλον. Δεν είχα τίποτα μαζί μου... Με έψαξε και με βρήκε μια ξαδέλφη μου, η οποία επέστρεφε από την Τήνο».
Συγκλονιστική ήταν η αναφορά της στον παραπληγικό κουνιάδο της που παγιδεύτηκε, καθώς η γυναίκα που τον βοηθούσε δεν κατάφερε να τον μεταφέρει στη θάλασσα.
«Τον άφησε η οικιακή βοηθός σε ένα σπίτι πάνω σε ένα βρεγμένο σεντόνι. Η φωτιά πέρασε από πάνω του, κάηκε το χέρι του. Έζησε έξι μήνες... Υπήρχαν άνθρωποι που με κίνδυνο της ζωής τους πέρασαν μέσα από τις φωτιές, αλλά η Αστυνομία πουθενά. Ψάξαμε για τον κουνιάδο μου, δεν τον βρήκαμε. Οι Αρχές ήταν απούσες...», κατέθεσε η μάρτυρας.
«Τη χτύπησε το θερμικό κύμα στη γωνία του σπιτιού. Τη χτύπησε η φωτιά, δεν πρόλαβε… Ήταν 46 ετών, νεότατη, θα μπορούσε να τρέξει αν είχε ειδοποιηθεί», είπε η μάρτυρας έντονα φορτισμένη και συνέχισε «στη γωνία του σπιτιού ήταν το πτώμα της, δεν είχε προλάβει να πάρει τίποτα μαζί της…», κατέθεσε η Αγγελική Γαβάκη, η οποία έχασε τη μητέρα της.
Η δίκη συνεχίζεται στις 20 Δεκεμβρίου.
Ο ένας μετά τον άλλον οι μάρτυρες, συγγενείς νεκρών στην πλειονότητά τους, αναβιώνουν στις καταθέσεις τους, στο δικαστήριο, τις τραγικές ιστορίες που έζησαν οι ίδιοι ή οι δικοί τους άνθρωποι στις 21 Ιουλίου 2018.
Η σύζυγος του κ. Βονικόπουλου, Ελένη Κουτσίκου, περιέγραψε στην κατάθεσή της πώς κατάφερε να σωθεί.
«Μπήκα στη θάλασσα και άρχισα να ψάχνω το παιδί μου. Να φωνάζω με όλες μου τις δυνάμεις. Δεν μπορούσα να το βρω. Με πήρε το κύμα μέσα», είπε και συνέχισε: «Υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Πεντακόσια άτομα ήταν εκεί… Κολυμπούσα τέσσερις ώρες. Όταν βγήκα στην ακτή, μας πήρε το θερμικό κύμα και μας έκαιγε τα μαλλιά. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, μαυρίσαμε. Δυστυχώς ζήσαμε τραγικές καταστάσεις», κατέθεσε η μάρτυρας.
Το παιδί της, όπως είπε, «βγήκε από την άλλη πλευρά», καθώς «κολυμπούσε τρεις-τέσσερις ώρες. Πυροσβεστική, Αστυνομία, Περιφέρεια δεν υπήρχαν. Δήμος πουθενά, ενημέρωση καμία. Ο κόσμος πανικόβλητος. Κολυμπούσανε και βγαίναμε λίγο έξω να αναζητάμε τους ανθρώπους μας. Υπήρχαν καμένοι που κολυμπούσαν... Όταν βγήκαμε στη Ραφήνα, δεν υπήρχε ούτε ένα λεωφορείο. Προσπαθούσαμε ο ένας με τον άλλον. Δεν είχα τίποτα μαζί μου... Με έψαξε και με βρήκε μια ξαδέλφη μου, η οποία επέστρεφε από την Τήνο».
Συγκλονιστική ήταν η αναφορά της στον παραπληγικό κουνιάδο της που παγιδεύτηκε, καθώς η γυναίκα που τον βοηθούσε δεν κατάφερε να τον μεταφέρει στη θάλασσα.
«Τον άφησε η οικιακή βοηθός σε ένα σπίτι πάνω σε ένα βρεγμένο σεντόνι. Η φωτιά πέρασε από πάνω του, κάηκε το χέρι του. Έζησε έξι μήνες... Υπήρχαν άνθρωποι που με κίνδυνο της ζωής τους πέρασαν μέσα από τις φωτιές, αλλά η Αστυνομία πουθενά. Ψάξαμε για τον κουνιάδο μου, δεν τον βρήκαμε. Οι Αρχές ήταν απούσες...», κατέθεσε η μάρτυρας.
«Τη χτύπησε το θερμικό κύμα στη γωνία του σπιτιού. Τη χτύπησε η φωτιά, δεν πρόλαβε… Ήταν 46 ετών, νεότατη, θα μπορούσε να τρέξει αν είχε ειδοποιηθεί», είπε η μάρτυρας έντονα φορτισμένη και συνέχισε «στη γωνία του σπιτιού ήταν το πτώμα της, δεν είχε προλάβει να πάρει τίποτα μαζί της…», κατέθεσε η Αγγελική Γαβάκη, η οποία έχασε τη μητέρα της.
Η δίκη συνεχίζεται στις 20 Δεκεμβρίου.